Η εορτή της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου, μία από τις σημαντικότερες του εορτολογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιορτάζεται με ιδιαίτερη λαμπρότητα και κατάνυξη κάθε 15 Αυγούστου, τιμώντας την ειρηνική μετάσταση της Μητέρας του Χριστού στους ουρανούς.
Σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση, μετά τη Σταύρωση του Ιησού, η Θεοτόκος διέμενε στο σπίτι του αγαπημένου μαθητή του Κυρίου, του Ευαγγελιστή Ιωάννη, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τη μητέρα τους Σαλώμη. Τρεις ημέρες πριν από την εκδημία της, άγγελος Κυρίου —κατά την παράδοση ο Αρχάγγελος Γαβριήλ— της ανήγγειλε το τέλος της επίγειας ζωής της.
Η Θεοτόκος δέχθηκε το μήνυμα με χαρά και προσευχήθηκε στο Όρος των Ελαιών, εκεί όπου συνήθιζε να προσεύχεται και ο Κύριος. Επιστρέφοντας στο σπίτι του Ιωάννη, ανακοίνωσε την επικείμενη κοίμησή της.
Τη στιγμή εκείνη, οι περισσότεροι απόστολοι βρίσκονταν σε διάφορα μέρη του κόσμου κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Όμως, κατά θαυμαστό τρόπο, νεφέλη τους μετέφερε στα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι της Παναγίας, ώστε να παρευρεθούν στην ιερή στιγμή της εκδημίας της. Μαζί τους, κατά την παράδοση, ήρθαν και σημαντικές μορφές της πρώτης Εκκλησίας, όπως ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος, ο Απόστολος Τιμόθεος και άλλοι θεοφόροι Ιεράρχες.
Με ύμνους και ψαλμούς, το τίμιο σώμα της Παναγίας ετάφη στη Γεθσημανή. Ωστόσο, τρεις ημέρες αργότερα, όταν ο Απόστολος Θωμάς —που έλειπε από την κηδεία— ζήτησε να προσκυνήσει το Σώμα της Θεομήτορος, ο τάφος ανοίχθηκε και βρέθηκε κενός. Η Παράδοση της Εκκλησίας διδάσκει ότι η Θεοτόκος αναστήθηκε και ανελήφθη σωματικώς στους ουρανούς.
Έκτοτε, η Εκκλησία την τιμά ως «Μητέρα της Ζωής», πρεσβεύτρια όλων των ανθρώπων προς τον Υιό της και Λυτρωτή του κόσμου. Οι πιστοί προστρέχουν σε εκείνη με αγάπη, πίστη και ευγνωμοσύνη, αναφωνώντας:
«Χαίρε, ώ Μήτερ της Ζωής»