Του Αντώνη Κουκλινού
Μικιός, αλλά με αέρα που ΄θελα ζηλεύγανε και οι γέροι ήμουνε. Σε κάθε γλέντι, εκαθούμουνε στου λυράρη τα πόδια σάμε το πρωί. Όλοι οι οργανοπαίχτες με παίρνανε από καλό μάτι και δε μου μανίζανε.
Ο Σηφογιωργάκης με το Μαρκογιάννη, ήτονε από τσι οργανοπαίχτες που μ’αρέσανε πολύ και ο πιτσιρικάς τότε ο Στρατηδάκης ο Γιώργης απου τα Σκούρβουλα.
Έπαιζα μπουκόλυρα και ετραγούδουνα καλά.
Εδιασκέδαζα τσι χωριανούς και σε πολλές λοτζέτες με φωνιάζανε τα βράδια να τω σε τραγουδώ.
Εμένα το όνειρό μου ήτονε να πάρω ένα λαγούτο οντε θα ξεσκολίσω να το μάθω για να κλουθώ του Μανιού τ’ αδερφού μου του λυράρη στα γλέδια να παίζω και να τραγουδώ..!!!
Πρέπει να πήγαινα δευτέρα ή τρίτη τάξη στο σκολειό ετότεσάς, α που πέρασε ένας μανάβης Τυμπακιανός, ο Γιώργης ο Καπετανάκης , που είχε νε καταγωγή απου το Πλάτανο Αμαρίου.
Είχε νε στο αμάξι ένα χωνί και εφώνιαζε τα μαναβικά ντου.
Έστεκα σε μια ν’άκρα και εξάνοιγα μαζί με άλλα κοπέλια ήντα επουσουνίζανε οι χωριανοί.
Μια στιγμή σιμώνει και λέει του μανάβη ο Μιχαλομανώλης:
-”Φώνιαξε εκειονέ το κοπελάκι να σου τραγουδήξει και δε χρειάζεσαι καλύτερο μπικάπι να παίζει πλάκες” (..άλλο που δεν ήθελα κι’εγώ!!)
Έβαλε με μέσα στο αμάξι και μούδωκε ένα πράμα σιντερένιο με δίχτυ από μπροστά και αρκετά μεγάλο για τα χέργια μου, επάθιε και εγύριζε κομπάκια και μου λέει: ” Φύσα να ιδούμε ανε γροικάτε!”
Έφτιαξε ντο και κι απόκιας σφαλίζει τα τζάμια και μου λέει:
-” Τραγούδηξε εδά να σε κούσωμε!”
Ήντα πράμα ήτονε ετούτο να πάλι, αναρωθιούμουνε.
Δεν πέρασε πολυώρα και εμαζωχτήκανε στο τραβαδά, ούλα τα κοπέλια. Εσκαλώσανε στο αμάξι απάνω και εκολούσανε τα αυτιά ντος στα τζάμια να καταλάβουνε ήντα συμβαίνει από πού έρχεται η μπουκόλυρα παρόλο που με θωρούσανε μέσα.
( Ετούτο να το κάναμε συχνά τα απογέματα, που περιμέναμε το λοφωρείο του Ξενοφώντα, με τη μουτσούνα ή του Καραμπίνη. Εθέταμε χάμε στο χώμα και προσπαθούσαμε να ακούσομε αν έρχεται το λοφωρείο, να κρεμαστούμε στη σκάρα να πάμε στο χωργιό )
Εντύπωση μεγάλη έκαμα του μανάβη!
Ο πρωτοφανίστικος τρόπος που ετραγούδουνα, τον έκαμε να πάει να βρεί τσι γονέους μου στο σπίτι. Καλοκαίρι ήτονε και δεν είχαμε σκολειό. Εγνώριζε το κύρη μου και του λέει: ” Το κοπέλι σου, θα το πάρω μαζί μου γιατί το’κουσα να τραγουδεί και θα το’χω στ’αμάξι να γυρίζω στα χωριά να λέει τραγούδια να μαζώνει κόσμο σ’τσι πλατείες κι’ετσα θα ξεπουλώ τα μαναβικά μου. Θα του πουσουνίσω ρούχα, παπούτσα και θα του δώσω και λεφτά μπόλικα.”
Εμπήκαμε στο αμάξι και εγύραμε οθε τζι Καμάρες, Λοχριά, Πλάτανο και στα τρία πρώτα χωργιά εξεπούλησε όλη ντου τη πραμάθεια.
Γυρίσαμε τότεσας στο Τυμπάκι, στο σπίτι ντου και λέει τση γυναίκας του: ” Θωρείς εκειονέ το κοπέλι..; Ο Θεός μας το’πεψε..!
Εξεπούλησα σε τρία χωριά ούλα τα μαναβικά!!!”
Έβγαλε πάνω στο τραπέζι τα λεφτά να τα μετρήσει και μου λέει: ”
-Αντωνιό άνοιξε τσι χούφτες σου!” και εγέμοσε μου τα χέρια με ταλιράκια δεκαρικάκια . ”
-Άμα θα κάτσεις να δουλέψωμε μαζί θα μαζώξεις μπόλικα λεφτά να τα πας τση μάνας σου. Κάθε γύρα που θα κάνουμε, θα περνούμε θέλει από τη Γρηγοριά να θωρείς
τσι γονέους και τα αδέρφια σου. Συμφωνείς…;”
-” Ναι συμφωνώ θείε!” και έτσα έκατσα σχεδόν σάμε να ανοίξουν τα σκολειά.
Θυμούμαι ένα βράδυ σ’τσι Μέλαμπες επαίζανε σ’ένα καφενείο σινεμά και λέω του Γιώργη:
-Θείε άμα θες να κάτσομε να ιδούμε το έργο..;
Έκαμε μου το χατήρι. Μόλις έκαμε διάλειμμα ο σινεματζής, δεν άρεσε το έργο σε ορισμένους και σηκωθήκανε να φύγουνε. Εφώνιαξε ντως ο Γιώργης τότε σας και τως ελέει:
-Μη φεύγετε μρε, εδά θα αρχίξει το έργο το καλό..!!!
Εβάλανε μπροστά στο πανί του σινεμά δυό τραπέζια και πάνω μια καρέκλα. Εσήκωσε με απάνω και μου λέει:
”Αντωνιό, πε μας ότι θες ! ”
Ξανοίγω από ψηλά τσι αθρώπους, ούλοι να με θωρούνε χωρίς να κατέχουνε ήντα θα κάμω.. (στο χωργιό αυτό, πρώτη φορά είχαμε πάει). Αρχίνηξα τότε σας τη μπουκόλυρα και τσι μαντινάδες και ήντα να σα σε πρωτοπώ για τον πάσπαρο που ανεσηκώθηκε.
Ο καφετζής δεν επρολάβαινε να κουβαλεί ρακές. Ούλοι εκάμανε τόπο και χορεύγανε. Ακόμα και ο σινεματζής δε νε συνέχισε το έργο μόνο έκατσε να διασκεδάσει. Μα αυτό που δε θα ξεχάσω
ποτέ μου , είναι εκεινά η κουβέντα, που μου είπε ο Γιώργης, όταν εφεύγαμε για να γιαγύρουμε στο Τυμπάκι.
-” Έχω σπίθια, χωράφχια, αμάξια.!!! Ούλα μπορώ να τα‘χω, εκτός από ένα…
το ΑΝΤΩΝΙΟ τση Βασιλικής !!! ”