Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Μπορεί οι νεώτεροι να μην πρόλαβαν τους παλιούς γέροντες βρακοφόρους, αραχτούς στα καφενεία στα χωριά ή στις πόλεις της Κρήτης, όπως εμείς οι παλαιότεροι, όμως αξίζει τον κόπο να πούμε δυο λόγια για αυτούς, μια και όλοι τους είχαν μια ιδιαιτερότητα και πολλά κοινά γνωρίσματα μεταξύ τους.
Οι παλιοί μας Κρήτες βρακοφόροι που πέρασαν με τα χρόνια γενιές και γενιές, ήταν μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, όπου δεν αισθανόταν ποτέ ντροπή για τη φορεσιά τους, αντίθετα περπατούσαν καμαρωτά, και πάντα ένοιωθες ότι ήταν σκεπτικοί, σοβαροί, και σπάνια γελούσαν. Γενικά ήταν αγέρωχοι και εντυπωσιακοί, και ο κόσμος τους καμάρωνε. Πολύ δε περισσότερο όταν ο βρακοφόρος ήταν νέος καβαλάρης στο άλογό του, όμορφος και ψηλός ντελικανής, «κοπελιάρης» όπως έλεγαν κάποτε τον όμορφο νέο! Ακόμα περισσότερο ο νέος αυτός να χορεύει πεντοζάλη και να σέρνει πρώτος το χορό!
Οι παλιοί πάντως βρακοφόροι της Κρήτης, ήταν κατά πλειοψηφία έντιμοι άνθρωποι με ευθύνη, ανθρωπιά τιμιότητα και σοφία, είδος που σχεδόν σπανίζει σήμερα.
Η ψυχολογία βέβαια των βρακοφόρων και σε πολλά άλλα πράγματα ήταν κοινή. Τους διέκρινε όλους μια σοβαρότητα, ένας σκεπτικισμός, και η βασική τους τακτική ήταν μια διαρκής ευθύνη στο να τιμούν τα ρούχα που φορούσαν. Μπορούσαν να διασκεδάζουν κανονικά, να πίνουν να χορεύουν, αλλά ποτέ δεν έκαναν άσχημες και άσεμνες χειρονομίες, ποτέ δεν λέγανε βρομόλογα, και γενικά ποτέ δεν σκεπτόταν και δεν ενεργούσαν χυδαία. Έναν βρακοφόρο τον διέκρινε μέχρι τέλους η παλικαριά και η αντρειοσύνη. Εθεωρείτο αρχοντιλίκι για κάποιον που φορούσε σαλβάρια, δηλαδή μια ακριβή κρητική φορεσιά, και πολλές φορές τον προσφωνούσαν και «καπετάνιο» ή «άρχοντα»!
Οι περισσότεροι κάποτε βρακοφόροι, είχαν ένα όνομα που πολλές φορές η φήμη τους ξεπερνούσε την περιοχή τους, διότι ήταν άνθρωποι με σπουδαία προσωπικότητα στον τόπο τους, και σπουδαία αναγνωσιμότητα.
Η εικόνα του βρακοφόρου που κάθεται σε μια καρέκλα στο καφενείο και πίνει τον καφέ του «βαρύ γλυκό στο χονδρό» σκέτο ή μέτριο, ή ακόμα να κρατά τον ναργιλέ του να ρουφάει πότε – πότε, και σε κάθε ρουφηξιά να ιστορεί μνήμες από το παρελθόν του, ήταν εικόνες πολύ συχνές μέχρι τα τελευταία χρόνια της περασμένης εκατονταετίας!
Ο γεροντόπρινος βρακοφόρος Κρητίκαρος που περπατά στον δρόμο καμαρωτός, ακόμα και πολύ γερασμένος με τη κατσούνα του σκυφτός με αργό βήμα, είναι εικόνες χαραγμένες στην μνήμη μας!
Οι βρακοφόροι φορούσαν είτε τα καθημερινά τους είτε στις επίσημες στιγμές τα γιορτινά τους, και η βράκα σε άλλους ήταν κοντή, και σε άλλους τόσο μακριά που σχεδόν σερνόταν μέχρι το πάτωμα!
Οι περισσότεροι βρακοφόροι από τους τελευταίους που εξέπνευσαν με το τέλος του περασμένου αιώνα, υπήρξαν και οι ίδιοι πολεμιστές, και γνώριζαν πως οι πατεράδες τους και οι παππούδες τους, και εκείνοι τίμησαν την κρητική φορεσιά σε διαφόρους πολέμους κατά καιρούς. Οι Τούρκοι της Κρήτης φορούσαν και εκείνοι αντίστοιχη στολή, και επειδή πηγαινοέρχονταν στην Τουρκία, έμαθαν και στα νησιά μας, πολλοί γέροντες να φοράνε νησιώτικες στολές, παρόμοιες με τις κρητικές, αλλά με απλό μαύρο ύφασμα. Οι τούρκοι τον ράφτη της βράκας τον έλεγαν «Τερζή», και έτσι ήταν γνωστός και στην Κρήτη.
Η κρητική βράκα ήταν άλλη τον χειμώνα και άλλη το καλοκαίρι, όπως και άλλη για τις επίσημες στιγμές ή σκόλες, και άλλη για τις καθημερινές ή την εργασία τους.
Όλοι οι βρακοφόροι ήταν φανατικοί υποστηριχτές της κρητικής ενδυμασίας, και σε όλη τους τη ζωή μέχρι την τελευταία στιγμή την φορούσαν επάνω τους. Όλοι σχεδόν οι βρακοφόροι ήθελαν να τους θάψουν μαζί με τη στολή τους στον τάφο, δεν ήθελαν ούτε στον θάνατο να την αποχωριστούν, αν και δεν έλειωνε εύκολα η βράκα, λόγω της καλής ποιότητας υφάσματος, με τεράστια αντοχής στο χρόνο.
Τα παιδιά βέβαια πάντα είχαν μια απορία τι είχε μέσα η βράκα τους και φούσκωνε τόσο από τη πίσω πλευρά, και δεν ήταν λίγες οι φορές, που αν κάποιος γέρος βρακοφόρος ήταν καλόβολος και πράος, τον ακολουθούσαν από πίσω τα παιδιά, και προσπαθούσαν να του πιάσουν τη βράκα! Μιαν απορία πάντως την είχε και πολύς κόσμος, στο τι φορούσαν από μέσα από τη βράκα, αν φορούσαν σώβρακο ή όχι, και πως τα κατάφερναν να την λύνουν κάθε φορά που πήγαιναν για την ανάγκη τους!
Η στολή του βρακοφόρου στη Μεσαρά
Τη κρητική ανδρική φορεσιά στη Μεσαρά, αλλά γενικά στη Κρήτη, αποτελούνταν κυρίως από πέντε έξη βασικά κομμάτια, αρχίζοντας από κάτω προς τα επάνω, που ήταν τα στιβάνια, οι κάλτσες ή τσαρούχια, η απέξω βράκα, η από μέσα βράκα , οι δυο βρακοζώνες, το πουκάμισο, το μεϊντάνι με τα μανίκια απέξω από το γιλέκο. Επίσης ήταν το καποτάκι και στο κεφάλι φορούσαν το κρητικό μαντίλι φέσι ή σαρίκι.
Η Βράκα και το μεσοβράκι
Η βράκα ήταν συνήθως διπλή, η απέξω βράκα με 10 πήχες τσόχινο ύφασμα, και η από μέσα βράκα ή μεσοβράκι ή απομεσσοβράκι με 10 με 12 πήχες άσπρο λινό ύφασμα. Το απομεσσοβράκι είχε και αυτό πολλές δίπλες για να φαίνεται φουσκωμένο, και στο περπάτημα πήγαινε δεξιά αριστερά
Στην περίπτωση που κάποιος δεν φορούσε απομεσσοβράκι από μέσα από τη βράκα, τότε ή έπρεπε να φοράει κάποια σκελέα, ή έπρεπε να έχει μέσα ένα μαξιλαράκι για να φουσκώνει προς τα πίσω, το οποίο βέβαια βοηθούσε και στο να κάθεται κάπου ο βρακοφόρος. Η βράκα στένευε κάτω και έφτανε συνήθως δυο δάχτυλα κάτω από το γόνατο. Επάνω το απομεσσοβράκι δίπλωνε και πέρναγε ένα πλακέ βαστάι, δηλαδή κορδόνι, όπως περίπου το φυτίλι μιας λάμπας πετρελαίου . Το κορδόνι αυτό της βράκας ήταν δυο μέτρα, και αφού περνούσε μια στροφή από τη θηλιά, δενόταν μπροστά με κόμπο, και μετά ότι περίσσευε έδενε και πίσω αφού στερέωνε ξανά και το ύφασμα που περίσσευε και κρεμόταν έξω από το βαστάι. Οι παλιοί με τη λέξη «σ(χ)αλβάρι» ή σαλβάρι, λέξη τούρκικη, εννοούσαν συνήθως την επίσημη σκολινή ή γαμπριάτικη βράκα που ήταν τσόχινη, και είχαν συνήθως μία ο κάθε βρακοφόρος, ενώ η απλή βράκα που ήταν η καθημερινή τους από μαύρο απλό πανί, κάθε βρακοφόρος είχε δυο τρείς παρόμοιες.
Όταν ο βρακοφόρος ήθελε να κάτσει κάπου, άρχιζε να τη μαζώνει, και έκανε ένα ολόκληρο μαξιλαράκι από κάτω!
Δεν ήταν εύκολο να πλυθούν όμως οι κρητικές βράκες, και για αυτό οι νοικοκυρές της εποχής σπάνια τις έπλεναν στην μπουγάδα με τον γνωστό τρόπο που έπλεναν και τα υπόλοιπα ρούχα! Όμως για να καθαρίσουν οι βράκες με τις πολλές πτυχές τους, έκαναν το εξής:
Έβραζαν νερό στο καζάνι ή στο μπουγαδοτσίκαλο, και έριχναν μέσα ρίζες τσουένι, που ήταν ρίζες ενός φυτού που ερχόταν από το εξωτερικό. Όλοι οι μπακάληδες πουλούσαν τότε τέτοιες ρίζες τσουένι, που είχαν καφέ χρώμα, και ο νοικοκυρές τις έβαζαν στο νερό που βράζει. Εκεί λοιπόν στο βραστό νερό, βουτούσαν τις βράκες μερικές φορές, και στο τέλος τις ξέπλεναν. Οι ρίζες αυτές είχαν καθαρτικές ιδιότητες, και καθάριζαν πράγματι το τσόχινο ύφασμα.
Η βρακοζώνη
Απέξω πάλι από την εξωτερική βράκα, υπήρχε άλλη βρακοζώνη κόκκινη ή βυσσινί, με μεταξωτή κλωστή περίπου έξη με οχτώ μέτρα μάκρος και είκοσι με πενήντα εκατοστά πλάτος, με μακριά κρόσσια στα άκρα. Σαν τύλιγε η βρακοζώνη στη μέση γύρω – γύρω, κρέμονταν μπροστά δεξιά και αριστερά τα κρόσσια, και προσέδιδαν γοητεία και ομορφιά στη στολή.
Μέσα στη ζώνη αυτή μπήγεται το μαχαίρι και κρύβεται το παραδοσάκουλο και το καπνοσάκουλο.
Η ζώνη ήταν υφαντή στον αργαλειό με στημόνι βαμβακερό και υφάδι από μετάξι. Για να λυθούν βέβαια και οι ζώνες αυτές ή να δεθούν ξανά, ήθελε δέκα λεπτά χασομέρι!
Υπήρχε κάποτε μια λαϊκή φράση: «Αυτός βολοσέρνει τη βρακοζώνη του», που σήμαινε πως κάποιος είναι έτοιμος για καυγά. Έλυνε δηλαδή επίτηδες τη ζώνη της βράκας του και την τραβολογούσε, με αποτέλεσμα να την πατήσει από πίσω του ο άλλος, με αποτέλεσμα να αρπαχτούν!
Το πουκάμισο
Άλλο ένδυμα ήταν και το πουκάμισο, που ήταν κι αυτό ήταν υφαντό και ειδικό ύφασμα πλισές βαμβακερός ή μεταξωτός, και το ύφασμα που το λέγανε «μπόλια». Με το ίδιο ύφασμα έφτιαχνα οι γυναίκες μεσοφόρια αλλά και μαντίλια για το κεφάλι που τα λέγανε και αυτά μπόλιες. Το πουκάμισο στο γιακά είχε άσπρο γυαλιστερό ύφασμα από χασέ, το ίδιο και στα μανίκια. Τα μεταξωτά πουκάμισα τα έφτιαχναν στον αργαλειό, με βαμβακερό υφάδι και στημόνι μετάξι. Συνήθως στις γιορτές και στις χαρούμενες μέρες φορούσαν άσπρο πουκάμισο, και στο πένθος μαύρο.
Το γιλέκο
Απέξω από το πουκάμισο φορούσαν το γιλέκο ή γιλέκι ένας επενδύτης χωρίς μανίκια, κι αυτό φτιαγμένο από τσόχα καλής ποιότητας Το γιλέκο ήταν είτε ανοιχτό που άφηνε να φαίνεται το πουκάμισο, είτε κλειστό σταυρωτό, που σταύρωνε με τα δυο πέτα του στο στήθος, και κουμπώνει στα πλάγια με θηλιές και κουμπιά σε πολλές σειρές από μεταξωτά μαύρα σιρίτια, τα λεγόμενα και χάρτζα. Δεξιά αριστερά έχει τσεπάκια που μπαίνει το ρολόι ή τα κέρματα.
Το μεϊντάνι
Απέξω από το γιλέκο φορούσαν το μεϊντάνι με μανίκια. Ρούχο μεσάτο και τελείως ανοιχτό από μπροστά, με ύφασμα ίδιας ποιότητας με την υπόλοιπη στολή. Στα πέτα του βάζανε δυο λουρίδες από υφαντό κατάλευκο ύφασμα από χασέ και εντυπωσίαζε η στολή.
μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Το μεϊντάνι κοσμείται κι αυτό με χάρτζα μαύρου χρώματος σε διάφορα σημεία του
Τα στιβάνια
Τα στιβάνια τα υποδήματα δηλαδή που ήταν σαν μπότες, ήταν από γνήσιο λεπτό και γυαλιστερό δέρμα αδιάβροχο, με ειδική επεξεργασία, σε χρώμα μαύρο καφέ ή άσπρο. Καμιά φορά κάρφωναν και ξυλάκια από κάτω για να τρίζουν στο περπάτημα, και αυτά ήταν τα τριζάτα στιβάνια. Υπήρχαν εξαιρετικοί μάστορες παλιά της κρητικής μπότας, όπου ήθελε ψηλή τέχνη, που πολλοί λαοί έκτοτε, και παρά την σύγχρονη τεχνολογία, ποτέ δεν κατάφεραν να αντιγράψουν!
Το κρητικό μαντίλι
Απαραίτητο της στολής ήταν και το κρητικό μαντίλι ή σαρίκι στα τούρκικα , που ήταν ένα μαύρο πανί ένα μέτρο μάκρος, χωρίς κρόσσια, που οι γέροι το διπλώνανε και αφού το κάνανε σαν τρίγωνο, το έδεναν στο κεφάλι τους, και το τρίγωνο κρεμόταν λίγο μπροστά και κάλυπτε το μέτωπο τα αυτιά και το σβέρκο, ενώ άφηνε ακάλυπτο το πάνω μέρος τη κεφαλής. Με αυτό το διπλωμένο μαντίλι στο κεφάλι, έμοιαζαν κάποιες πίτες που τις έλεγαν σαρικόπιτες. Ορισμένοι γέροι ή κάποιοι παπάδες, στις καθημερινές φόραγαν ένα σκούφο το λεγόμενο καλπάκι. Ήταν πάνινος με μαύρο απλό πανί, και έμοιαζε σαν κατσαρολάκι το σχήμα του. Για να στέκεται όρθιο του έβαζαν μέσα ένα χαρτόνι.
Τα κρόσσια στα κρητικά μαντίλια, καθιερώθηκαν αργότερα σε κάποια ορεινά χωριάτης Κρήτης περισσότερο σαν ομορφιά αλλά υπάρχει και μια δοξασία, που λέει πως τα κρόσσια αυτά ήταν σύμβολα από την εποχή της τουρκοκρατίας.
Λένε πως κάποτε οι γυναίκες πρόσθεταν από ένα κρόσσι στο μαντίλι του άνδρα τους, κάθε φορά που σκότωναν κι από ένα Τούρκο!
Το καπότο
Το καπότο ή καποτάκι ήταν ένδυμα για τις κρύες μέρες του χειμώνα, και το φόραγαν συνήθως ριχτό στη πλάτη, όχι από τα μανίκια. Ήταν σαν κοντό παλτό με κουκούλα φτιαγμένη από το ίδιο τσόχινο ύφασμα όπως και τα υπόλοιπα ρούχα. Το καπότο ήταν κόκκινο ή μπλε συνήθως, και είχε και αυτό πλούσια κεντήματα στους ώμους, στους αγκώνες στην πλάτη και στα δυο πέτα. Εσωτερικά το καπότο είναι επενδυμένο με κόκκινη φόδρα όπου φαίνονται και εδώ εντυπωσιακά κεντήματα.
Οι κάλτσες
Όσοι φορούσαν την βράκα που ήταν δυο δάχτυλα κάτω από το γόνατο, έπρεπε να φορέσουν και κάλτσα μαύρη παρόμοια με τις γυναικείες, και επάνω να πιάσει η κάλτσα και το τελείωμα της βράκας με ένα λάστιχο. Μετά φορούσαν τα στιβάνια. Οι νέοι συνήθως δεν φορούσαν ίδιες κάλτσες, αλλά κοντές κεντητές, όπου ήταν ραμμένες επάνω στην ίδια τη βράκα, αλλά δεν έφταναν μέχρι τον αστράγαλο, αλλά λίγο πιο επάνω.
Τα κρητικό μαυρομάνικο μαχαίρι
Στη μέση ανάμεσα στη ζώνη μπαίνει ένα κρητικό μαχαίρι με ασημένιο θηκάρι. Πολλές φορές είναι το δώρο της νύφης προς τον γαμπρό πριν το γάμο
Η καδένα
Σε όλη τη Κρήτη οι ευκατάστατοι βρακοφόροι φορούσαν και μια σημένια καδένα που κρεμόταν στο λαιμό σαν στολίδι.
Το ρολόι
Άλλο ένα στολίδι της ανδρικής φορεσιάς ήταν και το ρολόι, το οποίο είχε καπάκι και στο καντράν είχε λατινικά γράμματα. Βρισκόταν με αλυσιδάκι μέσα σε ένα από τα δυο τσεπάκια του γιλέκου. Καμιά φορά στους νέους το ρολόι κρεμόταν στο τέλος της ασημένιας αλυσίδας του λαιμού, αλλά πάλι έμπαινε σε ένα από τα δύο τσεπάκια.
Πολλές φορές ο πεθερός έκανε δώρο μια κρητική στολή στον μέλλοντα γαμπρό του, και ο έτερος πεθερός μια κρητική γυναικεία φορεσιά στη νύφη. Τα Σάββατα ή σε θρησκευτικέ εορτές και πανηγύρια, το ζευγάρι κατέβαινε κι αυτό και τους καμάρωνε ο κόσμος.
Με αυτές τις επίσημες φορεσιές πήγαιναν αργότερα και στην εκκλησία για το γάμο.
Μια κρητική φορεσιά βέβαια είτε γυναικεία είτε ανδρική, κόστιζε μια περιουσία και έπρεπε να αποκτηθεί με κάποια οικονομία. Φτάνει να αναλογιστούμε πως μια τέτοια γνήσια κρητική φορεσιά, σήμερα θα κόστιζε πάνω από 20 χιλιάδες ευρώ! Τότε βέβαια ήθελε δυο μήνες μονάχα εργασία στο κέντημα της μέχρι να φτιαχτεί!