Δια χειρός Κωστή Λαγουδιαννάκη
Ζιαφέτι τση Μεσόγειος ένα μεγαλονήσι
τη γ-Κρήτη αποθαμάζει τη όποιος κι α ντη γρωνίσει.
Η φύση ετεχνεύτηκε να τη βαροπρουκίσει
και αργαστηροδιάστηκε για να τηνέ μορφίσει.
Περίσσα ναμουντάνικα τα κάλλη κι η θωργιά τζη
οι πόλεις μορφοπλούμιστες είναι και τα χωργιά τζη.
Η Κρήτη τα χωργιουλάκια τζη θωρεί και καμαρώνει
στσ’αξιοσύνης τη γ-κορφή τη μ-πλια ψηλή σκαλώνει.
Βάνει στο ν-τράφο τση πρεπειάς κάθα χωργιό χαλίκι
ρέγετ’η Κρήτη να θωρεί τέθοιο καλαμπαλίκι.
Το κάθα κρητικό χωργιό τη σιρμαγιά ντου βάνει
η Κρήτη ασπροπρόσωπη να βγει στο Μεϊντάνι.
Η μάνα Κρήτη τω χωργιώ ευχαριστίες πλέκει
και ένα-ένα τα καλεί στου λοϊσμού το ζεύκι.
Εδά-εδά εκάλεσε τη Λάστρο απ’τη Στεία
η Λάστρος τσιμογέλασε,κατέχει την αιτία.
Η Λάστρος η κανακιστή ,το μυριστό κηπούλι
ο τόπος ο γεννησιμιός για το γ-Κωστή Φραγκούλη.
Η Λάστρος εθεμέλιωσε το πατρικό ντου σπίτι
κι απόκειας άνοιξε φτερά κι αγκάλιασε τη γ-Κρήτη.
Στη Λάστρο και στο χώμα τζη τα πρώτα ντου τα ζάλα
και από κεια,με το γ-καιρό,στσ’Ακαδημίας τη σκάλα.
Ήτανε τση Ζαμπίας γιος,του Στελιανού Φραγκούλη
στα τέσσερα κοπέλια ντως ήταν το στερνοπούλι.
Εκειά,στη Λάστρο,στο σκολειό γράμματα πρωτογράφει
και στω γραμμάτω μια ζωή θα σπέρνει στο χωράφι.
Απήτις του δημοτικού περάσανε οι χρόνοι
με τσι ξωτάρικες δουλειές του γεωργού σιμώνει.
Ζόρες,κι οι χρόνοι δύσκολοι,οι χρόνοι του καιρού ντου
σα ν-είχανε κιαμιά στραθιά συντρέμει του κυρού ντου.
Σ’όλα τα γυρωτρίγυρα ’νεδιάζει αλαβάρι
κηπουλικά γή και κρασί να δώσει γή να πάρει.
Τη Λάστρο αποχαιρέτηξε κοτζά δεκαεξάρης
στο Κάστρο καταστάλαξε κι ήρθενε προπατάρης.
Τ’ αντρούς πρι να φυτρώξουνε και γένια και μουστάκια
αμοναχός εβρέθηκε στου Κάστρου τα σοκάκια.
Στα ζάλα ντου φρουκάστηκε να φύγει, να μισέψει
εγύρευγε τη ν-τύχη ντου μπα να καλλιτερέψει.
Η καστρινή ντου η ζωή εγύρισε σελίδα
ταχιά-ταχιά εβρέθηκε σε μια εφημερίδα.
Η εφημερίδα “Ανόρθωσις” τ’ Αντρέα του Ζωγράφου
τη ν-τέχνη πρωτοπάντηξε εκειά του τυπογράφου.
Τέχνη γραμμάτω σάικα και θα τη μπεγιεντίσει
θα τση κλουθά , θα του κλουθά σε όλη ντου τη ζήση.
Το τυπογραφείο γίνηκε γι’ αυτόν αλφαβητάρι
το μάθος και η γι-όρεξη βρήκανε δυναμάρι.
Τυπογρφείου έρωντας εφούντωσε στο μπέτη
και τω χεργιώ ντου η δουλειά εί’ ντου στοιχειοθέτη.
Η μπένα ντου εντάκαρε πρώτους καρπούς να δίδει
στη στήλη ντου, “στα πεταχτά”, τσ’ εφημερίδας Ίδη.
Νομπέτι Αθήνας ύστερα στο νέικο ντου βίο
κι η δούλεψη ντου πάλι εκειά μες στο τυπογραφείο.
Πρώτη βολά η μπένα ντου τση ποίησης σιμώνει
ετότες “Μ’ανοιχτά φτερά” τη συλλογή τυπώνει.
Πρώτα πλουμιά τση ποίησης πρεπίζου το γραφτό ντου
και η στοιχειοθέτηση είν’ έργο τω χεργιώ ντου.
Τρεις χρόνους πρι το μ-πόλεμο ρούχα γαμπρίκια βάνει
και καλορίζικο φορεί του γάμου το στεφάνι.
Ο έρωτας τση ζήσης του είν’ η τυπογραφία
και τση καρδιάς κανακιστός έρωντας η Σοφία.
Μαζί σομπροπατήξανε εξήντα τρία χρόνια
κι είδανε και χαρήκανε κοπέλια και εγγόνια.
Πολέμου Οχτώβρης σα φανεί “στα όπλα” τελαλίζει
το μέτωπο τ’ αλβανικό εδά ’χει μετερίζι.
Κι ήρθε η Μαύρη Κατοχή να φέρει τόσους πόνους
στη Λάστρο ξαναγιάγυρε τσι μαύρους κείνους χρόνους.
Κι απής θα φύγει η Κατοχή κι εκείνος θα μισέψει
και πάλι στο Ηράκλειο θα ’ρθει για να κονέψει.
Τυπογραφείο τότεσάς δικό ντου θα στελιώσει
εβάφιτσέ ντο κι όνομα “Ανταίος” θα του δώσει.
Στου τυπογράφου τη δοχή θα ’ν’ από δα και πέρα
και ροδαμίζ’ η μπένα ντου μες στη δική ντου χέρα.
Τσι Καστρινούς τσι λόγιους ο Ανταίος μονιταρίζει
και στο τυπογραφείο ντου το πνέμα εκειά βιγλίζει.
Όσα θωρού ντα μάθια ντου,τ’αυτί ντου ό,τι φρουκάται
τα κάνει χρονογράφημα, η μπένα τα διγάται.
Η εφημερίδα, η “ΠΑΤΡΙΣ”, εκειά εδά τα γράφει
ο Φραγκούλης με ψευδώνυμο Ανταίος υπογράφει.
“Οι Λόγοι κι οι αντίλογοι” τσ’ εφημερίδας στήλη
αρίφνητοι και διαλεχτοί τση στήλης του οι φίλοι.
“Οι Λόγοι κι οι αντίλογοι” καρπίζουνε στσι κλώνους
και τσι ’γραφε καθημερνώς τριάντα πέντε χρόνους.
Κι ο ασταχός ζαρίφικος στση Κρήτης το κηπούλι
απού ’χει πρωτοκεφαλή τη μπένα του Φραγκούλη.
Κι ήρθε η ώρα η καλή , η ποίηση ’χει γέννα
τα ΔΙΦΟΡΑ εφάσκιωσε η γι-εδική ντου μπένα.
Η κρητική η ποίηση στα ΔΙΦΟΡΑ βγορίζει
από το τέλος στην αρχή Κρήτη μοσκομυρίζει.
Φιλοδωρίδια αρίφνητα τση μπένας του τα δώσα
τεφτέρια του παλιού καιρού στη γ- κρητική τη γλώσσα.
Κι η Ακαδημία Αθηνών “τύχη αγαθή” τη βάνει
στο μ-ποιητή , στα ΔΙΦΟΡΑ , βραβείο για να φάνει.
Είναι ο κάθα στίχος του κι από ’να τζεβαΐρι
είναι ο πρωτομάστορας στση ποίησης το χτίρι.
Με δεκαπεντασύλλαβους τη γ-Κρήτη την ξομπλιάζει
και ό,τι πιάνει η μπένα ντου ψάλλει και τ’ αγιάζει.
Στου δεκαπεντασύλλαβου τσι στράτες γειτονεύγει
μα και πεζά ψιμυθευτά πιτήδεια μαστορεύγει.
Πεζογραφίας φλεϊκό τρέχει νερό φουντάνα
και καμπανάρης γίνηκε στη Ρούσικη καμπάνα.
Του πεζογράφου-ποιητή δε σολαγάτ’η μπένα
θερίζει και καρπολιχνά και στάχυα ογισμένα.
Όλη τη μ-πείρα τση ζωής και τη σοφία βάνει
και βρίσκει το μ-Πολύδωρο και προξενειό του κάνει.
Αναπαημό η μπένα ντου δεν έχει και η γλώσσα
και ας εμονιταρίσανε ογδόντα χρόνια τόσα.
Ο ογδοντάρης έφηβος ατζοπατεί και ρίζει
στο ράδιο, στην εκπομπή , εδά ’χει μετερίζι.
Θωρεί , γροικά και ξερωτά του κόσμου τα μαντάτα
και σχολιάζει σοβαρά, αστεία γή πιπεράτα.
Τση Κρήτης τη χαλίσικη λαλιά όλοι γροικούνε
τ’ αυτί να τη γροικήσουνε στο ράδιο κολλούνε.
Του ψήφους και τσ’εχτίμησης βαστώ το γιουλουχτάνι
για το Φραγκούλη ο λοϊσμός τα όσ’αναθιβάνει.
Εράφωσε στο λοϊσμό και δεν ξεχνώ ποτές μου
σα ντον εγειτονέψαμε εγώ κι οι μαθητές μου.
Δύναμη μασέ τράταρε και πίστη στον αγώνα
δίπλα ντου μεταλάβαμε ολόκληρο αιώνα.
Τα κρητικά τα γράμματα έχουν γερό μαξούλι
ένα αιώνα σόγεμο , αιώνα του Φραγκούλη.
Τση Κρήτης τ’αγιοθύριδο φέγγει και λαμπυρίζει
ο Φραγκούλης και το έργο ντου αιώνες θα φωτίζει.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
(το)αγιοθύριδο=η φωτιστική θυρίδα που υπάρχει στην κόγχη του ιερού Βήματος αλαβάρι=πράγματι,βέβαια αναθιβάνω=ξανασκέφτομαι,φέρνω στη μνήμη (ο)αναπαημός=η ξεκούραση,η ανάπαυση απήτις=μετά, αφού αποθαμάζω= θαυμάζω έντονα απόκειας=μεταά,κατόπιν αργαστηροδιάζομαι=σχεδιάζω και προετοιμάζω την ύφανση για τον αργαλειό (ο)αρίφνητος=αναρίθμητος, αμέτρητος (ο)ασταχός=το χώμα που χωρίζει το ένα αυλάκι από το άλλο,το σύνορο ατζοπατώ=στέκομαι σταθερά,ακλόνητος βαροπρουκίζω=δίδω μεγάλη προίκα βγορίζει=έχει εκτεταμένη θέα βιγλίζω=εποπτεύω από ψηλά (η)βολά=η φορά γειτονεύγω=επισκέφτομαι φιλικό μου πρόσωπο (το)γιουλουχτάνι=το μυροδοχείο γρωνίζω=γνωρίζω (η)δοχή=η θέση (τα)δώσα=αυτά που δίνονται, η προίκα (τα)ζάλα=τα βήματα (ο)ζαρίφικος=κομψός (το)ζεύκι=γιορτή,διασκέδαση, φαγοπότι (το)ζιαφέτι=φιλοξενία,η περιποίηση (ο)ζόρες=η δυσκολία,το ζόρι (το)καλαμπαλίκι=συνωστισμός (τα) κηπουλικά= τα προϊόντα του κήπου, τα λαχανικά κλουθώ=ακολουθώ κονεύγω=διαμένω,φιλοξενούμαι κοτζά=μεγάλος (ο) κύρης=ο πατέρας λαμπυρίζει=λάμπει (ο)λοϊσμός=η σκέψη (το)μάθος=η μάθηση μασέ=μας μονιταρίζω=συγκεντρώνω μορφίζω=ομορφαίνω μπα να=μήπως μπεγιεντίζω=μου αρέσει κάτι πάρα πολύ,αγαπώ (ο)ναμουντάνικος=ο φημισμένος (ο)νέικος=ο νεαρός ντακέρνω=αρχίζω (ο)ξωτάρικος=αυτός που βρίσκεται στην εξοχή,ο γεωργικός (το)πλουμί=το στολίδι (η)πρεπειά=η τιμή πρεπίζω=διακοσμώ,τιμώ (ο)προπατάρης=ο πεζός (η)πρωτοκεφαλή=η πρώτη αγκινάρα του φυτού,ο επικεφαλής πρωτοπαντήχνω=πρωτοσυναντώ ραφώνω=μπαίνω κάπου,φωλιάζω ρέγομαι=ευχαριστιέμαι, αρέσκομαι ρίζω=εξουσιάζω ροδαμίζω=βγάζω τους νέους , τους ανοιξιάτικους βλαστούς (ο)ρούκουνας=η πελεκητή πέτρα που μπαίνει ρτη βάση πετρόχτιστου σπιτιού με σκοπό να «δένει» τους γειτονικούς τοίχους,ο επιφανής,ο στυλοβάτης σάικα=πράγματι σιμώνει=πλησιάζει (η)σιρμαγιά=τα απαιτούμενα,κυρίως χρήματα,για ν’αρχίσει μια εργασία στελιώνω=οργανώνω σομπροπατώ=συμπερπατώ ,συμβαδίζω (η)στραθιά=διαδρομή,το δρομολόγιο συντρέμω=βοηθώ τελαλίζω=διακηρύσσω δημόσια,ανακοινώνω,φωνάζω δυνατά τεφτέργια του παλιού καιρού=αναμνήσεις τεχνεύγομαι=επινοώ (το)τζεβαΐρι=κόσμημα,χρυσαφικό τότεσάς=τότε τρατέρνω=κερνώ,προσφέρω (ο)τράφος=ξερολιθιά τσιμογελώ=χαμογελώ φασκιώνω=τυλίγω το νεογέννητο με φασκιά (το)φέγγος=ο έντονος φωτισμός (τα)φιλοδωρίδια=δώρα,κεράσματα φλεϊκό νερό=το νερό που προέρχεται από φλέγα(πηγή) φουντάνα=ορμητικά φρουκούμαι=αφουγκράζομαι,ακούω προσεκτικά (ο)χαλίσικος=ο γνήσιος (ο)ψιμυθευτός=ο καλαίσθητος