Ανατρέχω στο παρελθόν, ανατρέχω στα παιδικά μου χρόνια.
Ήμουν δώδεκα χρονών, καλοκαίρι, κατοικούσα σε μια μοναξιά.
– Τι να σου φέρω γιε μου από το χωριό; μου έλεγε η μητέρα μου.
– Χαρτί.
– Πάλι χαρτί;
Κι έσκυβα πάνω του, όπως σκύβει κανείς πάνω σ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Ο αέρας κουνούσε τη φλόγα του λυχναριού, σκιές σάλευαν στο χαρτί και το αγαπούσα χωρίς να το ‘χω σκεφτεί, αφού σε αυτό μόνο εμπιστευόμουν τα μυστικά μου, σε αυτό,
όχι στη μητέρα μου,
όχι στ’ αδέρφια μου,
όχι σε κανέναν άλλο,
όχι στους φίλους μου,
που δεν ήταν τότε παρά λουλουδάκια, περαστικά σύννεφα, θάμνοι, μικροί σκαραβαίοι και πασχαλίτσες.
Νιώθω μια περίεργη αγάπη για το άσπρο αυτό ριγωμένο χαρτί, που το χέρι μου ακουμπά πάνω του και η ψυχή μου υπαγορεύει.
Σαν να αποθέτω πάνω του ένα μέρος από τον εαυτό μου και προσέχω και αγαπώ το μέρος που τον αποθέτω, όπως αγαπάει κανείς ένα κομμάτι γης που το φυτεύει με δέντρα ή με λουλούδια.
Αγαπώ αυτό το χαρτί σαν ένα κομμάτι γης και περισσότερο από ένα κομμάτι γης γιατί γίνεται ένα με την ψυχή μου.
Γι’ αυτό και αγοράζω πολύ χαρτί μην τυχόν και μου λείψει σε καμιά στιγμή κι αρχίσει το χέρι μου και τρέμει και δεν ξέρω τι να τον κάνω τον εαυτό μου, όπως σήμερα που νιώθω μέσα μου πολύ νερό, πολλές κουβέντες, και το χαρτί
μοιάζει με τη σκαμμένη πέτρα,
μοιάζει με το λίκνο,
μοιάζει με τη λήκυθο,
μοιάζει με τη σπηλιά
που καταφεύγει ένα άγριο ζώο για να γεννήσει, μοιάζει με σπάργανο.
Αυτήν την αγάπη την ένοιωθα αλλά δεν την είχα σκεφτεί κι ακόμη δεν είχα σκεφτεί πως αυτό το χαρτί, στάθηκε η μεγάλη συντροφιά της ζωής μου.
Αντικριζόμουνα μαζί του το πρωί, αντικριζόμουνα τη νύχτα, κάθε μέρα αντικριζόμουνα και κανείς άλλος, ομολογώ, δεν με είδε να χαμογελώ ή να κλαίω κατά τη διάρκεια της συντροφιάς ή της συνεργασίας μας.
Το χέρι μου δεν έμεινε μακριά από το χαρτί.
Κάθε τόσο ακουμπούσε πάνω του.
Κάτι έβρισκε να διορθώσει, να αλλάξει μια λέξη, να προσθέσει μια λέξη.
Μια νύχτα ακόμη, μια μέρα ακόμη, θέλεις να σου εμπιστευτώ κάτι;
Μου φαίνεται πως οι νύχτες μου και οι μέρες μου δεν κόβονται από το χρόνο μου.
Νικηφόρος Βρεττάκος
Σαν σήμερα, το 1991, έφυγε από τη ζωή.
……………………………………………………………
Αποσπάσματα από το βιβλίο ΕΝΩΠΙΟΣ ΕΝΩΠΙΩ
Πηγή: Πρόσωπα