Του Νίκου Ψιλάκη*
Συγκλονίστηκα με την ιστορία του Μανώλη Μπικάκη, ενός Κρητικού από τον Αμύγδαλο Αστερουσίων, που δεν είναι πια στη ζωή. Δεν τον ήξερα, δεν ήξερα τίποτα για τη ζωή και τη δράση του. Κάποιος φίλος μου έστειλε ένα κείμενο από το διαδίκτυο, όπου περιγράφεται η δράση του. Έτσι άρχισε μια μικρή έρευνα γύρω από μια εντυπωσιακή μορφή της κυπριακής τραγωδίας. Επειδή στο αρχικό κείμενο αναφερόταν ότι καταγόταν από την Ασή Γωνιά, αναζήτησα εκεί τους συγγενείς του.
Τελικά τους βρήκα στον κάμπο της Μεσαράς, όπου έχουν μετοικήσει οι κάτοικοι των έρημων σήμερα ποιμενικών οικισμών των Αστερουσίων.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Μπικάκης; Ένας απλός Έλληνας στρατιώτης που τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και ξεκλήρισε έναν ουλαμό αρμάτων μάχης και ένα τμήμα του τουρκικού πεζικού. Βρέθηκε με ελάχιστα πολεμοφόδια μέσα σε έναν απίστευτο καταιγισμό πυρών. Ήξερε καλά πως κανένα βλήμα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Δεν είχε δικαίωμα να αστοχήσει. Και τα κατάφερε! Κατέστρεψε εχθρικά τανκς, γκρέμισε, πυρπόλησε. Ήταν οι μέρες που η Χούντα της Αθήνας είχε προδώσει την Κύπρο μέσα σε ένα απίστευτο μίγμα ανοησίας και έπαρσης. Μετά από μια ραδιοφωνική εκπομπή άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, σαν ταινία κινηματογραφική, η ζωή ενός ανθρώπου που κατάφερε να γλιτώσει μέσα από τα δόντια του Αττίλα, αλλά τον κατάπιε το θηρίο που λέγεται άσφαλτος μια θλιβερή ημέρα του 1994, όταν ο Μανώλης ήταν μόλις 40 χρονών! Με τη βοήθεια των συγγενών του μίλησα με την αγαπημένη του σύντροφο, τη Νίκη (όχι Ελένη όπως γράφεται στο διαδίκτυο). Είναι μια ευγενέστατη Κυρία με πλατύ χαμόγελο, είναι το μικρό κορίτσι που σκεφτόταν ο ήρωας της Κύπρου εκείνες τις δύσκολες ημέρες του 1974. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι το παλικαρόπουλο που 20 χρονών τα έβαλε μόνος του με ολόκληρο τον Αττίλα! Διέλυσε έξι τανκς μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια κρίσιμη στιγμή της κυπριακής ιστορίας, λίγο πριν την ανακωχή.
Τα παιδικά χρόνια
Τούτο το «ρεπορτάζ» γράφεται, λοιπόν, με μεγάλη καθυστέρηση. Δεν ξέρω αν είχε μιλήσει ο Μανώλης ποτέ δημοσίως, αν είχε αναφερθεί στα απίθανα περιστατικά που συνέθεσαν το μωσαϊκό της ζωής του. Ζήτησα από την κυρία Νίκη να ξεδιπλώσει το κουβάρι των δικών της αναμνήσεων, να μεταφέρει τις αφηγήσεις του Μανώλη της, αφού υπήρξε το πιο κοντινό του πρόσωπο. Επίσης, πολλές πληροφορίες οφείλονται στην αδελφή του Κατερίνα, τον ανιψιό του Γιώργη Σπιθάκη, στη θεία του και σε άλλους συγγενείς και φίλους της οικογένειας. Ίσως να ενδιαφέρει πολύ λίγο η προ του 1974 ζωή του Μπικάκη, αφού τα συγκλονιστικά γεγονότα εκείνου του Αυγούστου επισκιάζουν κάθε άλλη περίοδο.
Ωστόσο, η ζωή αυτού του ανθρώπου ήταν μια διαρκής περιπέτεια. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν έφευγε πικραμένος και απελπισμένος από το χωριό του. Ένα παιδικό παιγνίδι ήταν αιτία. Δυο ξαδελφάκια περιεργάζονταν ένα όπλο. Τοβρήκαν στα βουνά, στη μάντρα της οικογένειας. Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Το παιδί που βρέθηκε απέναντι από την κάνη διαλύθηκε κυριολεκτικά.
Η Κατίνα, η αδελφή του Μανώλη, είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα εκπληκτικό κείμενό της, ένα γράμμα οκτώ σελίδων τετραδίου.
Εξιστορεί τα γεγονότα με τον ατόφιο λαϊκό λόγο που γίνεται συγκλονιστικός στην απλότητά του. Γράφει η Κατίνα:
«Το 1966 διακοπές του Πάσχα, ο αδελφός μου, 11 χρονών, και τα δυο παιδιά του θείου μου, έξι το μικρό και οκτώ το άλλο, πήγαν στη μάντρα όπου είχαμε τα πρόβατα. Εκεί ήταν η μάνα τους και έφτιαχνε το γάλα. Βρήκαν ένα όπλο στη μάντρα, το περιεργαζότανε, πήρε φωτιά αυτό και σκοτώθηκε το 6 χρονών Αντωνιό. Δεν περιγράφεται τι έγινε αφού εβρέθηκε το όπλο στο χέρι του Μανώλη».
Θρήνος στον Αμύγδαλο. Ο Μανώλης δεν επιστρέφει στο χωριό. Πώς μπορεί να σκεφτεί ένα 11χρονο παιδί ότι η ουσιαστική ευθύνη ανήκε όχι στα παιδιά, ανήκε σε άλλους, ίσως σε ένα κακό παιγνίδι της τύχης; Λίγες μέρες μετά φεύγει και από το χωριό. Από τη στεναχώρια αρρωσταίνει. Νιώθει σαν χαμένος σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να του παράσχει ουσιαστική στήριξη. Η Κατίνα δεν τολμά να περιγράψει το σκηνικό. Με συγκινεί καθώς διαβάζω το γράμμα της: «Αν θέλεις να γράψεις ένα βιβλίο, έλα να με βρεις να σου διηγηθώ ιστορίες που ούτε στα παραμύθια δεν τις έχεις ακούσει…»
Ναι, κυρία Κατίνα, γιατί και οι ζωές μας μοιάζουν με παραμύθια. Και περισσότερο η ζωή του Μανώλη. Συνεχίζει η Κατίνα: «Έχει ο πατέρας μου ένα αδελφό στους Στόλους (χωριό της Μεσαράς), εκεί τον πήρε και ετελείωσε το Δημοτικό. Πήγαινε στο σχολείο όταν δεν ήταν άρρωστος, δηλαδή αρά και πού».
Η περιπέτεια δεν τελειώνει. Πηγαίνει σε άλλον συγγενή, στον Άγιο Θωμά. Ζωή χωρίς λύτρωση για ένα παιδί που δεν υπήρξε ουσιαστικός θύτης αλλά άτυχο θύμα μιας κακιάς στιγμής. Έτσι κυλούν οι μήνες και το παιδί μεγαλώνει χωρίς τη μητρική στοργή…
Κατίνα: «…Μετά αγοράσαμε ένα σπίτι στο Ασήμι, πήγε η αδελφή μου και του έκανε παρέα… άρχισε να μαθαίνει επιπλοποιός.
Πήγαινε η μητέρα μας να το δει. Όταν έφευγε εκείνη την ακολουθούσε δυο και τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Η μάνα φοβόταν, του έλεγε:
– Γύρισε, παιδί μου, πίσω γιατί είσαι μοναχός και μακριά και δεν κάνει να είσαι μόνος…
Και της έλεγε:
- Άσε με ακόμη λίγο…
- Δεν είχε χορτάσει την αγκαλιά της μάνας. Δεν πήγε στο γάμο της Κατίνας ο Μανώλης. Δεν ξαναπήγε στο χωριό, όπου όλα του θύμιζαν εκείνη τη φρικτή κατάληξη ενός παιγνιδιού. Άλλωστε, όλα τα παιδιά παίζουν με τα όπλα. Συνήθως, όμως, τα όπλα είναι ψεύτικα. Για πρώτη φορά ξαναγύρισε στον Αμύγδαλο μετά την απόλυσή του από το στρατό. Αλλά τότε δεν ήταν το Μανωλιό του 1966. Ήταν ο ήρωας της Κύπρου!
Μόνος εναντίων όλων!
Προσπαθώ να ανασυνθέσω την εποχή του χαμού, τις πικρές ημέρες του Ελληνισμού, βασιζόμενος κυρίως στις πληροφορίες που πρόθυμα (και πρόσχαρα) μου έδωσε η Νίκη, στις μνήμες των στενών συγγενών του και στις τοπογραφικές και ιστορικές πληροφορίες που έλαβα από τον καλό μου φίλο, τον ιστορικό ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα (επιστημονικό συνεργάτη στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Μονής Κύκκου).
Μια μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, Αύγουστος μήνας. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι μόλις 20 χρονών (είχε γεννηθεί το 1954), παλικάρι γεροδεμένο. Υπηρετούσε στις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν ένας από τους καταδρομείς εκείνους που είχαν μεταφερθεί από τα Χανιά στην Κύπρο για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς του Αττίλα. Κανείς δεν ήξερε πού θα πήγαιναν όταν επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο. Τους είπαν απλά ότι επρόκειτο να πάνε στη Ρόδο. Η μετάβαση στην Κύπρο και η περιπέτεια της προσγείωσης των ελληνικών πολεμικών αεροπλάνων συνιστούν λεπτομέρειες που δεν χωρούν σε αυτό το κείμενο, έχουν άλλωστε γραφτεί πολλές φορές. Στην Κρήτη η οικογένειά του δεν ήξερε τίποτα. Όταν άκουσαν όμως για αλεξιπτωτιστές που έφυγαν από τα Χανιά, οι συγγενείς πάγωσαν. Ήξεραν ότι ο Μανώλης θα ήταν ένας απ’ αυτούς. «Τηλεφωνώ στη μονάδα του, λέει τώρα η Κατίνα, δεν απαντούσε κανείς. Μετά από πεντέξι μέρες μου είπαν πως δεν μπορούν να μιλήσουν και πως είναι καλά… Έλιωνα χωρίς να ξέρω τι γινόταν όσο περνούσαν οι μέρες. Ξαναπαίρνω μια μέρα τηλέφωνο και τους ζητώ ευθέως να μου πουν αν είναι σκοτωμένος, αιχμάλωτος, αν είναι ζωντανός. Και μου λέγανε πάντα: δεν ξέρομε, δεν μπορούμε, όταν είναι κάτι θα ειδοποιήσουν τον πατέρα του…»
Εκείνη τη μέρα του Αυγούστου, λοιπόν, ο Μανώλης βρέθηκε στη Λευκωσία, κοντά στη Σχολή Γρηγορίου, σε θέση άμυνας. Από την προπροηγούμενη μέρα είχε αρχίσει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Η επέλαση των εισβολέων η προσπάθεια κατάληψης της Αμμοχώστου, ο εγκλωβισμός των χωριών προς την περιοχή της Καρπασίας. Οι μάχες γύρω από τη Λευκωσία είναι σκληρές. Οι
Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, να στραγγαλίσουν την Πρωτεύουσα, να την αποκλείσουν από μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας. Σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν,μπορούμε να κατανοήσομε τους λόγους. Το ίδιο βράδυ επρόκειτο να υπογραφεί ανακωχή.
Ο Μανώλης βρέθηκε με ένα συνάδελφό του στη γραμμή του πυρός. Είχε διασπαστεί η μοίρα και είχαν απλωθεί οι άνδρες για να αποκρούσουν καλύτερα τις εχθρικές επιθέσεις. Μέσα στη βροχή απόσφαίρες, στις συνεχείς εκρήξεις και στα πυρά του εχθρού οι δυο σύντροφοι χάνονται μεταξύ τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά κατανοητοί. Λίγο να μετακινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, λίγο να άλλαξαν θέσεις… Άλλωστε οι Τούρκοι είχαν την αεροπορική υπεροπλία. Μαχητικά και βομβαρδιστικά πετούσαν διαρκώς προς κάθεκατεύθυνση. Αληθινή κόλαση ο τόπος που σήμερα περιγράφεται απλά ως «νεκρή ζώνη». Το εικοσάχρονο παλικάρι από την Κρήτη έχει ένα αντιαρματικό όπλο ΠΑΟ στον ώμο του και μόλις οκτώ βλήματα στη διάθεσή του. Όπως είπαμε, ο άλλος στρατιώτης, Μπινιχάκης το όνομά του, είχε χαθεί. Τον φώναξε μερικές φορές ο Μανώλης αλλά απόκριση δεν πήρε. Ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο να ακούσει κανείς ανθρώπινη φωνή μέσα σε εκκωφαντικούς ήχους και πυροβολισμούς. Συγκλονίστηκε ο Μανώλης. Μπροστά στις μπούκες των αρμάτων σκεφτόταν αυτό το άτυχο παιδί, το σύντροφό του, που πίστευε ότιχτυπήθηκε από βόλι εχθρικό. Αψήφησε τον καταιγισμό και άρχισε να ψάχνει για το άψυχο κουφάρι του. Δεν έβρισκε τίποτα. Ωστόσο, ένας ουλαμός αρμάτων προχωρούσε προς το μέρος του. Βρίσκονταν μόλις 300 μέτρα μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου να χαθεί κι ό ίδιος. Έρποντας κινήθηκε προς το όπλο και τα οκτώ βόλια που είχε στη διάθεσή του. Πήρε ένα, όπλισε.
«Βρισκόταν μέσα σε κάτι χαρακώματα ο Μανώλης, όταν είδε τα άρματα μάχης να κατευθύνονται προς το μέρος του», λέει η Νίκη.
«Χωρίς να χάσει καιρό σημαδεύει το πρώτο και το πετυχαίνει»…
Ήταν ένα θηρίο Μ48, αμερικάνικης κατασκευής. Από τα πιο βαριά που χρησιμοποιήθηκαν στην εισβολή. Η βολή του παλικαριού από τα Αστερούσια κάνει συντρίμμια το αμερικάνικο θηρίο.
Αυτή ήταν η αρχή. Ο εικοσάχρονος πολεμιστής βρίσκεται πια ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Προσπαθούν όλοι να τον πετύχουν. Εκείνος, λες κι είναι μεθυσμένος (θυμάστε το «αθάνατο κρασί του 21» που έγραφε ο μεγάλος Παλαμάς;) Δεν υπολογίζει το θάνατο. Έπρεπε να υπερασπιστεί ένα λόφο και να μην αφήσει τους Τούρκους να περάσουν. Η περιοχή βρίσκεται κοντά στο σημερινό κόμβο «Κολοκασίδης», σε ένα στρατηγικό σημείο για τον έλεγχο της πόλης. Πολύ κοντά ήταν ο δρόμος προς Μόρφου και Γερόλακκο και περνούσε δίπλα από τη σχολή Γρηγορίου. Κι εκεί στο Γερόλακκο ήταν η βάση της ΕΛΔΥΚ, της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου.
Μόνος ο στρατιώτης Μπικάκης απέναντι σε ολόκληρο στρατό. Λέγεται πως απέναντί του βρίσκονταν έξι ή οκτώ άρματα μάχης που καθάριζαν το έδαφος και ακολουθούσε το τουρκικό πεζικό, ένα ολόκληρο τάγμα. Σέρνεται στο χώμα για να μη γίνει αντιληπτός. Είχε αρχίσει να πλησιάζει το δεύτερο άρμα. Στέκεται παλικαρίσια απέναντί του, το σημαδεύει, πυροβολεί. Εύστοχη και τούτη η βολή. Το θηρίο Μ48 γίνεται συντρίμμια και τα καύσιμά του αρπάζουν φωτιά. Του μένουν πια μόνο έξι βλήματα. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και, κυρίως, να είναι απόλυτα εύστοχος. Σημαδεύει το τρίτο τανκ. Πάει κι αυτό! Ο Μανώλης μετακινείται από τη μια θέση στην άλλη. Κουβαλά το όπλο, μεταφέρει τις βολίδες, γλιστρά ανάμεσα στις σφαίρες, αιφνιδιάζει τους απέναντι.
Δυο άλλα άρματα μάχης, αυτά που ακολουθούσαν, αλλάζουν κατεύθυνση. Κανείς δεν έμαθε αν τα πληρώματά τους φοβήθηκαν ή ανπροσπάθησαν να μετακινηθούν για να αντιμετωπίσουν τον απρόσμενο αντίπαλο. Η Νίκη δεν είναι σίγουρη για τις λεπτομέρειες, ούτε για την ακριβή διαδοχή των γεγονότων. Ο Μανώλης απέφευγε να μιλά πολύ γι’ αυτά, τα θεωρούσε όλα πολύ φυσιολογικά, πίστευε απλά ότι «έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει». Είναι, όμως, σίγουρη ότι κατέστρεψε και το επόμενο άρμα, αυτό που ακολουθούσε, δηλαδή το έκτο. Ένα άλλο άρμα ξεμυτίζει από το κτήριο του σχολείου, όπου κρυβόταν. Μόλις εμφανίστηκε το βάζει ο Μανώλης στο στόχαστρο. Αλάθητος σκοπευτής ο Μπικάκης. Φωτιές ξεπετάγονται μέσα από τα διαλυμένα σιδερικά.
Οι βολίδες τέλειωναν πια. Έμεναν μόλις τρεις. Έμενε κι ένα τανκ. Οι μαρτυρίες από δω και μετά είναι μπερδεμένες. Κρίμα που δεν ζει ο ίδιος να τις ξεκαθαρίσει και να δώσει την εικόνα ενός ήρωα, ενός παλικαριού που περιφρόνησε τον θάνατο. Τελοσπάντων, ο Μανώλης κατάφερε να εγκλωβίσει στο στόχαστρό του και το έκτο άρμα μάχης. Το επίσημο χαρτί που του έδωσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κάνει λόγο για τέσσερα. Λίγη σημασία έχει, αλήθεια, αν κατέστρεψε τέσσερα ή έξι άρματα μάχης συνολικά. Αλλά, το χαρτί αυτό υπογράφηκε λίγες ημέρες μετά, τον Σεπτέμβρη. Ήταν δύσκολο να γίνει ακριβής αποτίμηση.
Το τουρκικό τάγμα διασκορπίστηκε. Βρήκαν ένα κτήριο και κατέφυγαν εκεί με τη βοήθεια της αεροπορίας. Όσο για τον Μπικάκη…αυτός ήταν πραγματικά άφαντος. Ήξερε να κρύβεται, να μετακινείται, να μη δίνει στόχο. Όπως έλεγε μετά, πίστευε ότι είχε ξεγελάσει τους Τούρκους που δεν ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν, δεν ήξεραν πόσος στρατός, πόσοι βαρεοπλίτες κρύβονταν στο λόφο. Και ξαφνιάστηκαν γιατί ήξεραν ότι η περιοχή είχε θεωρηθεί προσπελάσιμη μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της αεροπορίας τους.
Μετακινούμενος διαρκώς ο Μανώλης με το βαρύ όπλο ΠΑΟ (Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) στον ώμο και με μόνο δυο βολίδες στη διάθεσή του, βλέπει τους άνδρες του πεζικού να καταφεύγουν στο κτήριο. Οι δυο βολίδες αρκούσαν να τους πετσοκόψει. Δεν του έμενε πια τίποτα. Ήταν ολομόναχος, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ελπίδα.
«Μου έλεγε ότι πίστευε στη σωτηρία του», θυμάται η Νίκη. «Προσπάθησε να κρυφτεί. Πέρασαν κάμποσες μέρες, νομίζω τέσσερις ή πέντε, και οι άλλοι στρατιώτες, οι σύντροφοί του, νόμιζαν πως ήταν σκοτωμένος. Ο Μανώλης ήξερε να επιβιώνει σε πολύ αντίξοες συνθήκες, άλλωστε ήταν τέτοια η εκπαίδευσή του. Πολλές φορές μου έλεγε ότι δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του, ούτε φαγητό, ούτε
νερό…» Χωρίς νερό, λοιπόν. Και ήταν Αύγουστος μήνας. Στο θερμό κλίμα της Κύπρου. Όταν η περιπέτειά του έφτασε στο τέλος της ο μικρός ήρωας ήταν εξαντλημένος… «Μόλις είδε τους συντρόφους του ζήτησε φαΐ και νερό…»
Η Νίκη
Επιστρέφοντας από την Κύπρο ο ήρωας του 1974 πήγε στην Αγιά Φωτιά της Μεσαράς κι από κει στην Αθήνα. Τη Νίκη την ήξερε από πριν αλλά εκείνη ήταν κοριτσάκι ακόμη, κόρη μαραγκού που είχε τύχει να συναντήσει τον Μανώλη και να τον συμπαθήσει. Έρωτας μετά τη μάχη. Η άλλη πλευρά της ζωής. Ή, μάλλον, η ίδια η ζωή που δείχνει πότε το σκληρό πρόσωπό της και πότε καλοσυνεύει και χαμογελά. Κλέβει ο Μανώλης τη Νίκη, έτσι όπως έκαναν στην Κρήτη του παλιού καιρού και τη φέρνει στην Κρήτη. Η οικογένεια της κοπελιάς δεν αντιδρά, τον καλοδέχεται. Ο γάμος έγινε στην Κρήτη. Από τότε οι δρόμοι τους δεν χώρισαν πια. Ως τον Οκτώβριο του 1994. Εκείνος δούλευε στην Τρίπολη εκείνη την εποχή. Ένα Σάββατο ξεκίνησε για να τη συναντήσει. Δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Ένα μεγάλο φορτηγό, μια νταλίκα… Τροχαίο. Έτσι γιατί μια λέξη μπορεί να κλείσει το βιβλίο μιας ολόκληρης ζωής. Τροχαίο! Ο Μανώλης άφησε πίσω του δυο παιδιά. Αν ζούσε σήμερα, στα 56 του, θα ήταν παππούς. Και θα μπορούσε να λέει στα εγγόνια του παραμύθια, σαν εκείνα που άκουγε στα Αστερούσια όταν ήταν κι εκείνος παιδί. Πιθανόν, όμως, να μην τους έλεγε ποτέ, ή να μην τους έλεγε συχνά, τη δική του ιστορία που μοιάζει σαν συναρπαστικό παραμύθι. Έτσι γιατί πίστευε ότι έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει. Είναι λόγια δικά του. Και η Νίκη του δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. Σκέφτεται, όμως, πόσο δύσκολη ήταν η ζωή και
πόσο σκληρή απέναντί του: «Αν ζούσε θα χαιρόταν τώρα το εγγονάκι μας», λέει.
Αν ο Μανώλης
Η περιοχή στην οποία πολέμησε ο Μπικάκης υπήρξε κρίσιμη για την τελική έκβαση της εισβολής. Σήμερα καλύπτεται από τη «νεκρή ζώνη». Η σκόνη του χρόνου καλύπτει τα βήματα των ανθρώπων, μια περιοχή χωρίς ζωή. Και του Μανώλη τα βήματα από τη σκόνη του χρόνου καλύπτονται. Οι συμπολεμιστές και οι συγγενείς του λένε με καμάρι ότι με τα χέρια, το μάτι, το μυαλό και την παλικαριά του σταμάτησε την τουρκική επέλαση. Αυτός ο ένας! Η αλήθεια είναι ότι δόθηκαν στην περιοχή του Αγίου Δομετίου σκληρές μάχες ανάμεσα στην ΕΛΔΥΚ και τους εισβολείς. Ακολούθησαν οδομαχίες σκληρές και άγριες. Μια από τις πιο σημαντικές άμυνες ήταν αυτή του Μανώλη. Αν κατάφερναν να περνούσαν οι Τούρκοι εκείνη τη μέρα θα ήταν αλλιώς η Κύπρος σήμερα. Η Πρωτεύουσα, η Λευκωσία, θα ήταν κλεισμένη ασφυκτικά. Ο κυκλικός κόμβος Κολοκασίδη που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, στο προάστειο Άγιος Δομέτιος, οδηγούσε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αυτό το αεροδρόμιο που από τότε παραμένει φάντασμα. Νεκρό κι εκείνο. Όπως και η «Σχολή Γρηγορίου», ένα εκπαιδευτήριο που από τότε παραμένει με τα σημάδια των εκρήξεων και των βολίδων μέσα στη νεκρή ζώνη. Το τάγμα του πεζικού που είχε ξεπαστρέψει ο Μπικάκης είχε καταφύγει στη σχολή. Το ισόγειο και έναν από τους ορόφους της είχε σημαδέψει με τις δυο τελευταίες βολίδες του ο Κρητικός. Ποταμοί αιμάτων, κραυγές και δάκρυα στοίχειωσαν σε ένα κτήριο που είχε ως προορισμό του την παιδεία…
Για να επανέλθουμε: κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί στη Λευκωσία αν ο Μπικάκης δεν ήταν τόσο τολμηρός και τόσο εύστοχος. Μένομε, λοιπόν, σ’ αυτή την εκτίμηση που λέει ότι οι Τούρκοι θα έλεγχαν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της Λευκωσίας και ότι η ζωή στην διχοτομημένη πόλη θα ήταν πιο μαρτυρική, σχεδόν αβίωτη.
Η κατάληψη της περιοχής θα σήμαινε τον εγκλωβισμό της πόλης και από τα δυτικά, με μόνο πλέον άνοιγμά της το νότιο.
Σαν ήρωας από τα παλιά
Το αρχικό (καλογραμμένο και λεπτομερές) κείμενο για τον Μανώλη Μπικάκη δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από τον «Σύλλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα οικογενειών αγνοουμένων και πεσόντων κυπριακής τραγωδίας 1974». Στάθηκε πλοηγός για τη έρευνά μου. Ύστερα από μια σύντομη ραδιοφωνική εκπομπή διαπίστωσα ότι την ιστορία του την ξέρουν πολλοί, οι συγγενείς, οι φίλοι, οι κοντοχωριανοί, οι συμπολεμιστές του (που τον τιμούν και τον σέβονται). Την ξέρουν και όσοι Έλληνες υπηρέτησαν έκτοτε στην Κύπρο. Τη λένε με θαυμασμό, όσο κι αν ξέρουν αποσπασματικά κάποια από τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Μίλησα με πάνω από δεκαπέντε ανθρώπους. Στα μάτια τους ο Μπικάκης δεν είναι ένας κοινός θνητός αλλά ένας υπερφυσικός άνθρωπος που ζωντανεύει όλες εκείνες τις παλιές ιστορίες, όσες ακούγονται στην Κρήτη από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Να, σαν τον άλλο μεθυσμένο με το κρασί της Λευτεριάς, τον Ξωπατέρα. Ένα δημοτικό τραγούδι περιγράφει τη μάχη του λέγοντας ότι οι σφαίρες περνούσαν δίπλα από το κορμί του σαν μύγες, χωρίς να τον πετυχαίνουν.
Έτσι κι ο Μπικάκης. Καμιά σφαίρα δεν τον βρήκε. Και όπως λέει ο άγνωστός μου συγγραφέας του διαδικτύου, ο ίδιος ενσαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπου απέναντι στη μηχανή.
Αλήθεια, θυμήθηκε να τιμήσει κανείς αυτόν τον ήρωα;
Πηγή: xalkiadakis.gr