του Αντώνη Κουκλινού
Αρχές του 80 ήμουνε ανεμαζωξάρης στη χώρα, γιατί έπαιζα κάθε βράδυ σε διάφορα κέντρα…
Ήτονε ένα φεγγάρι που ήθελα να ασχοληθώ με το λαγούτο και γενικά με τη μουσική που με τραβούσε τότε περισσότερο.
Σαν επάγγελμα βιοποριστικό, δεν το είδα ποτέ το όργανο και ούτε σαν ιδέα μου άρεσε, απλά ήθελα να διασκεδάζω τον κόσμο και μαζί μ’ αυτούς να περνώ και του λόγου μου καλά.
Εκείνη την εποχή έσαζα ένα καινούργιο λαγούτο (αυτό που έχω και σήμερα) στου Δημήτρη Αγριμάκη που το μαγαζί ντου ήτονε στο Καμαράκι, σ’ ένα στενό μέσα.
Λόγω του λαγούτου επήγαινα ταχτικά εκειά να παρακολουθώ πως το σάζει.. και σά ν’ έφευγα επήγαινα λίγο πλιά κάτω στο ραφείο στου Μανώλη του Ράφτη του λαγουθιέρη από τη Λοχριά που ητονε απέναντι απο του Πλαίτη το καφενείο.
Έκειά εμαζώνουντονε πολλοί καλλιτέχνες και τα λέγαμε… σηνήθως εκουβεδιάζαμε που παίζαμε το Σαββατοκύργιακο και πως επεράσαμε.
Πάντα υπήρχανε όργανα στου ράφτη για να παίζομε και θυμούμαι πολλές φορές το Ροδάμανθο να μα σε κάνει παρέα, μα και πολλούς άλλους καλλιτέχνες.
Μνιά ν’ ημέρα επέρασα από του Αγριμάκη, για να ιδώ πως πάει η κατασκευή του λαγούτου και γροικώ ένα λυράρη να δοκιμάζει μνιά λύρα…
Μόλις επρόβαλα στη μ-πόρτα μου κάνει ο Δημήτρης…
-Έλα μέσα μπρέ Κουκλινέ και θέμενε ένα λαγουθιέρη να δοκιμάσει τη λύρα ο Παντελής…
Ξανοίγω σαν εμπήκα και θωρώ το μεγάλο λυράρη Παντελή Σταυρουλάκη να κάθεται σε μνιά καρέκλα να βαστά τη λύρα.
-Καλώς το Κουκλινό μου κάνει.. έλα πχιάσε ένα λαγούτο να παίξομε παρέα μνιά κοντιλιά.
Ξεκρεμά από μια μ-πρόκα ένα λαγούτο ο Δημήτρης και μου το δίδει…
-Κουκλινέ γνωρίζεις το Σταυρουλάκη; έχετε παντήξει να παίξετε παρέα; μικιός είσαι και δε νομίζω μου κάνει ο Αγριμάκης.
-Δε ν’ έχομε παίξει μαζί, αλλα πχιός μερακλής δε γνωρίζει και δεν έχει ακουστά τη λύρα του Σταυρουλάκη.
Εχαμογέλασε ο Παντελής και σέρνει τη καρέκλα κοντά μου και μου κάνει….
-Κάτσε Κουκλινέ ανε θες να μη στέκεις, να παίξομε.
-Όη Παντελή καλιά χω να στέκω αδέ σε πειράζει…
-Κι εγώ σκιάς θα σηκωθώ απου να σε γροικώ και να σε ξανοίγω.
Επατήσαμε κι οι δυό μας στη καρέκλα απάνω και ξεκινά πρώτα Αστερουσιανές κοντυλιές.
Στο γιασεμί κτίζω φωλιά κι άλλο πουλί μη χτίσει,
γιατί ναι το κλαδί λιανό και θα μα σε γκρεμίσει.
Η αρμονιά του δοξαργιού με τα δάχτυλα επλημμύρισε μουσική το οργανοποιείο του Δημήτρη και επειδή ήτονε και μικιός ο χώρος ήτονε ο ήχος πραγματικά μεθυστικός.
Εστάθηκε μνιας στιμής και βάνει ρετσίνα στο δοξάρι… επάτησε τσι κόρδες να στρώσουνε και ξανα κουρδίζει τη λύρα…
Ξανα πχιάνομε τα όργανα και ξεκινά ένα συρτό απου είναι ύμνος στη μουσική τση Κρήτης…
Να ‘σουν αέρας να ‘μπαινες μέσα στα σωθικά μου,
να ‘θώρειες ποιά ‘ναι η γι-αφορμή που καίγετ’ η καρδιά μου.
Δε ν’ υπάρχουνε λόγια να περιγράψεις αυτό που γροικούνε τ’ αφτιά μου…
Ο Αγριμάκης είχενε βάλει τα χέργια ντου σταυρωτά στη ν’ αμπασκάλη ντου κι ακουμπισμένος στο πάγκο εγροίκα τσι μελωδίες του Παντελή.
-Ωραία λύρα Δημήτρη και οντε θα στρώσει, θα φανεί πλιά καλά η αξία τζη…
Ο οργανοποιός δίδει ψυχή στο κάθε όργανο που θα κατασκευάσει…δένεται μαζί ντου, οσά ντη μάνα απου γεννά το κοπέλι…
Ειδικά στα χέρια του καλλιτέχνη οντε το βαστά να παίζει και γροικά τον ήχο ντου, νιώθει διπλή ευχαρίστηση… πόσο μάλλον να του λέει πενάδια ένας λυράρης σα ντο Σταυρουλάκη.
Επαίξαμε αρκετή ώρα, για μένα ήτονε μια μοναδική εμπειρία που είχα την τύχη να βρεθώ εκείνη την ώρα που δοκιμάζανε τη λύρα και να γνωρίσω από κοντά το Σταυρουλοπαντελή.
Μετά από καιρό εβρέθηκα στο Χάρακα στο χωργιό ντου, με το Ραπτάκη το Νικολή από τσι Μάκρες να παίξομε σε μνιά βάφτιση.
Ήτονε καλεσμένος ο Παντελής και μόλις τον είδα χάρηκα γιατί πίστεψα ότι θα έχω την ευκαιρία, να ξαναπαίξω μαζί ντου.
Δεν έγινε τελικά γιατί μας είπανε από τη βάφτιση ότι είχενε αρρωστήσει και δε παίζει λέει μπλιό σε γλέντια γιατί αν έπαιζε θα ν’ είχανε λυράρη εκείνο στη βάφτιση.
Νοιώθω όμως από τους τυχερούς που έστω και για μνιά φορά εβρέθηκα δίπλα ντου και τον άκουσα να παίζει συνοδεύοντας τη κοντυλιά ντου εγώ, με το λαγούτο.
Ένας άνθρωπος που άφησε μεγάλο έργο πίσω του και ετίμησε το Χάρακα, τα Αστερούσια, μα και τη Κρήτη ολάκερη με τη μουσική και τα τραγούδια ντου.
Αλήθεια πχιός δε γνωρίζει τα αθάνατα συρτά του Παντελή και όχι μόνο…
Δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο που ετοίμαζε γιατί η μοίρα του επιφύλασσε άλλα…
Έφυγε (σκοτώθηκε) το 82 νομίζω στα πενήντα ένα του…(με διόρθωσε η κόρη του η Μελανθία στα 47 του σκοτώθηκε).
Ένας άθρωπος, ένας καλλιτέχνης, που είχε ήδη αφήσει το στίγμα του, στη μουσική μας παράδοση.
Στη συνέχεια γνώρισα και συνεργάστηκα για μιά δεκαετία το Παπαδάκη το Μανώλη (Μανιάς) που ήταν ο άξιος συνεχιστής του Παντελή και σε κάθε γλέντι τον τιμούσε δεόντως.
Δυστυχώς έφυγε κ’ αυτός πολύ νωρίς….!
Ο Χάρακας είχε πολλούς αξιόλογους μουσικούς που είχα τη τύχη να γνωρίσω και που θα γράψω και για εκείνους σιγά, σιγά… όπως ο Τζιβιδίκος, (ο μάγος του μαντολίνου) ο Τσουρλοδημήτρης και ο Τζαμπάζης… που δυστυχώς δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω…
Ένας αξιόλογος μερακλής είναι και ο Γιώργης ο Σφακιανάκης (Σφακιάς) που με το μαντολίνο ντου ”κεντά” τσι κοντυλιές του Παντελή και γενικότερα τα Στερουσιανά ακούσματα.