Τη μέρα εκείνη, της Κοίμησης της Παναγίας, 15 Αυγούστου, οι εργάτες δεν δούλευαν και ο πατέρας μου καθόταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε.
Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος.
Άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
”Ανάθεμά το” μουρμούρησε.
”Ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!”.
”Δάγκωσε τη γλώσσα σου”, του έκανε ένας γέρος θεοσεβούμενος.
”Δε θα το αφήσει η Παναγία.
Σήμερα είναι η χάρη της.”
Ο πατέρας μου έγρουξε, μα δεν έβγαλε άχνα.
Πίστευε στην Παναγία, μα δεν πίστευε πως η Παναγία μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
Εκεί που μιλούσαν, ο ουρανός σκεπάστηκε, οι πρώτες στάλες άρχισαν να πέφτουν.
Τα σύννεφα χαμήλωσαν, κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
”Παναγιά μου!”, φώναξαν οι γειτόνοι.
”Βοήθεια!”
Όλοι πετάχτηκαν απάνω, κατασκόρπισαν, καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του, όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς.
Κι ως έτρεχαν, ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας, κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα, ξέσπασε η μπόρα.
Γέμισαν τα αυλάκια, πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί, φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι.
Έτρεξα μέσα στη νεροποντή.
Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές τα μισοξεραμένα σταφύλια, ο μόχθος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν.
Ο θρήνος δυνάμωνε, μερικές γυναίκες είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στο νερό και μάχονταν να περισώσουν λίγη σταφίδα, άλλες όρθιες είχαν βγάλει τις μπολίδες τους και συρομαδιούνταν.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο.
Πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι.
Βιαζόμουν να δω τι θα έκανε ο πατέρας μου.
Θα έκλαιγε;
Θα βλαστημούσε;
Θα φώναζε;
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι ακίνητος.
Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
”Πατέρα!”, φώναξα, ”πάει η σταφίδα μας!”
”Εμείς δεν πάμε” μου αποκρίθηκε. ”Σώπα!”.
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη, θαρρώ μου στάθηκε
στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου μεγάλο μάθημα.
Θυμάμαι τον πατέρα μου ήσυχο, ασάλευτο, να στέκεται στο κατώφλι.
Μήτε βλαστημούσε, μήτε παρακαλούσε, μήτε έκλαιγε.
Ασάλευτος κοίταζε τον όλεθρο κι έσωζε, μόνο αυτός, ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Νίκος Καζαντζάκης «Αναφορά στον Γκρέκο»