Γράφει ο Μεσαρίτης
Είδα στον ύπνο μου προχθές, μετά πολλών δακρύων,
να είμαι δίπλα στο Χριστό, τη μέρα των Βαΐων.
Σαν μ’ είδανε οι γύρω μου, το πήρανε χαμπάρι,
ορμούν κι αυτοί για να τον δουν, καβάλα στο πουλάρι.
Άλλοι του λέγαν «ωσανά» και άλλοι «ευλογημένος
να είναι ο ερχόμενος», αν και καβαλημένος.
Βαθιά ‘νιωσα τον ύπνο μου, τότε να μ’ έχει πάρει,
κι είχαν τριγύρω μαζευτεί, ανθρώποι και γαϊδάροι.
Πολλοί τον περιμένανε με την ψυχή στο στόμα,
κι άλλοι ενώ το ξέρανε, δεν ήρθανε ακόμα.
Κάποιοι σε γλώσσα εβραϊκή μού φαίνεται μιλούσαν
και οι γαϊδάροι εγκάριζαν… και άλλοι δε, κλωτσούσαν.
Έκανα όμως υπομονή μέχρι να φέξει έως
βλέποντας δίπλα μια συκιά… κι επάνω… ο Ζακχαίος!
Σύκα… αυτή την εποχή, σίγουρα δεν θα βρήκε,
όμως επάνω στη συκιά… κατόρθωσε και βγήκε.
Μέρες αυτός καθότανε, ίσως από την Τρίτη,
περίμενε τον Ιησού… για να τον πάρει σπίτι.