Της Χαριστής Κουκουμπεδάκη
Γέρικα κουρασμένα χεροπάλαμα
Σα ιδείς δυο χέρια γέρικα και πολυκουρασμένα
αξίζει τως να τα φιλείς γιατί ναι αγιασμένα…
Δούλεψες πόσες κάμανε ετούτα τ’ άγια χέρια
και πόσα επαλαίψανε χειμώνες καλοκαίρια..
Μερού νυχτού φαμεγικές πόσες δεν είχαν κάνει
και πόσα επεράσανε που αθρώπου νους δε βάνει…
Πόσο τυραννηστήκανε στη βλοημένη ζήση
και μύρια αγαθόκαλα πόσά ‘χαν κουβαλήσει…
Να θρέψουνε τη φαμελιά να μην τση λείψει πράμα
κι εδά να ζουν τσ’ αμοναξάς και τση ξενιάς το δράμα..
Πόσα σκαψίματά ‘καμαν σ’ αυτής τση γης τον τόπο
σαν ήτονε στη νειότη ντως με ίδρο και με κόπο…
Κι επάλαιψαν στσ’ αναθροφής απού πρεπε το χρέος
ως πολεμά στη ζήση ντου και κάνει κάθα νέος…
Και δεν εκλέψανε ποτέ ‘νούς κρομμυδιού το φύλλο
κι εδά ‘ναι ξερακιάρικα σαν του δεντρού το ξύλο..
Κι εσταυροχεριατήκανε σαν κόπιασαν τα γέρα
και τα βαστά το τρέμουλο την κάθα μιαν ημέρα..
Πογερασμένα κάθουνται και πικροχολιασμένα γιατί στο περιθώριο τα χουνε πεταμένα…
Και δεν μπορούν μούδε ψωμί να πιάσουνε να φάνε
κι ένα ποτήρι με νερό εδά δεν τως σε πάνε…
Κι απού το Θιο ξεκούραση θερμοπαρακαλούνε
αφού στην έρμη μοναξά δε θένε μπλιο να ζούνε…..