Γράφει ο Μανώλης Γ. Ψαρουδάκης*
Με αφορμή την πολύ ενδιαφέρουσα, πρόσφατη διαδικτυακή ημερίδα της Περιφέρειας Κρήτης με θέμα: “Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργασίας για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου και των ορεινών περιοχών της Κρήτης” και τη συμμετοχή μου σε αυτή, θα ήθελα να μοιραστώ μερικές σκέψεις για το θέμα . Προσωπικά, θεωρώ χρήσιμη κάθε συνεισφορά και πρόταση γύρω από την όποια μελλοντική δράση για προστασία και ολοκληρωμένη ανάπτυξη των αγροτικών και ορεινών περιοχών, της περιφέρειας μας και των περιοχών της ενδοχώρας του Ρεθύμνου ειδικότερα.
Ο παραγωγικός διάλογος των ενδιαφερόμενων πολιτών είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρος και περισσότερο από ποτέ αναγκαίος, μιας και βρισκόμαστε τόσο στη μεταβατική περίοδο μεταξύ των δύο προγραμματικών πλαισίων της ΕΕ, όσο και στο μεταίχμιο ελπίζω, της μετα covid εποχής. Λόγω των ειδικών συνθηκών που βιώνουμε, αλλά κυρίως λόγω των αλλαγών στην κοινωνική μας συμπεριφορά οι οποίες επήλθαν το τελευταίο δραματικό διάστημα, ήδη γίνεται λόγος για το νέο ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν οι ορεινοί προορισμοί ειδικότερα ως νέοι τουριστικοί προορισμοί, κάτι το οποίο απαιτεί την επικαιροποίηση των προγραμμάτων μας..
Για μένα, εάν κάποιος επιθυμούσε να προτεραιοποιήσει τιςπλέον σημαντικές και άμεσες σχετικές παρεμβάσεις, θα έπρεπε να λάβει υπ΄ όψιν ως κεφαλαιώδους σημασίας, τα εξής:
ΠΡΩΤΟ: την αναγκαιότητα για υποστήριξη της πληθυσμιακής αύξησης των περιοχών μας, για να αποκτήσουν όλα τα αναπτυξιακά σχέδια ουσιαστικό περιεχόμενο. Αναφέρομαι, εδώ στο πρότυπο ενός σχετικού και επιτυχημένου προγράμματος της Κύπρου:
Πρόκειται για μία δράση όπου επιδοτείται με σημαντικά ποσά η μετεγκατάσταση ανθρώπων σε ολιγάριθμες ορεινές και μειονεκτικές κοινότητες. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στο “Στεγαστικό Σχέδιο Αναζωογόνησης Ορεινών, Ακριτικών και Μειονεκτικών Περιοχών”, του Κυπριακού Υπουργείου Εσωτερικών (βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως το υψόμετρο της περιοχής εγκατάστασης, την απόσταση από αστικά κέντρα και μέγεθος οικισμών μικρότερο των πεντακοσίων κατοίκων. Τα ποσά της επιχορήγησης είναι σημαντικά: Από 30.000 έως 50.000 Ευρώ, και σε ειδικές περιπτώσεις – πολύτεκνες οικογένειες, έωςκαι 75.000 Ευρώ!). Κάτι αντίστοιχο, ως αυτοδιοίκηση διεκδικούμε και , εδώ, με επιπλέον ενδεχόμενη ενίσχυση μέσω ΕΣΠΑ, με προτεραιότητα την αναστήλωση παραμελημένων οικιών και υποδομών των οικισμών μας για αυτό τον σκοπό .
ΔΕΥΤΕΡΟ: Κάτι ακόμη που θα πρέπει να δούμε για την νέα περίοδο, είναι η ενίσχυση της ασφαλούς διαμονής κατοίκων και επισκεπτών στις περιοχές μας. Αναφέρομαι εδώ τόσο στην έμπρακτη ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας και προστασίας από παραβατικές συμπεριφορές, όσο και την υγειονομική ασφάλεια, μέσα από την παροχή αξιόπιστων υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας στον πληθυσμό τους.
ΤΡΙΤΟ : Τέλος, ένας βασικός άξονας προβληματικής μας, θα πρέπει θεωρώ ότι θα πρέπει να είναι και η κατά το δυνατόν άρση της μειονεκτικότητας τους ως προς τις υποδομές ψηφιακής προσβασιμότητας, αλλά και η παροχή σύγχρονων υπηρεσιών τόσο εκπαίδευσης, όσο και δια βίου κατάρτισης, τις οποίες χρειαζόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό από αλλού.
Συνεπώς: ΑΝΘΡΩΠΟΙ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ- ΠΡΟΣΒΑΣΙΜΟΤΗΤΑ
Σε τομεακό επίπεδο τώρα, ένας από τους άξονες του σχεδιασμού μας ήδη υλοποιείται (και επιθυμούμε να συνεχιστεί έτσι) με βάση την υιοθέτηση ενός μοντέλου βιώσιμου τουρισμού, εστιασμένου σε διακριτές επιμέρους δραστηριότητες. Δραστηριότητες όπως, ο τουρισμός ευεξίας, ο αγροτουρισμός, καθώς και ο τουρισμός φυσιολατρίας, ο θρησκευτικός – προσκυνηματικός, ο τουρισμός υπαίθριων δραστηριοτήτων (αθλητισμός, ποδηλασία, ορειβασία, κ.α.). Η σχετική, παγκοσμια τάση, λόγω και της πανδημίας, γίνεται κάθε μέρα εμφανέστερη.. Θα πρέπει βέβαια να υποστηριχθεί ισόρροπα και η τοπική παραγωγή: αξιοποίηση των παραδοσιακών τεχνών, η παραγωγή τυποποιημένων παραδοσιακών προϊόντων υψηλής ποιότητας, με κριτήριο το κατά πόσο μπορούν να συμβάλουν στην συγκράτηση του τοπικού πληθυσμού και γενικότερα την ανάπτυξη και ανασυγκρότηση της οικονομικής ζωής. Επίσης πρέπει να βρούμε αποτελεσματικότερους τρόπους για να προχωρήσει γρηγορότερα η ανάπτυξη των σχετικών δικτύων και τουριστικών διαδρομών φυσιολατρικού, αρχαιολογικού, θρησκευτικού και ιαματικού τουρισμού με τη δημιουργία – βελτίωση των υποδομών (οδικά δίκτυα, μονοπάτια, σημάνσεις, θέσεις φυσικής αναψυχής, παρατηρητήρια), αλλά καιη ολοκλήρωση των ανασκαφών, και η ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και θρησκευτικών μνημείων.
Ως προς τη μεθοδολογία τώρα, αυτό που θα πρέπει να αναζητήσουμε για όλες τις σχετικές δράσεις, είναι η συνέργεια και ο συντονισμός μεταξύ των επιμέρους προγραμματισμών και αρμοδιοτήτων των φορέων διαχείρισης και ανάδειξής , όπως η Περιφέρεια Κρήτης, οι εκάστοτε εμπλεκόμενοι ορεινοί Δήμοι μέσω του ΑΚΟΜΜ, όπως επίσηςιδιαίτερα χρήσιμη αναμένω να είναι και η συνεισφορά των νέων υποστηρικτικών δομών, όπως για παράδειγμα το “ΔΙΚΤΥΟ ΙΔΑΙΟΝ¨”, ή η “ΔΑΙΔΑΛΟΣ ΑΕ ΟΤΑ”.
Επί του πρακτέου, αναζητώντας επιτυχημένα παραδείγματα κοινής εργασίας και ανταλλαγής καλών πρακτικών, θεωρώ ότι ένα πραγματικά πολύτιμο μοντέλο τέτοιας συνεργασίαςαποτελεί το πρόγραμμα του INTERREG με τίτλο GEO-IN: Γεωτουρισμός στα νησιωτικά γεωπάρκα το οποίο αφορά στα Γεωπάρκα του Ψηλορείτη και της Σητείας στην Κρήτη, της Λέσβου στο Βόρειο Αιγαίο και του Τροόδους στην Κύπρο. Πρόκειται για περιοχές που αποτελούν σημαντικά μνημεία γεωλογικής κληρονομιάς, ενταγμένα στο Δίκτυο των Ευρωπαϊκών Γεωπάρκων και είναι επίσημα αναγνωρισμένα ως γεωπάρκα της UNESCO. Η μέχρι στιγμής συνεργασία μας έχει συνεισφέρει στην ανάδειξη της ιδιαίτερης σημασίας που έχει αυτή η κληρονομιά ως προς την επιστημονική και εκπαιδευτική της αξία, την ποιότητα και τη σπανιότητα της , σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Είναι κάτι το οποίο αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα που αναδεικνύει, ως πρότυπο πλέον, τις αναπτυξιακές ευκαιρίες και δυνατότητες που ανοίγονται για τις περιοχές μας αυτές, μέσω της προβολής, προστασίας και αξιοποίησης αυτής της μοναδικής κληρονομιάς και ταυτότητας, για τη βιώσιμη ανάπτυξη των τοπικών κοινοτήτων και την ανάδειξη τους σε γεω-τουριστικούς προορισμούς.
Συμπερασματικά, αυτό που θεωρώ ότι κύρια θα πρέπει να διατρέχει τις επιτυχείς πρωτοβουλίες τις οποίες αναζητούμε, θα πρέπει να είναι η συνεισφορά τους σε μία πρώτιστα βιώσιμη τοπική ανάπτυξη με ταυτόχρονα υψηλή συνεισφορά στην τοπική οικονομία και επιχειρηματικότητα, τονίζω το τοπική εδώ. Χρειαζόμαστε πρώτιστα έναν ολοκληρωμένο και χωρίς κενά τοπικό και στη συνέχεια Περιφερειακό αναπτυξιακό σχεδιασμό των όποιων προβληματικών ορεινών περιοχών μας. Είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη να σκύψουμε στα τρέχοντα, νέα δεδομένα που αφορούν στις περιοχές μας, μεγάλη προσοχή και επιμέλεια. Σήμερα μιλάμε πλέον για ένα δραματικά διαφορετικό τοπίο, με άλλες συνθήκες (και αντίστοιχα προβλήματα αλλά και ευκαιρίες) που έχει δημιουργήσει τόσο η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, όσο φυσικά και αυτή της πανδημίας.
Χρειάζεται λοιπόν συνεργασία και ανασύνταξη των δυνάμεων μας για μια αποτελεσματική επανεκκίνηση εν όψει της μετα-πανδημικής περιόδου.
Όσο κι αν μας φαίνεται σήμερα μακρινή η επόμενη ημέρα, αυτή θα έλθει, και νομίζω ότι θα πρέπει με επιμονή και συνέπεια να την προετοιμάσουμε και να προετοιμαστούμε για αυτήν.
Γιατί:
Όσο κι αν είναι καταχνιά
και σκοτεινιά μεγάλη,
Θα τηνε βρει την περασιά
ο Ήλιος να προβάλει .
* Ο Μανώλης Γ. Ψαρουδάκης είναι Aντιδήμαρχος Αμαρίου και Αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ρεθύμνης