Του Μιχάλη Στρατάκη
Της Αγίας Άννας σήμερο και στο νου μου ήρθε η Αγία Άννα του Τζερμιάδο.
Το Τζερμιάδο είναι η διαμαντόπετρα στο δαχτυλίδι του λασιθιώτικου οροπέδιου και δε σταματά να στραφταλίζει μήτε μέρα, μήτε νύχτα και να σκορπίζει ομορφάδες, ίδιες με τις ψυχομορφάδες των αθρώπων του.
Σε μιας αμαθιάς απόσταση βρίσκεται το Δικταίο Άντρο, η σπηλιά στα έγκατα τση γης, όπου εγεννήθηκε ο Δίας.
Και στο Τζερμιάδο, μια πολυκαιρισμένη εκκλησά, κάτω από την επιφάνεια τση γης βρίσκεται.
Είναι η παλιά εκκλησά τσ’ Αγίας Άννας, στο νεκροταφείο του χωριού, που για να μπεις μέσα από το πορτάκι της πρέπει να σκύψεις και να κατεβείς σκαλούνια.
Κάθε φορά που σκαρφαλώνω στο Οροπέδιο, για να ξεπλαντάξω, σκαλώνω σ’ αυτό το κοιμητήριο και μπαίνω στην υπόγεια Αγία Άννα, για να κολλήσω τα κομμάτια μου και να μιλήσω στσοι ποθαμένους, απού κείτονται γύρωθε τση.
Δε με τραβά και καμιά εντύπωση δε μου κάνει η καινούρια πλουμιστή εκκλησά απού εχτίσανε οι Τζερμιαδιανοί στο πανωκαύκαλο τση παλιάς εκκλησάς.
Και ξωμολογούμαι την αμαρτία μου, μήτε μια φορά δεν αιστάνθηκα την ανάγκη να περάσω το κατώφλι τση καινούργιας, ενώ αμέτρητες φορές αυτολειτουργήθηκα στην πλακωμένη εκκλησά, κι ήμουνε εγώ ο δεσπότης, εγώ κι ο παπάς, εγώ κι ο ψάλτης, εγώ κι ο καντιλανάφτης, εγώ κι ο πιστός.
Επήρανε τση τσ’ Αγίας Άννας και τσ’ εικόνες και τα μανουάλια και τα θυμιατά, και στολίσανε την καινούργια εκκλησά στο πανωκαύκαλο τση, που για να τη χτίσουνε, εκαταστρέψανε και το θόλο τση παλιάς.
Μοναχά το ξυλόγλυπτο τέμπλο με το Χριστό και την Παναγία δεν τση πήρανε, γιατί ‘τανε μια σταλιά και δε βολεύανε να μπούνε στην καινούργια.
Κι όμως, σαν κατεβεί ο άθρωπος τα σκαλούνια και σχεδόν κουκουβιστός περάσει τη σιντερένια πόρτα τσ’ Αγιάς Άννας, καταλαβαίνει πως εμπήκε στο ιερό των ιερών.
Μπορεί να ‘ναι η χάρη της Αγίας που το κάνει.
Μπορεί να ‘ναι και οι ψυχές, που για πολλούς αιώνες σ’ αυτό το εκκλησάκι εγροικήσανε τον ύστατο αποχαιρετισμό που το κάνουνε.
Μπορεί να ‘ναι και η κουζουλάδα μου, που μου λέει πως για να βρω το Θεό, πρέπει να κατεβώ πολλά σκαλούνια, κι ύστερα να πάρω φόρα και να ντακάρω να σκαρφαλώνω όθε τ’ απάνω.
Μπορεί να ‘ναι και οι ποθαμένοι, που κείτονται στο ίδιο βάθος με την Αγία Άννα και ποβεγγερίζουνε.
Μπορεί να ‘ναι και η αντίδραση μου στο άδικο που θαρρώ πως εγίνηκε, άμα επλακώθηκε η παλιά εκκλησά από μια καινούρια.
Μπορεί να ‘ναι κι όλα αυτά τα «μπορεί» μαζί.
Σ΄αυτή την Αγία Άννα του νεκροταφείου του Τζερμιάδο πέμπω το νου μου κι απόψε.
Για να ξεπλαντάξει, για να κολλήσει τα κομμάθια του και για να αυτολειτουργηθεί.