Γράφει ο Μιχάλης Στρατάης*
Για να πω την πάσα αλήθεια, εγώ χοχλιούς δε μαζώνω.
Όσες φορές, στα μικράτα μου, εβγήκα στο χοχλιδομάζωμα με άλλα κοπέλια, αυτά γεμίζανε ένα κουβά κι εγώ πράμα δεν εμάζωνα.
Όχι πως τση φοβούμουνε ή τους συχαινόμουνε, αλλά τους λυπούμουνε τους κακομοίρηδες.
Εθώρουνα έναν κι έλεγα ”αδύνατος είναι, άστονε να παχύνει κι άλλη φορά τονε μαζώχνω”. Και τον άφηνα, κι η άλλη φορά δεν ερχότανε ποτές.
Εθώρουνα άλλους να ‘ναι κολληταριά σε μια κουφάλα ελιάς κι έλεγα ”άσε τους τση κακομοίρηδες εδά που ‘ναι αγκαλιασμένοι” και τους άφηνα απείραχτους να συνεχίσουν τ’ αγκαλιάσματα τους.
Εθώρουνα μικιά χοχλιδάκια σκαρφαλωμένα στην πλάτη τση μάνας τους κι εξαφανιζόμουνε για να μη κάμω τραβάγια και τα ταραχήσω.
Με όφκερο κουβά εγιάγερνα στο σπίτι.
Ετόσονα χρονώ εγίνηκα και μήτε ένα χοχλιό δεν έχω φάει, που να τον μάζωξα ο ίδιος. Μήτε ένα.
Όχι πως δε μ’ αρέσουνε οι χοχλιοί και δεν τους ορέγομαι.
Κάθε άλλο. Από τα πιο αγαπημένα μου φαγητά είναι, όπως κι αν είναι μαγειρεμένοι.
Μπουμπουριστοί, βραστοί, στα κάρβουνα, με χόντρο, με χλωροκούκια, με γιαχνερά, με κολοκύθια, με πατάτες, με ντομάτα και ρύζι, με αγκινάρες, όπως και να ‘ναι τους τσακίζω.
Φτάνει να μη τους έχω μαζώξει εγώ.
Ανε περίμενα να φάω χοχλιό γυρευτό από μένανε, δεν υπήρχε περίπτωση να βάλω στη μπούκα μου μήτε ένα.
Όλα τούτα σκεφτόμουνε το μεσημέρι, ξανοίγοντας μικιά χοχλιδάκια σκαρφαλωμένα στη ράχη του γονέου τους.
Και θωρώντας τα, εκατάλαβα πως ίσαμε τα ύστερα μου, δεν υπάρχει περίπτωση να βγω στο χοχλιδομάζωμα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες