Λάμπρος Κατσώνης (1752 – 1804)
Θρυλικός έλληνας θαλασσομάχος, που προσπάθησε ματαίως να ξεσηκώσει το υπόδουλο Γένος. Γεννήθηκε στη Λιβαδιά το 1752 και στα 16 του χρόνια αναγκάστηκε να ξενιτευτεί στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, όταν κατηγορήθηκε για φόνο τούρκου αξιωματικού.
Κατά τη διάρκεια των Ορλοφικών (1770-1774) κατατάχθηκε στο ρωσικό στόλο και πήρε μέρος σε ναυτικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), ο νεαρός Λάμπρος εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Περσία και προάχθηκε για τη δράση του σε λοχαγό.
Με την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792), ο Κατσώνης ζήτησε άδεια από τον διοικητή του Ποτέμκιν για να οργανώσει απελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα. Μετέβη πρώτα στην Τεργέστη, όπου με εισφορές ομογενών αγόρασε μια φρεγάτα, την οποία ονόμασε «Αθηνά της Άρκτου» προς τιμήν της Μεγάλης Αικατερίνης. Τον Φεβρουάριο του 1788 κατέπλευσε στη Ζάκυνθο, αφού καθ’ οδόν ενίσχυσε τον στόλο του με άλλα 14 τουρκικά πλοία, τα οποία αιχμαλώτισε. Σύμφωνα με την περιγραφή του γάλλου προξένου στα Ιόνια Νησιά Σεν Σοβέ, που τον γνώριζε καλά, ο Κατσώνης «…δεν εγνώριζε ούτε να διαβάζη, ούτε να γράφη… αλλ’ αυτές οι ελλείψεις γνώσεων αντισταθμίζονταν από μια σταθερότητα, μια δραστηριότητα, μια επαγρύπνηση για κάθε τι που τον περιέβαλλε…»
Το καλοκαίρι του 1788 ο Κατσώνης αρχίζει την πολεμική του δράση στο Αιγαίο. Η πρώτη του σημαντική νίκη κατά των Τούρκων σημειώνεται στις 31 Αυγούστου κοντά στην Κάρπαθο. Τον επόμενο μήνα επιστρέφει στη Ζάκυνθο για να ξεχειμωνιάσει και μαθαίνει ότι η αυτοκράτειρα Μεγάλη Αικατερίνη του απένειμε τον βαθμό του ταγματάρχη.
Την άνοιξη του 1789 επανέλαβε τις επιχειρήσεις του στις ελληνικές θάλασσες. Στις 15 Απριλίου συγκρούεται με πλοία Τουρκαλβανών στο Δυρράχιο και στη συνέχεια μεταβαίνει στην Ιθάκη για να βαφτίσει τον γιο τού κοντοχωριανού του αρματολού Ανδρούτσου, τον γνωστό από το ’21, Οδυσσέα.
Τον Ιούνιο του 1789 ο Κατσώνης ελέγχει όλες τις Κυκλάδες. Με επιστολή του, μάλιστα, προς τους προύχοντες των νησιών (27 Ιουλίου) τους καλεί να μην καταβάλουν φόρους στην Πύλη και να ενεργούν με απόλυτη ελευθερία. Στις 4 Ιουλίου ο Κατσώνης συναντήθηκε με σημαντική τουρκική δύναμη μεταξύ Σύρου και Μυκόνου και τη διασκόρπισε. Ο επικεφαλής της, Σερεμέτ Μπέης, τραυματίστηκε και οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες. Σ’ ένα διάλειμμα των επιχειρήσεών του βρίσκει την ευκαιρία να νυμφευθεί στην Κέα την εκλεκτή της καρδιάς του, που ήταν κόρη του προκρίτου του νησιού Πέτρου Σοφιανού.
Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο Αιγαίο δεν άρεσε καθόλου στον Σουλτάνο, που αποφάσισε να λάβει μέτρα κατά του Κατσώνη. Πρώτα ανάγκασε τον πατριάρχη Νεόφυτο να απευθύνει γράμμα προς τους νησιώτες με την οδηγία να καταδικάσουν τις ενέργειες του Κατσώνη και στη συνέχεια προσπάθησε να τον προσεταιρισθεί, προτείνοντάς του δια του δραγουμάνου του στόλου Στέφανου Μαυρογένη την παραχώρηση ενός νησιού, εάν σταματούσε τη δράση του.
Αλλά ο Κατσώνης συνέχισε την καταδίωξη των τουρκικών πλοίων. Στις 3 Αυγούστου συνάντησε τουρκοαλγερινό στολίσκο στο στενό της Μακρονήσου. Τον καταδίωξε και τον ανάγκασε να καταφύγει στο Ναύπλιο. Όμως, λίγες μέρες αργότερα παραλίγο να συλληφθεί στην Κέα, όταν επέδραμε ο τουρκικός στόλος με 26 πλοία. Διέφυγε καταδιωκόμενος στη Μήλο και οι Τούρκοι ξέσπασαν στο λιμάνι της Κέας, το οποίο πυρπόλησαν.
Το χειμώνα του 1789 ο Κατσώνης ασχολήθηκε με την επισκευή του στόλου του και την προπαρασκευή της δράσης του για το 1790. Το Φεβρουάριο του 1790, αφού παρέλαβε από την Ιθάκη τον Ανδρούτσο με 500 παλληκάρια, μετέβη στην Κέα και οχύρωσε τον νησί, καθώς είχε πληροφορίες ότι οι Τούρκοι εκστράτευαν εναντίον του και είχαν ήδη αγκυροβολήσει στη Σκύρο.
Ο Κατσώνης έσπευσε να τους συναντήσει στα ανοιχτά, ελπίζοντας να τους αιφνιδιάσει με τα πυρπολικά του. Στις 17 Μαΐου 1790, στη θαλάσσια περιοχή του Καβοντόρο, μεταξύ Ευβοίας και Άνδρου, δέχθηκε επίθεση από 16 τουρκικά πλοία υπό τον Μουσταφά Πασά. Ο Κατσώνης αγωνίσθηκε ηρωικά και απέκρουσε την επίθεση χωρίς σημαντικές απώλειες. Κι ενώ ήταν έτοιμος να περάσει στην αντεπίθεση την επομένη μέρα το πρωί εμφανίσθηκαν 13 αλγερινά πλοία, που ενώθηκαν με τα τουρκικά, συγκροτώντας ένα πανίσχυρο στόλο 29 πλοίων.
Οι Τούρκοι κυρίευσαν τα περισσότερα πλοία του και στο τέλος της ναυμαχίας ο Κατσώνης έμεινε να αγωνίζεται σχεδόν μόνος με τη ναυαρχίδα του «Η Αθηνά της Άρκτου». Όταν είδε το μάταιο του αγώνα την πυρπόλησε κι έφυγε με δύο μικρά πλοία για τα Κύθηρα. Από τους άνδρες του, 565 έχασαν τη ζωή τους και 53 αιχμαλωτίστηκαν. Οι απώλειες των Τούρκων έφθασαν τους 3.000 άνδρες. Από τον επόμενο μήνα κιόλας άρχισε την ανασυγκρότηση του στόλου του και περιορίσθηκε σε μικροεπιδρομές στο Αιγαίο.
Το Μάρτιο του 1791, ο Κατσώνης ήλθε σε συνεννόηση με τους Μανιάτες για γενικότερη εξέγερση, αλλά χρειάζονταν πολλά χρήματα για ένα τέτοιο εγχείρημα. Έγραψε, λοιπόν, στον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας βοήθεια, όμως οι συνθήκες είχαν αλλάξει. Η λήξη του ρωσσοτουρκικού πολέμου και η υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου ανάγκασε τα ρωσικά πλοία να αφήσουν το Αιγαίο και τον Κατσώνη να χάσει την υποστήριξη των Ρώσων.
Ο Κατσώνης συνέχισε τον αγώνα μόνος του («Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησεν ειρήνη, ο Κατσώνης δεν συνομώλογησεν ακόμη την ιδική του » διαμήνυσε στον Ρώσο στρατηγό Ταμάρα) και το Μάιο του 1792 έγραψε την περίφημη επιστολή διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη της ελληνικής υπόθεσης από τη Ρωσία, με τον τίτλο «Φανέρωσις του Εξοχωτάτου Χιλιάρχου και Ιππέως Λάμπρου Κατσώνη», η οποία καταλήγει: «Όθεν οι Ρωμαίοι, οπού με το ίδιόν τους το αίμα κατεχρωμάτισαν τα ρωσσικά σήματα, τότε θέλουν παύσει να εχθρεύονται τους εχθρούς με τους οποίους συνεφιλιώθη η Ρωσία, όταν λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν.»
Ο Κατσώνης αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Μάνη κι έκανε ορμητήριό του το Πόρτο Κάγιο. Ο στολίσκος του δέχθηκε επίθεση στις 28 Ιουνίου από τουρκικό στόλο που αριθμούσε 30 πλοία. Μαζί του κι ένα γαλλικό πλοίο με μεγάλη δύναμη πυρός. Η ναυμαχία γρήγορα μετατράπηκε σε μάχη στην ξηρά, όπου ο Κατσώνης προξένησε σημαντικές απώλειες στους επιτιθέμενους. Όμως, ο στόλος του είχε καταστραφεί. Οι Τούρκοι διαμήνυσαν στον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη να έλθει προς βοήθειά τους. Ο Γρηγοράκης, κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να μην συμμορφωθεί, κινητοποίησε μεγάλο αριθμό Μανιατών, αλλά παράλληλα ειδοποίησε τον Κατσώνη, ο οποίος αναχώρησε κρυφά από τη Μάνη και μετέβη στην Ιθάκη. Οι ενετικές αρχές του νησιού τον υποδέχθηκαν θερμά, αλλά στη συνέχεια αναγκάστηκαν να τον απελάσουν, κατόπιν διαμαρτυρίας του Σουλτάνου.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1794 έφθασε με την οικογένειά του στην Πετρούπολη και παρουσιάστηκε στην τσαρική αυλή. Η Αικατερίνη υποδέχθηκε με ψυχρότητα τον Κατσώνη, τον οποίον χρησιμοποίησε για τα σχέδιά της και αδιαφόρησε για την τύχη του. Ο διάδοχός της Παύλος Α’ αναγνώρισε τις υπηρεσίες του προς τη Ρωσία και του δώρισε 470.000 ρούβλια. Ο Κατσώνης υπέβαλε την παραίτησή του από αξιωματικός και μαζί με αρκετούς έλληνες συναγωνιστές του εγκαταστάθηκε στο χωριό Καράσοϊ της Κριμαίας, το οποίο μετονόμασε σε Λεβάδεια (σημερινό Livadia Palace), σε ανάμνηση της γενέτειράς του. Πέθανε το 1804, σε ηλικία 52 ετών.
Ο Λάμπρος Κατσώνης με τη δράση του στις ελληνικές θάλασσες την τετραετία 1788-1792 προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του πολέμου της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εξανάγκασε του Τούρκους να διασπάσουν το στόλο τους, διατηρώντας ισχυρή μοίρα στο Αιγαίο, που θα στελλόταν διαφορετικά στον Εύξεινο Πόντο, κύριο θέατρο των ναυτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ο Κατσώνης πρόσφερε μοναδικές υπηρεσίες στο Γένος. εξυψώνοντας στα μάτια των Ευρωπαίων το όνομα των Ελλήνων και αναπτερώνοντας το εθνικό τους φρόνημα. Τα κατορθώματά του ενέπνευσαν την επόμενη γενιά, που πραγματοποίησε την Επανάσταση του ’21.
Πηγή: sansimera.gr