«Λίγο μετά το πρώτο φως της αυγής, αφού προηγήθηκαν βροντές και αστραπές, ολόκληρη η γη συνταράχθηκε. Η θάλασσα αποσύρθηκε και τα νερά της τραβήχτηκαν σε τέτοια έκταση ώστε ο βυθός της αποκαλύφθηκε. Μπορούσε, έτσι, κανείς να δει χωμένα βαθιά στη λάσπη πολλά θαλάσσια όντα και πολλές οροσειρές και κοιλάδες που, ενώ ήταν πάντοτε σκεπασμένες με νερό, έγιναν ορατές, καθώς έπεφταν πάνω τους για πρώτη φορά οι ακτίνες του ήλιου. Πολλά πλοία εξώκειλαν και πολλοί άνθρωποι περιπλανιόνταν στα λίγα νερά που έμειναν μαζεύοντας ψάρια και άλλα θαλάσσια όντα, αλλά τα θαλάσσια κύματα επανήλθαν υπερυψωμένα και όρμησαν πάνω στα αβαθή νερά, στα νησιά και σε εκτεταμένες στεριές ισοπεδώνοντας πολλά κτίρια ή οτιδήποτε συναντούσαν στον δρόμο τους. Τεράστιες ποσότητες νερού φόνευσαν, κατά την επιστροφή τους, πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Οταν η μανία των νερών κόπασε, φάνηκαν κατεστραμμένα πλοία και πτώματα ναυαγών. Μερικά μεγάλα πλοία είχαν εκσφενδονιστεί από το κύμα στις στέγες σπιτιών, όπως συνέβη στην Αλεξάνδρεια, και άλλα σε απόσταση μέχρι δύο μίλια μέσα στην ξηρά».
Ετσι περιγράφει ο Ρωμαίος ιστορικός Αμμιανός Μαρκελλίνος τον καταστροφικό σεισμό της Κρήτης και το τσουνάμι που επακολούθησε τον Ιούλιο του 365 μ.Χ. Ο σεισμός αυτός, εξαιτίας του οποίου ισοπεδώθηκαν οι περισσότερες πόλεις της Κρήτης και το νησί ανυψώθηκε από τα δυτικά έως και 9 μέτρα, θεωρείται ακόμα και σήμερα ο ισχυρότερος που έχει συμβεί ποτέ στη Μεσόγειο. Το τσουνάμι του προκάλεσε καταστροφές σε πολλές παραλιακές πόλεις της Ανατολικής Μεσογείου και μάλιστα θεωρείται ότι κατέστρεψε τον φάρο της Αλεξάνδρειας.
Μέχρι σήμερα ο σεισμός αυτός (που υπολογίστηκε στα 8,3 – 8,7 Ρίχτερ) θεωρείται ότι προήλθε από το δυτικό τμήμα της «ελληνικής τάφρου», εκεί όπου η αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου. Μια νέα μελέτη Ελβετών, Γερμανών και Αμερικανών επιστημόνων (που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό της Αμερικανικής Ενωσης Γεωφυσικής) έρχεται να αμφισβητήσει τη θεωρία αυτή, δίνοντας μια νέα εκδοχή, η οποία «ταιριάζει» με την περιγραφή του Μαρκελλίνου για το τσουνάμι στις ακτές της Αιγύπτου.
«Η επικρατούσα άποψη είναι ότι το επίκεντρο του σεισμού αυτού βρισκόταν δυτικά της Γαύδου, στο σημείο βύθισης της αφρικανικής πλάκας κάτω από το φλοιό του Αιγαίου», εξηγεί ο Χαράλαμπος Φασούλας, γεωλόγος στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο μόνος Ελληνας που συμμετέχει στη διεθνή επιστημονική ομάδα. «Η εκτίμηση αυτή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ανύψωση των νοτιοδυτικών ακτών της Κρήτης, από τα Φαλάσαρνα και τον Μπάλο έως και την Αγία Ρουμέλη και τον Πλακιά. Ομως υπάρχουν διάφορα σημεία που δεν συμφωνούν με αυτή την ερμηνεία για τη γένεση του σεισμού. Για παράδειγμα, στις γεωφυσικές μελέτες ή στις σεισμικές έρευνες που έγιναν τα τελευταία χρόνια στην περιοχή, δεν έχει χαρτογραφηθεί σε εκείνο το σημείο ένα τόσο μεγάλο ρήγμα, που να δικαιολογεί σεισμό άνω των 8 Ρίχτερ. Αντίθετα υπάρχει μια τεράστια ζώνη ενεργών ρηγμάτων, από το ρήγμα της Φαλάσαρνας έως τη ρηξιγενή ζώνη των Σφακίων, που θα μπορούσε να έχει δώσει τέτοια μεγέθη σεισμών».
Η διεθνής επιστημονική ομάδα, η οποία έχει παρουσία στην Κρήτη μέσω διαδοχικών ερευνητικών προγραμμάτων και διδακτορικών μελετών την τελευταία 20ετία, προσέγγισε την υπόθεση με έναν νέο τρόπο. Η ομάδα υπό τον καθηγητή Ρίτσαρντ Οττ, από το Γερμανικό Κέντρο για τη Γεωεπιστημονική Ερευνα (German Centre for Geoscience Research) συνέλεξε και χρονολόγησε με άνθρακα απολιθώματα θαλάσσιων οργανισμών (όπως κοράλλια και γαστερόποδα) από οκτώ διαφορετικές θέσεις στη νοτιοδυτική ακτή της Κρήτης, ενώ στα Φαλάσαρνα, την Παλαιόχωρα και τη Χώρα Σφακίων πραγματοποίησε επιπλέον εγκάρσιες δειγματοληψίες ιζημάτων. Παράλληλα, δημιούργησε δύο νέα μοντέλα για να προσομοιώσει την ανύψωση που θα μπορούσε να έχει προκαλέσει στην Κρήτη ένας σεισμός όχι από την ελληνική τάφρο, αλλά από τα ενεργά ρήγματα Φαλάσαρνας – Σφακίων και το είδος του τσουνάμι που θα δημιουργούνταν από αυτά.
«Καταλήξαμε σε μια νέα υπόθεση. Κατ’ αρχήν, ότι ο σεισμός του 365 μ.Χ. δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο θεωρείται, αλλά ότι δεν ξεπέρασε τα 8 Ρίχτερ. Επιπλέον, ότι η ανύψωση των εδαφών της Δυτικής Κρήτης δεν έγινε με μιας, με τον σεισμό του 365 μ.Χ., αλλά σταδιακά, με μια σειρά ισχυρών σεισμών που προηγήθηκαν τους προηγούμενους αιώνες», λέει ο κ. Φασούλας. «Οσο για το τσουνάμι, η γένεσή του από έναν σεισμό στη ζώνη των ενεργών ρηγμάτων Φαλάσαρνας – Σφακίων ταιριάζει καλύτερα με τις ιστορικές περιγραφές. Αν είχε προκληθεί από τη βύθιση της αφρικανικής πλάκας, στην Αλεξάνδρεια θα είχε γίνει μια πολύ μικρή απόσυρση της θάλασσας και μετά η επιστροφή της με πολύ μεγάλα κύματα, όπως είδαμε πριν από λίγα χρόνια με το τσουνάμι στην Ινδονησία. Αντίθετα ένα τσουνάμι από τα ρήγματα της περιοχής θα προκαλούσε πρώτα πολύ μεγάλη απόσυρση της θάλασσας και μετά διαδοχικά κύματα, όπως περιγράφει ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ότι συνέβη».
Σεισμικός κίνδυνος
Η αξία της συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας, πάντως, δεν αφορά μόνο το παρελθόν, αλλά και το μέλλον. «Αν μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε τον μηχανισμό που προκάλεσε τις ανυψώσεις του εδάφους, αυτό θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε και τους ρυθμούς που επαναλαμβάνονται τέτοια ακραία γεγονότα και ποια ρήγματα συνδέονται με αυτά. Επομένως, θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τον σεισμικό κίνδυνο που διατρέχει η Κρήτη και βέβαια όλη η Ανατολική Μεσόγειος», καταλήγει ο κ. Φασούλας.
πηγή: kathimerini.gr