Έδρευαν εν τώ μεγάλω Κάστρω (Ηράκλειο) ο αρχιεπίσκοπος τής νήσου Γεράσιμος Πάρδαλης καί ο επί ψιλώ ονόματι επίσκοπος Διουπόλεως. Είχαν προσέλθει επί τή προσκλήσει τής τουρκικής Αρχής καί οι επίσκοποι τών ανατολικών επαρχιών, ο Κνωσσού, ο Χερσονήσου, ο Λάμπης καί ο Σιτείας. Τήν 23η Ιουνίου 1821, πρό τής ανατολής τού ηλίου εκλείσθησαν αίφνης αι πύλαι, ώρμησε πλήθος αιμοχαρών Τούρκων φρυαττόντων εις τήν μητρόπολιν, καί απαντήσαντες καθ’ οδόν δύο Χριστιανούς, Χαλκωματάδες επονομαζομένους, πορευομένους καί αυτούς εις τό αυτό μέρος, εφόνευσαν.
Εντεύθεν προοιμιάσαντες εχύθησαν εντός τής μητροπόλεως καί κλείσαντες τόν πυλώνα έπεσαν κατά τών εν αυτή Χριστιανών ως λέοντες ορυόμενοι καί πρώτον μέν εφόνευσαν 75 κοσμικούς, προσμένοντας εν τή αυλή τούς αρχιερείς, ίνα συναπέλθωσιν εις τάς συνήθεις εργασίας των. Μετά ταύτα δέ ανέβησαν άλλοι μέν εις τό επάνω, άλλοι δέ εις τό κάτω συνοδικόν καί εφόνευσαν τόν αρχιεπίσκοπον καί τούς πέντε επισκόπους (Κνωσού Νεόφυτο, Χερρονήσου Ιωακείμ, Λάμπης Ιερόθεο, Σητείας Ζαχαρία, Διοπόλεως Καλλίνικο).
Μεθύσαντες από τού αίματος αυτών, επάτησαν καί αυτήν τήν εκκλησίαν, εν ώ εψάλλετο η ακολουθία καί ο τόπος τών θείων δοξολογιών, τών οικτιρμών καί τής αγιότητος έγεινε τόπος βλασφημιών, αιμάτων καί πάσης βδελυρίας. Εισήλθαν μετά ταύτα εις τά άγια τών αγίων καί αιματόβαψαν τό αναίμακτον θυσιαστήριον, μαχαιροκόψαντες τόν ιερουργούντα καί τά μέν σώματα τών αρχιερέων καί λοιπών κληρικών εισέτι σπαράττοντα έρριψαν εις τάς οδούς, έκοψαν δέ τήν γηραιάν κεφαλήν τού αρχιεπισκόπου καί άλλοι μέν εμπήξαντες αυτήν επί ξύλου τήν επόμπευσαν διά τής πόλεως καί τήν έφεραν ενώπιον τού βαζίρη Σερήφπασα, άλλοι δέ εχύθησαν εις τάς οδούς τής πόλεως σπώντες τάς θύρας τών χριστιανικών οικιών καί τών εργαστηρίων καί τούς μέν άνδρας φονεύοντες, εν οις καί τους δύο αδελφούς τού αρχιεπισκόπου, τάς δέ νέας γυναίκας καταισχύνοντες, πολλά δέ παιδία περιτέμνοντες. Η πόλις εν ενί λόγω ωμοίαζε τρείς ώρας πόλιν δορυάλωτον.
Μετά ταύτα ηνοίχθησαν αι πύλαι καί διεσπάρησαν οι ανθρωποκτόνοι εις τά χωρία, φονεύοντες όλους τους άνδρας όσοι δέν επρόφθασαν ν’ αναβώσιν εις τά όρη. Σκοπός δέ αυτών ήτον ουδ’ ένα άνδρα Χριστιανόν ζώντα ν’ αφήσωσι, διά τούτο καταφθάσαντες 27 εν τω χωρίω Βενεράτω, καί τους 27 εθανάτωσαν. Μόλις τό δειλινόν εξέδωκεν ο βεζίρης ορισμόν νά παύση η ανθρωποκτονία, καί νά φυλακισθώσιν οι εναπομείναντες Χριστιανοί, ως αναγκαίοι νά εργάζωντα. Έκτοτε έπαυσαν οι εν τή πόλει φόνοι, αλλ’ η διαρπαγή τών οικιών καί τών εργαστηρίων διήρκεσεν όλην τήν νύκτα καί όλην τήν επιούσαν ημέραν. 730 ελογίσθησαν οι εν τω Μεγάλω Κάστρω θανατωθέντες κατ’ εκείνην τήν ημέραν. Παυσάσης δέ τής σφαγής, ήρχισεν η φυλάκισις, οι κρυπτόμενοι Χριστιανοί ανευρισκόμενοι εσύροντο εις τάς φυλακάς, καί τόσον απανθρώπως ερραβδίζοντο, ώστε τινές απέθαναν πρίν φυλακισθώσι, πολλοί δέ τών φυλακισθέντων εξεψύχησαν βασανιζόμενοι.
Τά συμβάντα ταύτα μαθών αγάς τις, έχων υπό τήν εξουσίαν του χωρία τινά εν τή ανατολική επαρχία τής Κρήτης, Σιτεία, ο Χατσή – αφεντάκης, εμάνδρευσεν εντός τής αυλής του τούς χωρικούς του Χριστιανούς ως διακοσίους, επί λόγω ότι ήθελε νά τοις λαλήση, καί κλείσας τήν αυλόθυραν τούς εφόνευσεν, έχων συνεργούς τούς συγγενείς του, τούς επιστάτας τών χωρίων του καί άλλους Τούρκους. Ο δέ πασάς, μαθών τό γεγονός, υπερεπήνεσε τόν πολύν ζήλον καί τήν αφιλοκέρδειαν του χριστιανοβόρου αγά.»
Σπυρίδωνος Τρικούπη – Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως
Πηγή: agiasofia.com