Σύνταξη κειμένου: Γεώργιος Χουστουλάκης
Έχουμε αναρωτηθεί σήμερα, πως κάποτε ζούσε ο κόσμος, χωρίς καμπινέδες, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνο, και χωρίς καν τηλέφωνο, παρά μονάχα με τα γαϊδουράκια. Που ήθελαν μια ώρα το πρωί να πάνε στη δουλειά και μια ώρα να γυρίσουν το βράδυ υπομονετικά στο σπίτι?
Και όμως! Αν είχαμε μια μηχανή του χρόνου να μας γύριζε πίσω, θα βλέπαμε πως μια χαρά ζούσε ο κόσμος τότε, γιατί απλά είχε προσαρμοστεί στα τότε δεδομένα, και γιατί είχε άλλες απολαύσεις και χαρές σαν αντιστάθμισμα!
Όταν προσαρμόζεται κάποιος σε μικρή ηλικία, μια χαρά προσαρμόζεται σε όλα!
Δεν διαμαρτύρεται, γιατί δεν έχει δει τα καλύτερα, και προσπαθεί, με αυτά που έχει και διαθέτει να περνά όσο μπορεί άνετα και πιο ευχάριστα!
Δεν τον ένοιαζε που δεν είχε το αμάξι και να πεταχτεί στο λεπτό κάπου! Και με τα πόδια έπαιρνε το δρόμο να διανύσει μεγάλες αποστάσεις, αλλά και με το γαϊδουράκι καρτερικά το καβάλαγε να τον πάει αργά αργά στη δουλειά του!
Και με το γαϊδουράκι που πήγαινε στη δουλειά του, το μεροκάματο μια χαρά το έβγαζε, και μάλιστα πολλές φορές έκανε σπίτια και στα παιδιά του, όταν τα πάντρευε!
Και σήμερα ωστόσο υπάρχουν ελλείψεις, μάλιστα σε σημείο να κάνουν λιγότερο ποιοτική τη ζωή κάποιων, από ότι θα ζούσαν κάποιοι άλλοι στα χρόνια εκείνα!
Κι όμως και σήμερα, ακόμα και με τα λίγα, πολλοί περνάνε καλά, τόσο καλά, που θα τους ζήλευαν ακόμα και εκείνοι που είναι οικονομικά ανεξάρτητοι!
Η κοινωνία των Μοιρών, τη δεκαετία του ’30, υπήρχαν λίγες οικογένειες πλούσιες που ξεχώριζαν, και οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα!
Όταν όμως ο πλούσιος βοήθαγε το φτωχό, εκείνος του φίλαγε το χέρι!
Τα ντυσίματά τους ήταν συντηρητικά, και οι άνδρες φορούσαν την κρητική βράκα, και τη κρητική κιλότα, η οποία βέβαια τους βόλευε περισσότερο.
Υπήρχαν και τότε τα κουστούμια, για όσους είχαν μια σοβαρή θέση σαν υπάλληλοι σε διάφορες υπηρεσίες, η οργανισμούς, και κυρίως οι μεγαλέμποροι.
Μου έλεγε μια γυναίκα, όταν ήταν 15 χρονών, πως κεντούσε στην αυλή της ένα σεμεδάκι, στο σπίτι της στις Μοίρες, με το γνωστό σε όλους θέμα «ο πρίγκιπας της Κνωσσού».
Πέρασε μια πρώτη της θειά και τη βλέπει να κεντάει τον «Πρίγκιπα», περίπου θα ήταν το 1953, και τη ρώτησε:
-Μα ήντα θα το κάνεις δα, ετονά το σεμεδάκι Βασιλεία;
-Θα το βάλω στο ράδιο, πάνω στο τραπεζάκι μου όταν παντρευτώ!
-Πω πω! Τι όνειρα κάνεις κοπέλα μου, που ονειρεύεσαι μια μέρα να έχεις και συ δικό σου ράδιο! Της απάντησε απορημένη η θεία της.
Πράγματι, μόνο πλούσιοι και αριστοκράτες μπορούσαν να ονειρεύονται να έχουν ένα ράδιο στο σπίτι τους, πριν από το ‘50!
Όταν μάλιστα δεν υπήρχε στα χωριά και σε πόλεις και ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα!
Ας μην πάμε μακριά, οι Μοίρες, ακόμα δεν είχανε ηλεκτρικό ρεύμα πριν το 57!
Το ρεύμα το έφερε ο Πετρακογιώργης με δικό του εργοστάσιο στις Μοίρες, με ατμοκίνητες μηχανές, και πάλι ένα μικρό μέρος των Μοιρών είχε συνδεθεί, και είχαν ηλεκτρικό φως, μονάχα τη νύχτα!
Η Γαλιά είχε ρεύμα εκείνα τα χρόνια με συνεταιρισμό της κοινότητας, και δεν είχαν μεγαλύτερα χωριά, όπως το Τυμπάκι και η Πόμπια!
Ούτε 5 άτομα δεν είχαν ράδιο στις Μοίρες το ’50!
Τηλεφωνείο στις Μοίρες πριν το 1930 δεν υπήρχε, υπήρχε όμως τηλεγραφείο!
Το τηλεγραφείο ήταν στα Καμπουργιανά, προς την έξοδο δηλαδή των Μοιρών για Καπαριανά, και δούλευε με… σήματα μορς!
Η επικοινωνία με το εξωτερικό, γινόταν με τηλεγραφήματα.
Τον ασύρματο τον είχε ο Λευτέρης Καμπουράκης ή Καστελλολεφτέρης, ο οποίος έκανε χρέη δημοσίου υπαλλήλου!
Πήγαινε τα τηλεγραφήματα στα σπίτια, αλλά και έστελνε και προς το εξωτερικό.
Ήταν πολύ ακριβά τα τηλεγραφήματα τότε, και η πληρωμή γινόταν βάσει των λέξεων!
Έτσι, όταν έστελναν τηλεγράφημα στους δικούς τους στην Αμερική, η στη Γερμανία, έγραφαν τα απόλυτα απαραίτητα!
«Πατέρας επόθανε, ελάστε γρηγορότερο»!
Αργότερα που ήρθε και η τηλεφωνία, τότε που δημιουργήθηκε και το Υπουργείο «ΤΤΤ» ( τα τρία ταύ).
Ήταν δηλαδή οι υπηρεσίες του ταχυδρομείου, τηλεγραφείου και τηλεφωνείου, σε μία, και την όλη εργασία την έκανε αρχικά ο ίδιος υπάλληλος.
Οι Μοίρες είχαν και τότε ένα φαρμακείο, με φαρμακοποιό τον Τσαγκαράκη, ένα από τους 9 που εκτέλεσαν οι Γερμανοί.
Η Μοίρες επίσης είχε και ταμείο, και από, όλα τα γύρω χωριά, ερχόταν για τη σύνταξη.
Υπήρχε μία τράπεζα, η Αγροτική, υπήρχε και Γεωργική Ένωση.
Υπήρχε ένα σινεμά, «του ΜΆΝΟΥ», προς τα Καμπουργιανα».
Οι Μοίρες διέθετε και αλμπάτη ( πεταλωτή).
Πεταλουργείο και κτηνιατρείο μαζί, υπήρχε εκείνο του Κώστα Μαρκάκη από τη Γαλιά, με ελάχιστα φάρμακα που κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη.
Κτηνίατρος ήταν στο στρατό ο Κώστας Μαρκάκης, με το βαθμό μάλιστα του ανθυπασπιστή.
Αποτάχτηκε κι αυτός, όπως και όλοι οι άλλοι Βενιζελικοί, στο κίνημα του ’35, από το αντίπαλο κόμμα
Στη κατοχή ο Κώστας, γύριζε τα χωριά και έσωζε όλα τα άρρωστα ζώα της Μεσαράς.
Τα φάρμακα ήταν κυρίως αυτοσχέδια, η πραχτικά με βότανα, και πριν την πενικιλίνη σαν αντιβίωση, χρησιμοποιούσαν και το κινίνο, και το ψαρόλαδο για ενδυνάμωμα, και την σουφλαμιδόσκονη για πληγές.
Επίσης είχαν το κατράμι, μια μαύρη αλοιφή για τις πληγές.
Νοσοκομείο στις Μοίρες δεν υπήρχε! Το πρώτο νοσοκομείο φτιάχτηκε το 1960.
Μπορεί να μην είχαν τεχνολογική υποστήριξη ο κόσμος, τα χρόνια εκείνα, αλλά υπήρχαν άλλα, που δεν υπάρχουν σήμερα.
Υπήρχε η αλληλεγγύη και ο αλτρουισμός. Υπήρχαν οι ταχτικές βεγγέρες, χειμώνα καλοκαίρι, αλλά κυρίως τα καλοκαίρια!
Ο κόσμος έσμιγε, γιατί είχαν απόλυτα την ανάγκη ο ένας του άλλου.
Χόρευαν και τραγούδαγαν οι ίδιοι στις παρέες!
Προτιμούσαν να φάνε παρέα με τον γείτονα τους η συγγενή τους, παρά μόνοι.
Αυτό τους έδινε φτερά, γιατί είχε να κάνει και με τη διασκέδαση τους.
Η καλή παρέα, σήμαινε ταυτόχρονα και ώρα ψυχαγωγίας, γιατί θα επικρατούσε το καλαμπούρι, τα αστεία κουτσομπολιά, αινίγματα και έτσι θα ανέβαινε το κέφι στη παρέα!
Τα πρώτα τηλέφωνα στη Μεσαρά!
Το 1930 στις πόλεις σαν τις Μοίρες ένα μόνο τηλεφωνείο – τηλεγραφείο υπήρχε.
Υπήρχε η δυνατότητα να στείλει κάποιος ένα τηλεγράφημα, η να τηλεφωνήσει σε κάποιον, αλλά ακολουθούσαν κάποια διαδικασία.
Στο τηλεγράφημα, ο χειριστής, σου έλεγε να γράψεις σε ένα χαρτί τις φράσεις που θέλεις να στείλεις, το πολύ δέκα λέξεις, τη διεύθυνση, και εκείνος κατόπιν πατούσε τα σήματα μορς και το έστελνε.
Ο υπάλληλος του άλλου κέντρου, αν ήταν παράδειγμα στο Ηράκλειο, έπαιρνε το τηλεγράφημα και το πήγαινε στη διεύθυνση που έγραφε το τηλεγράφημα η με τα πόδια η καβάλαγε το ποδήλατο.
Στα χωριά της Μεσαράς, αν δεν τα έστελνε με τον ταχυδρόμο τα τηλεγραφήματα ο υπάλληλος, τα πήγαινε ο ίδιος με το μουλάρι η γαϊδούρι!
Και ο ταχυδρόμος που μπήκε αργότερα μαζί με τον τηλεγραφητή, είχε το δικό του ζώο, που αργότερα αντικαταστάθηκε με ποδήλατο η μηχανάκι.
Αν ήταν να πάρεις κάποιο τηλεγράφημα, στο έφερνε ο ίδιος ο τηλεγραφητής στο σπίτι, η αν ήσουν σε άλλο χωριό, με τον ταχυδρόμο.
Ο ταχυδρόμος κάθε δύο μέρες ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο με το μουλάρι, να πάει στα καθιερωμένα χωριά, Ζαρό Βορίζα, και τα κοντινά τους χωριά, και να γυρίσει πίσω.
Ήταν παντός καιρού, και μόνο όταν χιόνιζε η έβρεχε πολύ, δεν πήγαινε, και τα γράμματα και τις επιταγές τα πήγαινε όλα την επομένη!
Τις επιταγές τις εξοφλούσε επιτόπου ο ίδιος ο ταχυδρόμος!
Τώρα, πως γινόταν να συνομιλήσεις με κάποιον άλλον στο τηλέφωνο σε άλλο χωριό όταν δεν ήταν ακόμα αυτόματα τα τηλέφωνα?.
Αν ήθελες να μιλήσεις εσύ ο ίδιος απ’ ευθείας με κάποιον σε άλλο χωριό, και εδώ ήταν χρονοβόρα η όλη διαδικασία!
Ο υπάλληλος χειριστής του πίνακα στο κέντρο, δεχόταν την κλίση σου, που έκανες γυρίζοντας σαν μανιβέλα το μανιατό του τηλεφώνου , που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο, και του ζητούσες να σε συνδέσει «με τον τάδε», στη πόλη, ή σε κάποιο άλλο χωριό.
Γύρναγες λοιπόν το μανιατό στο τηλέφωνο του χωριού σου, που μπορεί να ήταν σε κάποιο γραφείο η καφενείο.
Ο υπάλληλος τηλεφωνητής του πρώτου κέντρου, το άκουγε και το σήκωνε.
Ο τηλεφωνητής στη συνέχεια, έπρεπε να φωνάξει αυτόν που του ζητούσες αν ήταν τοπικό τηλεφώνημα, η πάλι σε άλλο χωριό που μεσολαβούσε άλλο κέντρο, και να σου δώσουν ραντεβού οι τηλεφωνητές, σε δέκα λεπτά η μισή ώρα, ανάλογα την απόσταση, και πόσα κέντρα μεσολαβούν να φωνάξουν τον άλλο στο άλλο άκρο, να περιμένει για να μιλήσετε!
Μπορεί αυτό να έπαιρνε και ώρες!
Άλλο κέντρο με μικρότερο πινακάκι με μια δεκαριά βύσματα, υπήρχε στο Τυμπάκι, που συνέδεε εκεί τα κοντινά χωριά, το Μαγαρικάρι, Κοκ. Πύργο, Βόροι, Καλοχωραφίτης, Κισσούς κλπ.
Των Μοιρών οι τηλεφωνικές οι γραμμές, έφταναν Ζαρό, Βορίζα, μέχρι τον Άη Κύριλλο!
Στις Μοίρες βέβαια υπήρχε από πριν, και υπήρχε ένα μικρό τηλεφωνείο με ένα πίνακα τύπου στρατιωτικού, που ήταν συνδεδεμένα 20 η 30 χωριά.
Στη Γαλιά και στα γύρω χωριά της Μεσαράς, γράμματα και τηλεγραφήματα, τα έφερνε ο Νίκος ο ταχυδρόμος.
Το πρώτο τηλέφωνο στη Γαλιά!
Τότε τα τηλέφωνα ήταν ακόμα χειροκίνητα. Τα αυτόματα ήρθαν το 1957 στα τοπικά κέντρα της Κρήτης.
Το πρώτο πρώτο τηλέφωνο στη Γαλιά ήρθε μεταξύ 1930 με ’34, και ήταν «στου Πανάγο το μαγαζί» ή Μιχάλη Ξεκερδάκη!
Τότε ο Μιχάλης Ξεκαρδάκης, είχε καφενείο και μπακάλικο μαζί, ακόμα και φαρμακείο, στο κέντρο του χωριού.
Τα καφενεία τότε στα χωριά ήταν δύο ειδών. Εκείνα που τα έκαναν αγρότες και τα άνοιγαν μόνο το βράδυ, και τα άλλα που δούλευαν νύχτα μέρα!
Το τηλέφωνο λοιπόν έπρεπε να μπει σε καφενείο που να ήταν σε κεντρικό σημείο του χωριού, και να ήταν μέρα νύχτα ανοιχτό!
Ο καφετζής βέβαια ήταν υποχρεωμένος να κάνει και το χαμάλη τηλεφωνητή και να έχει κα’να δυό ανθρώπους του, να ειδοποιούν τον κόσμο. Και το τηλέφωνο ο κόσμος το πλήρωνε, αρχικά μια κοσάρα, αργότερα μια δραχμή, μετά δύο δραχμές το τηλεφώνημα!
Το δεύτερο τηλέφωνο στη Γαλιά!
Δεύτερο τηλέφωνο στη Γαλιά ήρθε περίπου το 1933, και έπρεπε και αυτό να είναι σε κεντρικό σημείο του χωριού.
Άλλο καφενείο που ήταν μονίμως ανοιχτό το 1930, και σε κεντρικό σημείο, ήταν και του Καψαλοζαχάρη, δίπλα από τη πίσω του πλευρά από ένα δένδρο πιπεριάς που σώζεται ακόμα και σήμερα!
Εκεί ήταν ένα δωμάτιο μεγάλο, και ο Καψαλοζαχάρης το έκανε καφενείο.
Τα καλοκαίρια είχε τραπέζια και κάτω από τη πιπεριά, επειδή έκανε καλό ίσκιο!
Η πιπεριά ήταν μεγάλη και το 1935 όπου εκεί είχαν στήσει δύο τραπέζια μια υπηρεσία που έκανε καταμέτρηση πολιτών, από δημόσιους υπαλλήλους της Εφορίας και του Ταμείου.
Λένε πως τη πιπεριά αυτή, την είχε φυτέψει ο Καψαλοζαχάρης πρίν 30 χρόνια από τότε, δηλαδή το 1900, για να κάνει ίσκιο στο μαγαζί του!
Τέτοια φυτά πιπερόδενδρα, είχε μόνο ο Δαμιανάκης Ζαχαρίας στο σπίτι του, πού ήταν πεθερός του, και λένε πως τη πιπεριά αυτή τη πήρε από εκεί από του πεθερού του και τη μεταφύτευσε!
Είναι πάντως σπάνιο φυτό σε όλη τη Μεσαρά, και «σήμα κατατεθέν» βέβαια στη Γαλιά!
Το δένδρο διασώζεται ακόμα μέχρι σήμερα στο ίδιο σημείο! Είναι δε, τουλάχιστον 117 ετών!
Η παρέα στο καφενείο του καψαλοζαχάρη και ο Παπαγιάννης!
Ήταν ένα βράδυ που οι υπάλληλοι της τηλεφωνικής υπηρεσίας τελείωναν τις τελευταίες εργασίες τους.
Είχαν ήδη κρεμάσει το μαύρο τηλέφωνο στον τοίχο του μαγαζιού του Καψαλοζαχάρη,, σαν το δεύτερο τηλέφωνο του χωριού, και το μόνο που έμενε, ήταν να κάμουν τις δοκιμές τους, να δούνε αν δουλεύει!
Στο καφενείο ήταν μια παρέα με τον νέο ακόμα Παπαγιάννη,(ιερέας του χωριού), και μερικούς γεροντότερους στην ηλικία, και παίζανε χαρθιά!
Ο καφετζής, έβραζε ως το συνήθιζε, διό κιλά προβατίνα, και θα την πλήρωνε αυτός η αυτοί που θα έχαναν στα χαρθιά!
Τότε ακριβώς είχαν τελειώσει και οι δύο υπάλληλοι τη τοποθέτηση του νέου κρεμαστού τηλεφώνου του χωριού, και κάνανε μια δοκιμή να μιλήσουν με το τηλ .κέντρο Μοιρών, όπου και είχαν φυσικά επιτυχία!
Τότε σηκώθηκε από την παρέα ο Παπαγιάννης, και λέει του καφετζή:
-Κάτσε μρέ να πάρω το σύντεκνό μου στο Μαγαρικάρι, να του πω, πως εβάλαμε και εμείς επαέ στο χωριό δεύτερο τηλέφωνο, να με παίρνει όποτε θέλει, μη νομίζει πως μόνο αυτοί έχουν τηλέφωνο στο χωριό τους!
Παίρνει λοιπόν ο Παπαγιάννης τον σύντεκνό του τηλέφωνο και του το λέει, και ο σύντεκνός του από το Μαγαρικάρι, του απαντά:
-Ε καλορίζικο σύντεκνε Παπαγιάννη το νέο τηλέφωνό σας! Εμείς επαέ εστέσαμε στο καζάνι και βράζομε εδά μια ν- αίγα, για να τη φάμε επαέ με τη παρέα! Κρίμα σύντεκνε να μην είσαι επαδά κοντά, θαλα φάς και συ μια μπουκιά, να πχείς και δυό κράσους!
Το άκουσε αυτό ο Παπαγιάννης, το ακούσανε και οι άλλο στη παρέα και του λένε του Παπαγιάννη:
-Μα κοντζάμ Παπαγιάννης, χάνεις εσύ τέθοια πράγματα?
Πώς και δεν αγλακάς να πάς να τους βρείς εκειά με το σύντεκνό σου να φας και συ αίγα?
-Να πάω θέλω! Μάλιστα θα τους προλάβω και πριν φάνε την αίγα! Απαντά ο Παπαγιάννης!
-Αποκλείεται! Δε γίνεται αυτονά που λες Παπαγιάννη!
-Πόσο βάνετε στοίχημα;
-Άμα προφθάσεις και πάς εσύ στο Μαγαρικάρι με τα πόδια, και να προλάβεις να φας και αίγα εκειά πέρα, και να πχείς κρασί, εμείς χάνουμε στοίχημα ένα ολόκληρο αρνί, επαδέ, να το σφάξομε επιτόπου, να το ψήσομε και να το φάμε!!
Σαν τα’ άκουσε αυτό ο Παπαγιάννης, δε χάνει καιρό, ανασκουμπώνει το ράσο του, το δένει στη μέση του, ανασηκώνει και τσι αποδαριές του παντελονιού του, και σπαλαθώνει για το Μαγαρικάρι, αφού έπιασε τα διάφορα λαγκάδια και βουνά και χωράφια, για να κόψει δρόμο!
Και δεν μιλάμε για μια κοντινή απόσταση, αφού θα είναι τουλάχιστο 12 με 15 χιλιόμετρα μακριά, σε δύσβατη διαδρομή! Έπρεπε να διασχίζει και χωράφια χωρίς καν μονοπάτια!
Έφθασε τελικά σαν βολίδα σε μια ώρα στο Μαγαρικάρι, γιατί στα πόδια όταν έτρεχε έκανε φτερά! Δεν τον έπιανε μπάλα στο τρέξιμο!
Την αίγα καλά καλά εκεί, δεν την είχαν ποβράσει όντως ακόμα όταν έφτασε!
Σε μεγάλη έκπληξη βέβαια όλων εκεί που δεν πίστευαν στα μάτια τους, για τούτο το μέγα κατόρθωμα του Παπαγιάννη!
Αμέσως τους πείρε από εκεί τηλέφωνο, και στη συνέχεια έκατσε εκεί, έφαε και ήπιε με τη ψυχή ντου, τη παρέα του συντέκνο του, την έκανε σκαμπίλι, και νύχτα κάποια στιγμή το πήρε πάλι με τα πόδια και γύρισε για τη Γαλιά για το ίδιο καφενείο … αλλά πλέον τροπαιούχος!
Στο δρόμο όμως της επιστροφής σε ένα βουνό κοντά στο Μαγαρικάρι, είχε και ένα αστείο ευτράπελο!
Κοντά σε ένα κονάκι, ένας σκύλος ενός βοσκού, βλέποντας τον Παπαγιάννη να ατζηριτά σα σίφουνας, μια μαύρη φιγούρα να φεύγει αέρας, τον παίρνει από πίσω και τον κυνήγαγε με άγριες διαθέσεις!
Ο σκύλος έφθασε τον Παπαγιάννη, και του τράβαγε το ράσο με τα δόντια, με άγρια μάνιτα, να του το ξεσκίσει!
Ο Παπαγιάννης που πάντα κρατούσε πιστόλι, το έβγαλε νευριασμένος, και γυρίζει επιτόπου και τον πυροβόλησε, και συνέχιζε να ατζηριτά ασταμάτητα!
Τον είδε και ο βοσκός να τρέχει μες τη νύχτα σα δαιμονισμένος, και τον πέρασε λέει …«για διάολο»!
Έτσι , και ο βοσκός άρχισε να αγλακά κι αυτός αθω την άλλη πάντα, να γλυτώσει από το… νέο δαίμονασίφουνα με τα μαύρα, που ξαφνικά εμφανίστηκε στη περιοχή του!
Φτάνει έτσι ίσως νωρίς κιόλας, στο καφενείο του Καψαλοζαχάρη, και οι άλλοι που δεν περίμεναν τις υπεράνθρωπες δυνατότητες του Παπαγιάννη, έσφαξαν τελικά το αρνί, αφού χάσανε στο στοίχημα!
Κατάλαβαν πως ο άνθρωπος αυτός, δεν ήταν σαν τους άλλους, και είχε ιδιαίτερο χάρισμα στο τρέξιμο!
Πρέπει να τονίσουμε, πως τότε οι παπάδες της εποχής, και ιδιαίτερα ο Παπαγιάννης, ήταν ένα με τους κατοίκους του χωριού! Δεν διέφερε πουθενά, ούτε στην τρέλα!
Σε όλη του τη ζωή ο Παπαγιάννης οπλοφορούσε, και έκανε τον αγρότη, πότε έκανε τον φαμπρικάρη, τον κυνηγό, παρά τις απαγορεύσεις του επισκόπου Βασίλειου που είχε το επισκοπείο τότε στους Αγίους Δέκα! Στη παρέα έπαιζε λύρα, τραγούδαγε χόρευε, έκανε κουζουλάδες, καλαμπούρια, και γενικά, έκανε ότι έκαναν και οι άλλοι χωριανοί του!
Κείμενο από αφηγήσεις: κας Βασιλείας Μαρκάκη και κ. Μύρωνα Μαραγκάκη