Γράφει ο Μανώλης Ψαρουδάκης*
Η πανδημία προκάλεσε μια βίαιη μετατροπή στα καταναλωτικά πρότυπα. Η στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο, η οποία βέβαια προετοιμαζόταν μερικές δεκαετίες, αλλάζει την παραδοσιακή μορφή των εμπορικών συναλλαγών. Η συρρίκνωση των συναλλαγών πρόσωπο με πρόσωπο – για την αποφυγή της μετάδοσης του ιού- προκαλεί σημαντικές ανακατατάξεις στο οικοσύστημα του λιανικού εμπορίου. Ποιες είναι όμως οι ευρύτερες συνέπειες αυτής της ανακατάταξης;
Τα παραδοσιακά κέντρα των πόλεων άλλαξαν όψη, οι τοπικές αγορές ξαφνικά απενεργοποιήθηκαν και τα εμπορικά καταστήματα έκλεισαν, ενώ η κίνηση στους δρόμους περιορίστηκε δραστικά με αποτέλεσμα να κάνουμε λόγο για μια νέα εποχή. Ως απάντηση, το ηλεκτρονικό εμπόριο γνωρίζει εκρηκτική μεγέθυνση, με τα στοιχεία να είναι εντυπωσιακά. Είναι χαρακτηριστικό επί παραδείγματι πως, σύμφωνα με τα διαθέσιμα (προσωρινά) στοιχεία το e-commerce για το 2020 αυξήθηκε κατά 42.7% σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, οι καταναλωτές χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να κάνουν έλεγχο αγορών, με αποτέλεσμα να αναζητούν την καλύτερη σχέση αξίας και τιμής. Όμως ο καταναλωτής είναι έτοιμος να προσαρμοστεί πλήρως σε μια ψηφιοποίηση της καταναλωτικής του συμπεριφοράς; Αυτό δεν φαίνεται να είναι απόλυτο, επί του παρόντος τουλάχιστον.
Ειδικότερα, για την Ελλάδα η σφοδρότητα του δεύτερου lockdown προκάλεσε περαιτέρω επιδείνωση του καταναλωτικού (αλλά και του επιχειρηματικού κλίματος) αποτυπώνοντας την κόπωση που καταγράφεται κατά την περίοδο της πανδημικής κρίσης. Στο πλαίσιο αυτής της κόπωσης το αίτημα για την επανεκκίνηση της αγοράς ήταν κάτι παραπάνω από επίκαιρο. Όπως άλλωστε διαφάνηκε ήδη από τις πρώτες ημέρες του ανοίγματος της αγοράς, η ψυχολογία των καταναλωτών βελτιώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα τόσο την αύξηση της επισκεψιμότητας στα εμπορικά καταστήματα αλλά και την δειλή έστω μεγέθυνση της καταναλωτικής δαπάνης. Η μη δυνατότητα πραγματοποίησης των εορταστικών αγορών (επι της ουσίας) ενέτεινε την ροπή προς κατανάλωση, ειδικά εν μέσω της τρέχουσας εκπτωτικής περιόδου. Κυρίως λοιπόν για τον λόγο αυτό (ψυχολογία) η αγορά θα πρέπει να μείνει ανοικτή, ενώ πρόκειται για κάτι που έχει θετικές οικονομίες κλίμακας για όλους τους εμπλεκόμενους (εμπορικές επιχειρήσεις, εργαζόμενοι και φορολογικά έσοδα), υπό τους υγειονομικούς κανόνες, φυσικά.
Σύμφωνα άλλωστε με τα μέχρι τώρα δεδομένα, διαφαίνεται ότι οι μικρές επιχειρήσεις τηρούν απαρέγκλιτα τα μέτρα προστασίας, αποφεύγοντας τα προβλήματα του συνωστισμού που εμφανίστηκαν στις μεγάλες εμπορικές οδούς της Αθήνας, όντας όμως νωρίς ακόμη για τα όποια οριστικά συμπεράσματα. Στο πλαίσιο αυτό η μετατροπή των ανοικτών εμπορικών καταστημάτων σε υβριδικά καταστήματα (clickaway, αλλά και clickinshop) είναι ένα ακόμα, ίσως αναπόφευκτο, πλήγμα στα ταμεία των επιχειρήσεων αλλά και στις προσδοκίες των καταναλωτών για γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα. Ας κρατήσουμε πάντως εδώ ότι οι μικρές επιχειρήσεις βρισκόμενες κοντά στους καταναλωτές, συνέβαλαν σημαντικά στην όποια βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος, όπως και της αντίστοιχης ψυχολογίας.
Είναι γεγονός πάντως ότι η πανδημική κρίση εντείνει πιεστικά τη συζήτηση για ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα, το οποίο θα οδηγήσει σε ένα σταθερότερο πλαίσιο βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τα όποια όρια του αναπτυξιακού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας αναδείχθηκαν (εν πολλοίς με τραγικές συνέπειες) από την δημοσιονομική κρίση του 2010 και μετά. Όμως σήμερα η πανδημία φανερώνει, για μια ακόμα φορά, τις διαρθρωτικές αδυναμίες που αποστερούν την αναπτυξιακή δυναμική της εθνικής μας οικονομίας. Η ψηφιακή μας υστέρηση τόσο σε επίπεδο της δημόσιας διοίκησης όσο και σε αυτό της επιχειρηματικότητας, αλλά και ο χωλαίνων πράσινος μετασχηματισμός της, αποτυπώνουν τις δυσχέρειες τις οποίες θα πρέπει (αναγκαστικά) να αντιμετωπίσει το νέο αναπτυξιακό πρότυπο της ελληνικής οικονομίας το οποίο αναδύεται .
Αναμφίβολα οι ευρωπαϊκοί πόροι τόσο από το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και από τη νέα προγραμματική περίοδο (2021-2027) είναι ιδιαίτερα σημαντικοί και δύνανται να συμβάλλουν στην βιώσιμη μεταστροφή του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Όμως τόσο στην έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη όσο και στο (προσχέδιο) του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας η γενικότερη συζήτηση για τον διττό (πράσινο και ψηφιακό) μετασχηματισμό παρουσιάζεται ένα, θα μπορούσαμε να πούμε ουδέτερο πρόσημο, το οποίο δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτονόητο ή επιβεβλημένο. Ειδικότερα για την Ελληνική επιχειρηματικότητα η ψηφιακή αλλά και η πράσινη μετάβαση δύναται να οξύνει τις ανισότητες μεταξύ μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων προς όφελος των πρώτων. Σε ένα παράλληλο επίπεδο η αναγκαιότητα – ΄η σαφέστερα η υποχρεωτικότητα, της υιοθέτησης (ακριβών) ψηφιακών και πράσινων πρακτικών από τις επιχειρήσεις μπορεί να λειτουργήσει ως εμπόδιο εισόδου νέων επιχειρήσεων στο γενικότερο οικοσύστημα της επιχειρηματικότητας. Ο κίνδυνος αυτός, ειδικά στην μετά-πανδημική περίοδο των έντονων ανισοτήτων που είναι ήδη ορατές, ενδέχεται να επιταχύνει την εύθραυστη κοινωνική και οικονομική συνοχή.
Σε τι λοιπόν προσβλέπει το Ελληνικό εμπόριο, επ’ αυτού; Η απάντηση περιέχεται στην πρόσφατη έρευνα του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ, όπου από τα ευρήματα είναι ξεκάθαρο ότι, ειδικά για τις εμπορικές επιχειρήσεις, ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί κυριότερη ανάγκη της εμπορικής επιχειρηματικότητας. Σχεδόν μία στις τρεις εμπορικές εταιρείες (31%) θεωρεί ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα πρέπει να κατευθυνθούν προς την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων, ενώ το 17% θεωρεί πως τα κονδύλια θα πρέπει να υποβοηθήσουν τις συνέργειες και τις δικτυώσεις των επιχειρήσεων. Στο ίδιο ποσοστό (17%) οι εταιρείες του κλάδου εκτιμούν ότι τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το ΕΣΠΑ πρέπει να κατευθυνθούν στην εκπαίδευση του προσωπικού στις νέες τεχνολογίες. Τέλος, ένα ποσοστό 16% απαντά ότι οι συγκεκριμένοι πόροι θα πρέπει να διατεθούν στον πράσινο μετασχηματισμό των επιχειρήσεων. https://inemy.gr/
Το ζητούμενο αυτό συνοψίστηκε και στο πρόσφατο, διαδικτυακό συνέδριο της ΕΣΕΕ για τις κινητήριες δυνάμεις του ψηφιακού μετασχηματισμού του λιανικού εμπορίου, από τον Πρόεδρο της, Γ. Καρανίκα: “Θέλουμε από την πολιτεία να αγκαλιάσει το ψηφιακό μέλλον του εμπορίου δίνοντας μας εφόδια που θα μας επιτρέψουν να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί. Από την πλευρά μας η ΕΣΕΕ θα ξεκινήσει μια εκστρατεία ενίσχυσης του ψηφιακού μετασχηματισμού των μικρών επιχειρήσεων”’.
Στο επίπεδο όπου αναφερόμαστε, μια πολιτική η οποία θα εγγυηθεί τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό χωρίς αποκλεισμούς μπορεί να είναι ταυτόχρονα και ορθολογική και αποτελεσματική. Άλλωστε η άμβλυνση των ανισοτήτων αποτελεί σημαντική παράμετρο σύμφωνα με σημαντικούς οικονομολόγους όπως ο Στίγκλιτς ή ο Κρούγκμαν, δεδομένου του ότι οι οικονομίες που χαρακτηρίζονται από γενικευμένη ανισότητα δεν είναι ούτε σταθερές αλλά ούτε και βιώσιμες.
Επιγραμματικά λοιπόν, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την αγορά ανοικτή, και σε μία ανοικτή αγορά. Στη βάση της αναγκαιότητας αυτής θα πρέπει να αναλογιστούμε και την ατομική, “πολιτική” μας ευθύνη, γιατί αυτή αποτελεί το εχέγγυο για την ομαλή επανεκκίνηση της αγοράς. Η σύντομη και οριστική κανονικοποίηση της λειτουργίας των φυσικών εμπορικών καταστημάτων, ειδικά στις λεγόμενες ‘κίτρινες’ περιοχές, είναι απαραίτητος όρος για τη σταδιακή επαναφορά της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής αλλά και τον μεσοπρόθεσμο μετασχηματισμό της οικονομίας μας.
*Ο Μανώλης Γ. Ψαρουδάκης είναι Αντιπρόεδρος της ΕΣΕΕ