Του Γιώργου Εμμ. Αυγουστινάκη*
Με την ευκαιρία της σημερινής εκδήλωσης στο Τραχήλι Βοριζίων και τα αποκαλυπτήρια των προτομών αγωνιστών για τη λευτεριά της πατρίδας μας, δημοσιεύω το παρακάτω ποίημα για τον Κων/νο Λεράτο, που κατέγραψα στο χωριό Γαλιά, το έτος 1970, από τον 88χρονο, τότε, Αλέξανδρο Φανουράκη (Ντραντραφυλλαλέξη).
Λίγα διευκρινιστικά στοιχεία για το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΡΑΤΟΥ.
Τον καιρό της Τουρκοκρατίας, γύρω στο 1800, ζούσε στις Κούρτες
(χωριό στις νότιες υπώρειες του Ψηλορείτη) ο Δερβίς αγάς, άγριος,
σκληρός, που είχε «καταφρονέψει», κατά την έκφραση του παραπάνω γερο-Κρητικού, πολλές κοπέλλες της περιοχής. Κάποτε, για λόγους αδιευκρίνιστους, σε «ζεύκι» που γινότανε στη Νίδα (οροπέδιο στον Ψηλορείτη) χτύπησε με το σπαθί του στο λαιμό το Φραγκιά ένα σπουδαίο παλικάρι από τα Βορίζα. Ο Φραγκιάς αιμόφυρτος, σε πολύ άσχημη κατάσταση, έφτασε στα Βορίζα, όπου ο γερο-Λεράτος, με εμπειρικές γνώσεις ιατρικής, τον θεράπευσε και επουλώθηκαν οι πληγές του. Όταν το έμαθε ο Δερβίς αγάς, μένεα πνέων, ήρθε στα Βορίζα όπου σκότωσε το γερο-Λεράτο.
Ο γυιος του Λεράτου, ο Κωνσταντής, γενναίο παλικάρι, ορκίστηκε να εκδικηθεί για τον άδικο θάνατο του πατέρα του. Μαζί με το Φραγκιά ανέβηκε στο βουνό και πολεμούσε με κάθε τρόπο τους Τούρκους. Περίμενε και την κατάλληλη ευκαιρία να πάρει την εκδίκηση. Δεν άργησε αυτό να γίνει. Έμαθε πως ο θρασύς και ακόλαστος Δερβίς αγάς θα πήγαινε στα Ανώγεια για να πάρει την εξαιρετικής ομορφιάς κόρη του παπά, τη Φανιά. (η συνέχεια στο ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΕΡΑΤΟΥ).
Τ Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Τ Ο Υ Λ Ε Ρ Α Τ Ο Υ
Μα τα πουλιά φωλεύγουνε εις τα κλαδιά ποκάτω,
αφουκραστείτε να σας πω τσι μπρόβες του Λεράτο.
Τση Μεσαράς τσ’ ασπέχηδες ήτανε φιλεμένος,
μόνο με το Δερβίς αγά ήτανε μαλωμένος.
Μ’ Ανωγειανούς και Σφακιανούς ήταν κουνουστεμένος,
μόνο με το Δερβίς αγά ήτανε μαλωμένος.
Την Παρασκή εμίσεψε κι επήγε στα Βορίζα
και το Σαββατοκύριακο να γύρει όθε ντη ρίζα.
Ένας βοσκός του πάντηξε ‘πό μιαν ελιά ‘ποκάτω
-«Μην πάς Δερβίς αγά ‘πό ‘τα και βλέπει σ’ ο Λεράτος.
-«Πες μου, βοσκέ, να σε χαρώ, αν είν’ αρματωμένος,
μ’ Ανωγειανούς και Σφακιανούς είναι κουνουστεμένος;»
-«Μα το Θεό, Δερβίς αγά, καλά’ναι αρματωμένος,
μ’ Ανωγειανούς και Σφακιανούς είναι κουνουστεμένος».
-«Μα σε ντροπή μου τόχω ‘γώ οπίσω να γιαγύρω,
άχι το καμπεράκι μου και δεν το ξανασμίγω».
Και όταν εκαράβωνε και ήμπαινε στο δάσος,
στου Κουρατόρου εδέχετο πως ‘θελα τον κεράσουν.
Συχνά- συχνά τραγούδαγε στων Αμιρών τσι σκάλες
κοντό να τρέχουν ντούζικες σαν τσ’ εδικές μου μπάλες.
Εις το μασκάλι του Σταυρού εις το χαράκι απάνω,
εκειά τον είχε ο Κωνσταντής και το Φραγκιά βαρδιάνο.
Μα κείνος ‘ποκοιμήθηκε, γιατί ‘ταν κουρασμένος
και έμοιαζε απ’ τη στρατιά σα να ‘ταν ερχομένος.
Τσι πεταλιές του μπεγιργιού ήκουσε ξαφνισμένος,
στο μαύρο πλάι του Σταυρού μπαίνει ξαγριεμένος.
-«Να σε ρωτήσω, αγαδικό, μα να μου πεις δυο λόγια,
ίντά ‘ναι το κισμέτι σου να κατεβείς στ’ Ανώγεια;»
-«Το μουκατά επάχτωσα και πάω να μετρήσω,
να βάλω κι ένα ‘σπράχτορα και πίσω να γυρίσω».
-«Δεν είναι για το μουκατά να μπεις πρωί στα όρη,
μόν’ εξεκίνησες να πας για του παπά την κόρη.
Για τη Φανιά ξεκίνησες και πα’ τη μαγαρίσεις,
μ’ απ’ το λαγκάδι τση Μηλιάς δε θα ξαναπορίσεις.
Ήκουσα ‘γώ ,Δερβίς αγά, πως δε σε πιάνει μπάλα
κι ήθελα να σου στείλω μια εις τη ζερβή κουτάλα».
-«Μην αφουκράσαι, Κωνσταντή, ό,τι σου λέν’ οι φίλοι,
όξω να σου το πω κι εγώ με τα δικά μου χείλη.
Μην αφουκράσαι, Κωνσταντή, τα λόγια των αθρώπω,
ποιο κι άλλο μπάλα δεν περνά σε τούτονε τον τόπο;»
-«Να σε σκοτώσω θέλω ‘γώ μ’ ένα ζευγάρι μπάλες,
που σκότωσες τον κύρη μου κι ήταν σωριά κοκάλες».
Μια μπαλωτιά του σάιντισε, στον κόκαλο του δίδει,
αμέσως τόνε γκρέμισε απ’ το ψαρό μπεγίρι.
Γυρίζει και βροντά του μια στο τσόχινο μεϊτάνι
κι εκείνος ενταβράντισε και μπήκε στο σπηλιάρι.
Ξανασταφνίζει του άλλη μια εις το ζερβό ριζαύτι
κι οι ομυαλοί του πιάσανε μιας μουζουριάς χωράφι.
Απείτις τον εσκότωσε κι ήβαλε τ’ άρματά του,
όφου και ποιος την κάτεχε του Κώστα τη χαρά του!
* Ο Γεώργιος Εμμ. Αυγουστινάκης είναι συνταξιούχος δάσκαλος