«Άλ­λο, παι­δί μου, η προ­σευ­χή και άλ­λο η ε­λε­η­μο­σύ­νη…»

3 λεπτά ανάγνωσης

Αν εί­χα­τε α­κο­ύ­σει, προ ε­τών, έ­να κα­ρά­βι που βυ­θί­στη­κε ε­δώ στην Φαλκονέρα…

Λοι­πόν, μί­α γυ­ναί­κα με πή­ρε. Πή­ρε τη­λέ­φω­νο, και λέ­ει:

-Πάτερ, οι συγ­γε­νείς μας πνί­γη­καν στο κα­ρά­βι».

–Την ρώτησα: Δεν θα κά­νης μνη­μό­συ­νο στον άν­δρα σου, στους συγ­γε­νείς σας;

–Μπα…δεν χρει­ά­ζον­ται τα μνη­μό­συ­να, λέ­ει. Ε­γώ έ­δω­σα 5.000 στο Ορ­φα­νο­τρο­φεί­ο της Χαλ­κί­δος. Το ί­διο εί­ναι. Πάτερ μου, ε­σύ τι λες γι᾿αυ­τό;

–Λέω, ά­κου­σε παι­δί μου να σου πω, ε­φό­σον με ρω­τά­τε.

Άλ­λο, παι­δί μου, η προ­σευ­χή και άλ­λο η ε­λε­η­μο­σύ­νη.

Άλ­λο, με συγ­χω­ρεί­τε, η προ­σευ­χή που κά­νου­με με το μνη­μό­συ­νο. Δι­ό­τι, έ­τσι τα βρή­κα­με.

Έ­τσι εί­ναι.

Και α­πό το­ύς Α­πο­στο­λι­κο­ύς χρό­νους, αλ­λά, και α­πό τις η­μέ­ρες που ή­ταν ο Μωυσής, ο Προ­φή­της της Π. Δι­α­θή­κης. Ό­ταν α­πέ­θα­νε, λέ­ει, δί­ναν ε­λε­η­μο­σύ­νες και κά­ναν μνη­μό­συ­να και αυ­τά δί­ναν τό­τε. Για την ψυ­χή του Μω­υ­σή και το­ύς Α­γί­ους της Εκ­κλη­σί­ας μας..

Γι᾿ αυ­τό της εί­πα και ᾿γώ έ­τσι. Και η ε­λε­η­μο­σύ­νη πι­ά­νει την ψυ­χή του αν­θρώ­που. Αλ­λά, άλ­λο το μνη­μό­συ­νο, η προ­σευ­χή. Δι­ό­τι βγά­ζουν με­ρί­δα στην Α­γί­α Πρό­θε­ση και τις με­ρί­δες αυ­τές τις μεταφέρουν Άγγελοι στον ουρανό.

Εμείς εδώ ση­κω­νό­μα­στε τη νύ­χτα για να μνη­μο­νε­ύ­σου­με αυ­τά τα ο­νό­μα­τα. Έχου­με χι­λι­ά­δες ο­νό­μα­τα, πε­ρί­που 20-30 χι­λι­ά­δες ο­νό­μα­τα. Εί­ναι ευ­ερ­γέ­ται του Μο­να­στη­ριού πρίν 38 χρό­νια που ήρ­θα στο Μο­να­στή­ρι.

Άλ­λος με έ­δω­σε αυ­τό το πο­τη­ρά­κι, άλ­λος αυ­τό το φλυ­τζα­νά­κι, αυ­τό το νάυλον, άλ­λος τη λάμ­πα, άλ­λος μία ει­κο­νί­τσα, άλ­λος έ­να κα­δρά­κι, άλ­λος ε­κεί­νον τον μπου­φέ, άλ­λος έ­να ρο­λό­ϊ, και έ­χω τα ο­νό­μα­τά τους α­πό το 1952 που χει­ρο­το­νή­θη­κα ι­ε­ρέ­ας του Υ­ψί­στου και τα μνη­μο­νε­ύ­ω. Αυ­τοί φύ­γαν απ᾿ τη ζωή, οι πε­ρισ­σό­τε­ροι.

Τά σα­ραν­τα­λε­ί­τουρ­γα παι­διά μου βοηθούν πολύ. Έχει με­γά­λη α­ξί­α η με­ρί­δα που μοι­ρά­ζει ο ι­ε­ρέ­ας και δι­α­βά­ζου­με αυ­τά τα ο­νό­μα­τα. Τα πα­ίρ­νει κά­θε πρωΐ Άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, δι­ό­τι την ώ­ρα που αρ­χί­ζει η προ­σκο­μι­δή κα­τε­βα­ί­νουν Άγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου.

Ο Ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Χρυ­σό­στο­μος έ­βλε­πε την ώρα που άρ­χι­ζε η προ­σκο­μι­δή, απ᾿ τη σκε­πή α­πά­νω της Εκ­κλη­σί­ας, να πε­τά­νε λευ­κο­φό­ρα παλ­λη­κά­ρια, Άγ­γε­λοι Κυ­ρί­ου.

Και σε κά­θε Χρι­στια­νό στε­κό­ταν Άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου, ο φύ­λα­κας του αν­θρώ­που, της ζω­ής του. Και μέ­σα το Ι­ε­ρό γε­μά­το Άγ­γε­λοι και έ­παιρ­ναν την α­να­φο­ρά αυ­τή, την πά­νε στον θρό­νο του Θε­ού.

Έ­τσι παι­διά μου εί­ναι αυ­τά, για­τί “εν τώ Ά­δη ουκ έ­στι με­τά­­νοια”, τα ᾿λε­γε έ­νας Πα­τρι­άρ­χης.

Πρέ­πει να εί­μα­στε ό­λοι ά­γιοι, έ­λα ό­μως που εί­μα­στε και άν­θρω­ποι. Ε­μείς έ­χου­με α­νάγ­κη α­πό την Εκ­κλη­σί­α, δι­ό­τι ο ι­ε­ρέ­ας εί­ναι α­νώ­τε­ρος και α­πό τον Βα­σι­λέ­α.

Γέροντος (Αγίου) Ιακώβου Τσαλίκη

Απομαγνητοφωνημένη συζήτηση

Πηγή: Ηλιας Καλλιωρας

 

Μοιραστείτε το άρθρο