Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Μαζωμένοι ήσανε πολλοί μπροστά στο Θεό, γιατί ήτανε μέρα κρίσης και έπρεπε να κριθούνε από τον μέγα κριτή.
Σχεδόν όλοι, ήσανε θεοσεβούμενοι, θεοφοβούμενοι, είχανε περάσει ολάκερη τη ζωή τους σε μοναστήρια και σε σπηλιές, μια ζωή ήσανε γονατισμένοι και προσεύχονταν και γενικά κάνανε όλα τα πρεπούμενα για τη σωτηρία της ψυχής τους.
”Πείτε μου ίντα εκάμετε στη ζήση σας για το δίκιο” ερώτηξε ο παντοδύναμος τις μαζωμένες ψυχές.
”Εγώ αγαπούσα το δίκιο, ολημερίς κι ολονυχτίς το θύμιαζα και όλο γιαυτό προσευχόμουνα” απάντησαν με μια φωνή οι λάτρεις του δίκιου.
Έσμιξε τα άγια φρύδια του ο Θεός και ανακοίνωσε την ετυμηγορία του: ”Καλοί άθρώποι ήσασταν, αντέστε στ’ αριστερά μου”.
Όλοι αγλακιστοί τρέξανε στ’ αριστερά του πανάγαθου και πιάσανε στασίδια.
Μόνο ένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
Ένας αναμαλιασμένος, μπαρουτοκαπνισμένος, με μάθια που πετούσανε φωθιές.
”Εσύ γιάντα ξόμεινες; Δεν αγαπούσες το δίκιο;” τον ρώτηξε ο δημιουργός.
Κατάματα εξάνοιξε τον φιλεύσπλαχνο η μπαρουτοκαπνισμένη ψυχή και αποκρίθηκε:
”Ετουλόγου μου Θεέ μου, όχι πως δεν αγαπούσα το δίκιο, μα αυτό δε μου ‘φτανε. Όλη η ζωή μου ήτανε ένα μίσος για το άδικο και ένας πόλεμος εναντίον του. Δε μου ‘φτανε να αγαπώ το δίκιο, δεν ετέλευα το Χρέος μου έτσι. Με το μίσος και τον αγώνα κατά του άδικου, ετέλεψα το Χρέος μου”.
”Εσύ, κόπιασε στα δεξιά μου” είπε ο Θεός στη μπαρουτοκαπνισμένη ψυχή.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, με καταγωγή από τις Γκαγκάλες τςη Μεσαράς