Της Μαρίας Μαυρουδή*
Τα παιδιά που αντιμετωπίζουν ειδικές μαθησιακές δυσκολίες έχουν νοημοσύνη περίπου μέσου όρου και πάνω, αλλά αντιμετωπίζουν μια ειδική δυσκολία σε κάποιο συγκεκριμένο νοητικό τομέα.
Τη δυσκολία αυτή μπορεί κατάλληλα να τη διαγνώσει ένας ειδικός σχολικός ψυχολόγος. Οι μαθησιακές δυσκολίες δεν έχουν σχέση ούτε ταυτίζονται με τη νοημοσύνη ενός παιδιού. Αντίθετα, οφείλονται σε μια διαφορετική λειτουργία του εγκεφάλου, η οποία επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη λήψη και την επεξεργασία μιας πληροφορίας. Τα παιδιά που παρουσιάζουν τέτοιες ιδιαιτερότητες έχουν την ικανότητα να βλέπουν, να ακούν και να αντιλαμβάνονται τις πληροφορίες με διαφορετικό τρόπο.
Οι πρώτες ενδείξεις των μαθησιακών δυσκολιών γίνονται ορατές προς το τέλος της Α΄ με αρχή της Β΄ Δημοτικού Τη χρονική αυτή περίοδο ένα παιδί μπορεί να:
- εμφανίσει δυσκολία με την εκμάθηση της Ανάγνωσης και της Γραφής,
- προσθέτει ή αφαιρεί γράμματα σε λέξεις ή να παραλείπει ολόκληρες λέξεις
- δυσκολεύεται αρκετά να διαβάζει ή να γράφει,
- έχει προβλήματα στο να μάθει να λέει την ώρα,
- γράφει πολύ αργά και δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τις εργασίες του μαζί με τα άλλα παιδάκια στην τάξη.
Τις περισσότερες φορές που οι γονείς ανακαλύπτουν ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την ανάπτυξη του παιδιού τους, νιώθουν άβολα, αμήχανα και κυριεύονται από ενοχές θεωρώντας υπεύθυνο τον εαυτό τους για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους. Δεν υπάρχει λόγος να συμβαίνει αυτό. Αντιθέτως οι γονείς θα πρέπει να αποδεχτούν τη μαθησιακή δυσκολία που έχουν τα παιδιά τους και να συνεργαστούν με τους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν τα παιδιά τους για την καλύτερη αντιμετώπισή της.
* Η Μαρία Μαυρουδή είναι Δασκάλα Ειδικής Αγωγής και Υποδιευθύντρια στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Μοιρών