Γράφει η Αικατερίνη Νίκα-Μάνου*
Η λέξη ανατρέφω στα γαλλικά προέρχεται από δύο λατινικές λέξεις: ex ducere που σημαίνουν ελκύω από, αναβλύζω από. Ανατροφή, διαπαιδαγώγηση, σημαίνει να ελκύσεις, να μαγνητίσεις, να κάνεις να ξεχυθεί όλος ο πλούτος του εσωτερικού κόσμου του παιδιού, να ενεργοποιηθούν τα χαρίσματα, οι ιδιαίτερες κλίσεις, οι δυνατότητές του και να μπουν στην αυξητική πορεία της ανάπτυξης και καλλιέργειάς τους.
Η ανατροφή-διαπαιδαγώγηση του παιδιού αρχίζει από την ημέρα της γεννήσεώς του ή καλύτερα από την ημέρα της συλλήψεώς του, από τότε που η νέα ζωή αρχίζει να κυοφορείται στα μητρικά σπλάχνα και να επιδρά στον ψυχοσωματικό κόσμο της μητέρας μεταβάλλοντάς τον, ενώ ταυτόχρονα παίρνει από αυτόν τροφή για την μεταμόρφωσή του και ολοκλήρωσή του, μέχρι την οριακή στιγμή της εξόδου του στον κόσμο, όπου το τράνταγμα της αποσύνδεσης εκφράζεται με δυνατό κλάμα και απεγνωσμένη προσπάθεια διατήρησης στη ζωή.
Ο άνθρωπος «κοινωνικό όν», πλασμένος με τη δυναμική της συνεχούς αυξήσεώς του είναι καταδικασμένος σε μαρασμό και πνευματικό θάνατο χωρίς τη ζωογόνα πνοή της «δυαδικότητας», της αλληλεπίδρασης και αλληλοπεριχώρησης των προσώπων όπου ο καθένας δίδει, ενώ ταυτόχρονα παίρνει και αυξάνει, όπου εμπιστεύεται και ζει, όπου αναπτύσσεται και καρποφορεί.
Η σχέση αυτή μορφοποιείται αρχικά μέσα στην οικογένεια στο πρόσωπο της μητέρας και των άλλων μελών και μετά την έξοδό του από αυτήν αναζητά την έκφρασή της στο πρόσωπο του πρώτου παιδαγωγού που θα αναλάβει να καλλιεργήσει τα πρώτα σπέρματα της κοινωνικής ζωής που εμφυτεύτηκαν στο οικογενειακό περιβάλλον και να επεκτείνει το άνοιγμα στην ομάδα.
Εκείνος είναι ο μεσολαβητής ανάμεσα στην οικογένεια και το σχολείο, είναι ο εκφραστής του διττού ρόλου (το αντι- πρόσωπον της μητέρας και του παιδαγωγού) τον οποίο πρέπει να μάθει να «παίζει» καλά, με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης και της σημαντικότητας της αποστολής του.
Πάνω σ αυτή τη σχέση του παιδιού με τους γονείς και στη συνέχεια με το δάσκαλο, θα θεμελιωθεί η εμπιστοσύνη στο άλλο πρόσωπο και θα «μαλακώσει» κάθε αναστάτωση του εαυτού του, αφού θα έχει σχηματίσει γνήσια ιδανικά και λειτουργικά πρότυπα από την πρώιμη ηλικία. Έτσι θα σταθεροποιηθεί το ανέβασμα στο πρώτο σκαλοπάτι της ζωής, απ` όπου θα μπορεί άφοβα να κοιτά μπροστά και να τολμά συνεχώς καινούργιες εμπειρίες.
Αφού τόσο αναγκαία είναι η σχέση, επικοινωνία μεταξύ παιδιού και δασκάλου, ας δούμε ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας ζωντανής σχέσης – κλειδί, που θα ξεκλειδώσει τα κρυμμένα μυστικά του εσωτερικού κόσμου του παιδιού, θα ενεργοποιήσει όλα τα θετικά του στοιχεία για δράση και συμμετοχή στην ομάδα και εν γένει θα βοηθήσει στην εκπλήρωση του σκοπού της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες.
Ο εκπαιδευτικός, πρωταγωνιστής στη διαδικασία μάθησης και γνώσης, είναι αυτός που θα εμπνεύσει κατά πρώτον με το παρουσιαστικό του:
_ Ο ίδιος θα πρέπει να διακρίνεται για την ψυχική του ισορροπία, την αυτοσυνειδησία και αυτοκριτική, την συναίσθηση των αδυναμιών του αλλά και των δυνατοτήτων του, για την ετοιμότητά του να προβεί κάθε στιγμή σε έλεγχο του εαυτού του, αλλά και να δεχτεί τον δίκαιο έλεγχο ακόμη και από τους πιο μικρούς του μαθητές. Έτσι τοποθετεί τον πρώτο θεμέλιο λίθο για να οικοδομηθεί μία βαθιά, εσωτερική και ταυτόχρονα ανοιχτή σχέση διαλόγου, εκτίμησης, ειλικρίνειας και εμπιστοσύνης, χωρίς προσωπεία και εξωτερικούς καταναγκασμούς, μια σχέση σιωπηλού σεβασμού που θα προάγει την εκπαιδευτική διαδικασία σε όλα τα επίπεδα..
– Να έχει συναίσθηση ότι εργάζεται με ανθρώπινο-εύπλαστο υλικό με το οποίο δεν αρμόζει ο πειραματισμός και η άκριτη εφαρμογή κάθε νέας παιδαγωγικής μεθόδου, αλλά:
– Η υπεύθυνη δουλειά που προκύπτει κατόπιν σκληρής προσπάθειας για εμβρίθεια στη γνώση, εμπλουτισμένη και επεξεργασμένη μέσα από το «κόσκινο» της προσωπικής εμπειρίας και τη συνεργασία του με το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό.
– Η σοβαρότητα στη λειτουργία του εκπαιδευτικού έργου έτσι που να αποφεύγεται ο ερασιτεχνισμός, (χωρίς βέβαια να εμποδίζονται ευκαιριακές «προκλήσεις» να ενταχθούν στο ημερήσιο πρόγραμμα και να λειτουργήσουν εποικοδομητικά), η προχειρότητα αλλά και η πεποίθηση της «παντογνωσίας» του δασκάλου και να αναπτύσσεται η διάθεση για συνεχή προσπάθεια βελτίωσης, ανάπτυξης και καλλιέργειας της προσωπικότητας του που θα μεταγγίζεται αβίαστα και στους μαθητές.
– Η οργάνωση, μεθόδευση και προγραμματισμός των καθημερινών δραστηριοτήτων και ολόκληρου του εκπαιδευτικού προγράμματος με τρόπο που να απευθύνεται στη συγκεκριμένη τάξη, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τους συγκεκριμένους μαθητές, να τίθενται οι στόχοι που θα πρέπει να γίνονται κατανοητοί από όλους και να αφήνονται περιθώρια συμμετοχής και ενεργοποίησης ακόμη και των πιο αδύνατων μαθητών.
– Η εκζήτηση- «απαίτηση» της μεγαλύτερης δυνατής προσπάθειας από μέρους των μαθητών του, αφού πρώτος ο ίδιος θα καταβάλλει τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια για να τους προσεγγίσει, να ξεκινήσει από το δικό τους τρόπο σκέψης, να κατανοήσει τις αδυναμίες τους, τις τυχόν δυσκολίες, τους λόγους της ραθυμίας. Έτσι θα αποφεύγει τον ισοπεδωτισμό, θα ενεργεί προσωπικά, αλλά όχι προσωποληπτικά, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στη λειτουργία της ομάδας ως ενοποιητικός κρίκος και ταυτόχρονα στην ανάδειξη των ξεχωριστών ικανοτήτων του κάθε μαθητή.
– Η σταθερότητα στις αμετάβλητες και διαχρονικές αξίες όχι ως τυφλή υποταγή σε νομικούς κανόνες αλλά ως ζώσα εμπειρία που θα διαποτίζει ολόκληρη την ύπαρξή του και θα «ζεσταίνει» την ατμόσφαιρα της τάξης, θα ομαλοποιεί τις διαφορές, θα χαριτώνει τα πρόσωπα των μαθητών, θα τα εμπνέει.
Αυτό το τόσο αξιόλογο αλλά ταυτόχρονα επίπονο έργο της διαπαιδαγώγησης και εκπαίδευσης των παιδιών είναι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών» και απαιτεί σίγουρα μεράκι πολύ, γνήσιο ενδιαφέρον για τα παιδιά, πολύ σεβασμό και σίγουρα «μεγάλη αγκαλιά» που να μπορούν να χωρούν όλοι χωρίς να συνωστίζονται, αλλά να αναπνέουν «αέρα ελευθερίας».
Τέλος είναι αναγκαίο να ειπωθεί πως η καταξίωση του εκπαιδευτικού δεν προέρχεται τόσο από υλικοτεχνικά μέσα, όπως π.χ. από ένα τέλειο σε εξοπλισμό και υλικοτεχνική υποδομή σχολείο, -που βεβαίως και αυτό είναι σημαντικό- αλλά κυρίως από τη στάση του και τη δράση του μέσα στην τάξη και πολλές φορές και έξω από αυτήν. Διότι ο εκπαιδευτικός που σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους και ταυτόχρονα έχει γνώση του λειτουργήματος που επιτελεί, γνωρίζει να μεταμορφώνει ακόμη και τον πιο ταπεινό χώρο σε «ζωντανή παιδαγωγική πράξη», όπου όλοι έχουν κάτι να πουν, όλοι βρίσκουν τη θέση που τους αρμόζει, όλοι δουλεύουν και δεν πλήττουν, όλοι χαίρονται και προσπαθούν, όλοι παίρνουν και δίνουν, όλοι εμπιστεύονται και προχωρούν.
* Η Αικατερίνη Νίκα-Μάνου είναι Νηπιαγωγός
Πηγή: pigizois.net