Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Κάθε πράμα τέλος έχει, κι ούλα καταλιούνται σε τουτηνέ τη ζήση.
Οπροχθές το λοιπόν, εχάλασε η τελεόραση του σπιθιού μας μετά απο 15 χρόνια.
Ήκανα και εγώ το σταυρό μου απ’ τη χαρά μου πως θελα γλιτώσω μπλιό απ’ τσ’ αγριοφωνάρες του Αυτιά κάθε ταχινή τα Σάββατοκύριακα και απ’ τσ’ αρουβαλιές απου λέει..
Κι όι πράμα άλλο , μόνο εφοβούμουνε πως θελα μου κάμει τη μάνα μου Δεξιά με τόσανα παινέματα απου κάνει του Μητσοτάκη, κι εστόσανα σάλια.
Και μεις στο σπίτι μας ήμαστονε πάππου προς πάππου Αριστεροί..
– Καλιά μάνα ! Εξεμπλέξαμε ! Και δε μας σε χρειάζεται κι άλλη.. Τση πα εγώ χαρούμενη!
– Ήντα λέει;; Α δε μου πάρεις άλλη θα ποθάνω απ’ τη στενοχωρία μου..
Πως θα περνά η μέρα μου επαέ μέσα στο σπίτι αμοναχή μου;
Δε με θέτε και δε μ’ αγαπάτε .. Να ποθάνω να ξεμπλέξετε απ’ ονομίς μου… Εβαταλάλιε εκείνη, κι επάθιε στα ευαίσθητα σημεία μου.
Και μου κλαίγουντονε κι ούλη την εβδομάδα τηλεφωνικώς.
Σάμε τη Παρασκευή το βράδυ το ίδιο βιολί, κλάϊματα και παράπονα, και στην υστεργιά με κατάφερε να τση πάρω άλλη.
Επουσούνισα μιά καινούργια απ’ το χωριό, κι ήφερα τον ηλεκτρολόγο να τηνε στελιώσει.
Τηνε στέλιωσε ο άνθρωπος και ήφυγε αφού τονε πλέρωσα.
Απο τότεσάς αρχίξανε τα βάσανα μου.
Δεν είχαμε άλλη λήτη στο σπίτι μόνο τση τελεόρασης..
– Εστόσονα δε μ’ αγαπάς και μου ‘φερες ετουτηνέ την ανοσθιά;
Δεν είναι αυτή θεοτική τηλεόραση μόνο να τηνε γιαγύρεις οπίσω να μου πάρεις μιά σα τη παλιά απου είχα! Μου λέει για μιάς η μάνα.
– Ήντα λες μάνα; Γιάντα; Ήντα δε σ αρέσει; τη νε ρώτηξα εγώ απελπισμένη.
– Δε τηνε θέλω σου λέω!!
Αυτή ‘ναι κακοτερένια και φτενή. Που’ ναι η κατίνα τζη; Δεν έχει τόπο να βάλω μηδέ ένα σεμεδάκι, ένα κοφτό, μιά πετσέτα..
Ήντα κοντό θα τα κάμω εστόσανα πλεχτά απου σου τα ‘χω πλεμένα;
Δε παντρεύγεσαι και συ.. Τινος να τα δειξω;
Εκόντεψε να με τρεζάνει όλη τη βδομάδα και να κάνει κόξες..
– Μάνα δεν έχει μπλιό τηλεοράσεις με κατίνα, όλες ετσά φτενές τσοι σάζουνε εδά τα εργοστάσια. Ενα καλούπι έχουνε ούλες. Τση ξανάπα εγώ μπας και ηρεμήσει μα πράμα..
– Και δείχνει και τσ’ αθρώπους μεγάλαρους!!Μου ξαναλέει.
– Αίφνης θωρώ ομπρός μου το Χαρδαλιά με τσοι αγριαματάρες του και φοβούμαι!!
– Γή το Χατζηνικολάου όντε προβαίρνει κάθα αργά να πει τσ’ ειδήσες και με πιάνει τρόμος. Λες και στέκει απο πάνω μου.. Επέμενε η μάνα .
Εκειά βέβαια τη λυπήθηκα γιατί είχε δίκιο..
– Να μη τσοι ξανοίγεις μάνα καθόλου ετουτουσάς απου λες γιατί θα σε τρεζάνουνε.!!
– Και με παλιά και με καινούργια τηλεόραση αυτοί δεν αλλαξοσυρίζουνε..Ακούς;
Τση είπα κι ήδωσα όξω απ’ το σπίτι γιατί δεν άντεχα άλλο τη τραβάγια τζη..
Ολη μέρα ήτονε κατσούφα και δεν την ήβαλε και καθόλου να παίζει..
Ετοιμάστηκα εγώ κι έφυγα για τη Χώρα πεπεισμένη πως σιγά σιγά θα τη συνηθίσει..
Οτι κι είχα φταξει στο Λαράνι απόξω και με παίρνει τηλέφωνο..
– Ελα να τηνε πάρεις γιατί θα τηνε σπάσω να το κατέχεις.!
– Ότι ώρα και να τηνε κεντήσω, μα πρωί, μα βράδυ μου δείχνει το Μητσοτάκη!
– Μόνο να ρθεις να τη ξεστελιώσεις γροικάς;;
Εκειά βέβαια έχει δίκιο!!
Απου οι διαόλοι να τσοι παρουνε α δε μου τρεζάνουνε τη μάνα!
Βάσανα μου δυο βδομάδες εδά.
Βάσανα μου σας σε λέω !!
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τους Παρανύμφους Αστερουσίων