Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Εκτός που ήταν νεαρή η Αλεξάνδρα, ήταν λεπτή και όμορφη νηπιαγωγός, της έτυχε όμως να πιάσει δουλειά πρώτη φορά, σε νηπιαγωγείο στις Μοίρες!
Σίγουρα γεμάτη ζωή κέφι και χαρά, ξεκίνησε τη πρώτη μέρα της με τα παιδάκια να τιτιβίζουν, και να παίζουν λιγάκι μουδιασμένα σαν πρώτη μέρα, αλλά σε γενικές γραμμές χαρούμενα κι αυτά, που είχαν επιτέλους συνομήλικά τους για παρέα!
Σε κάποια στιγμή πλησιάζει τη δασκάλα ένα παιδάκι, ήταν ο μικρός Γιαννάκης:
-Κυρία – κυρία να τσιρίξω;
-Θες να τσιρίξεις Γιαννάκη;
-Ναι κυρία, αλλά που να τσιρίξω;
-Εδώ Γιαννάκη τσίριξε! Όπου θες Γιαννάκη μου! Όλη η αυλή είναι δική σου!
-Μα κυρία εμένα η μάνα μου, μου ‘πε να μη τσιρίχνω όπου να ‘ναι, και ειδικά μπροστά σε κόσμο!
-Έλα δα Γιαννάκη! Τόσα παιδιά τσιρίζουν από το πρωί, πως θα τσιρίξεις και συ, ένα παραπάνω δε χάλασε δα ο κόσμος, σιγά το πράγμα!
-Εε ντρέπομαι σας κυρία!
-Τσίριξε παιδί μου και μπροστά σε όλους, και σε μένα, εγώ σας αγαπάω όλα τα παιδάκια Γιαννάκη μου, και θα δεις πως δε θα σε μαλώσω!
-Εντάξει κυρία, θα τσιρίξω επαέ μπροστά σας, αλλά δε θα με μαλώσετε!
Αρχίζει ο Γιαννάκης μπροστά στη κυρία να ξεκουμπώνει σιγά -σιγά το παντελονάκι του, και ετοιμαζόταν να ουρήσει!
-Μα τι κάνεις εκεί Γιαννάκη; Είπαμε να τσιρίξεις, δεν είπαμε να κάνεις και … πιπί!
Μετά από δέκα λεπτά να σου και η Στελλίτσα…
-Κυρία, θέλω να πάω βία!
-Που θες να πας με τη βία Στελλίτσα μου;
-Βία μου κυρία!
-Τι είναι αυτό παιδάκι μου;
-Να κάνω πιπί κυρία!
-Και γιατί δεν το λες καθαρά, «θέλω πιπί μου», εγώ που να σε καταλάβω με το «βία»;
Έτσι μου είπανε να το λέω οι γονείς μου στο σπίτι μας, και να μη λέω ούτε «κακά» ούτε «πιπί», γιατί είναι λέει άσχημες λέξεις!
Δεν πρόλαβε να έρθει από το πιπί της η Στελίτσα, να και η Ελενίτσα!
-Κυρία, θέλω εένια!
Άλλο πάλι και τούτο! Μονολογεί η δασκάλα!
-Δεν έχω κούκλα μου τέτοιο πράμα να σου δώσω!
-Όχι κυρία, εγώ θέλω να κάνω εένια!
-Πως θα τα κάνεις παιδάκι μου; Τι πράμα είναι αυτό; Τρώγεται;
-Όχι κυρία, είναι «κακά», δε τρώγονται!
-Κακά θες κόρη μου;
-Μάλιστα κυρία!
-Και γιατί τα λες «εένια»;
-Μα κυρία, στο σπίτι μας έτσι μας έμαθε με τον αδερφό μου να τα λέμε ο πατέρας μου!
Μετά από λίγο, να και ο Μανωλιός…
-Κυρία να πάω να παίξω μια μπιστολιά!
-Άμα δε κάνει πολύ φασαρία το πιστολάκι σου, Μανωλάκι, παίξε μια, και δυο, αλλά σιγανά να μη τρομάξεις όμως τα άλλα παιδάκια!
-Δε κάνω φασαρία κυρία! Αλλά που να πάω;
-Όπου θέλεις πήγαινε, όλη η αυλή είναι δική σου!
Πάει στη κολόνα ο Μανωλιός , ξεκουμπώνει το παντελονάκι του, και κατούραγε στη βάση της κολόνας!
-Μα τι κάνεις εκεί Μανόλη; Εσύ είπες πως θα παίξεις μια μπιστολιά, δε μου είπες πως θέλεις πιπί σου!
Μετά από όλα αυτά τα παλαβά που έτυχε να ακούσουν τα αφτιά της δασκάλας, να ‘σου και έρχεται κουνάμενος – σινάμενος και ο Κωστάκης, κρατώντας στα χέρια ένα κακολυράκι πλαστικό!
-Κυρία κυρία θέλω να παίξω μια κοντυλιά!
-Μη σε νοιάζει Κωστάκη μου! Εδώ είναι η δασκάλα σου να σε βοηθήσει!
Έλα, σας έμαθα πια, ξέρω τι θέλεις, δώσ’ μου το χεράκι σου να σε πάω στη τουαλέτα!
Τον παίρνει από το χεράκι και οδεύουν για τη τουαλέτα!
-Μα κυρία, που με πάτε; Δε κατουργιέμαι!
Η δασκάλα κούναγε το κεφάλι της…
Δε ξέρω πως θα τα βγάλω πέρα…