Κείμενο – Φωτογραφίες: Έφη Μιχελάκη*
– ” Οχτώ γενεές παιδί μου εκάτσανε επαέ οι φάρες τως, μα αυτοί δεν ήτονε αθρώποι,
χεϊτάνηδες ήτονε!!
Χεϊτάνηδες στιμωνεροί, και στοι θώργιες απάνω στα μπεγίργια με το κόκκινο φέσι και τη στριφτή μουστάκα ίδιοι Βελζεβούληδες!
Ετουτονά μου τα διηγούντονε ο κύρης μου κι η νενέ μου, γιατί εγώ εγεννήθηκα απής εξεκουμπιστήκανε κι οι τελευταίοι ντως απο παέ απ’ τη Σάτα..
Του’ 30 εγγενήθηκα ετουλόγου μου απου με θωρείς ”
Δυό μόνιμοι κάτοικοι πομεινάρηδες στη Σάτα, και μια δεκαρέ νοματαίοι πλιά πάνω στο Βαθιακό, στη καρδιά της Αμπαδιάς, στο πάλαι ποτέ οχυρό του Ντελή Μουσταφά.
Εύφορη κοιλάδα ο τόπος, στοι νοτικάδες του Ψηλορείτη, με αιωνόβιες ελιές χαρουπίδια απιδιές κι αμυγδάλια γύρου γύρου κι όπου κι α πέσει η μαθιά σου..
Και ζώνες κτηνοτροφικές σπαρμένες με λειψή ταγή και τριφυλλόκοκο. ..
Πράμα άλλο δεν εθώργιες μόνο χαλάσματα απο παλιά κονάκια Κρητότουρκων της περιοχής, και μια κυδωνιά στη πόρτα του γεροντικού τση Κεράς τση Σάτας, που δεν ήθελε μούδε φωτογραφία μούδε και να γράψω τ’ όνομα τζη..
Με τράταρε γλυκό κυδώνι και ρακή ολοδρόσερη σε μια πεζούλα στο λιατσερό του σπιθιού τζη.
Κι αναμεσώς στα τραταρίσματα και στη γλυκάδα του κυδωνιού, πιο γλυκύς εστάθηκε ο λόγος τση, η σπιρτάδα τζη, κι οι μνήμες των αλλοτινών καιρών που λες και τζοπηδούσανε απ’ τα χαλάσματα που μας περιέβαλαν.
– ” Πες μου θειά λίγα ακόμη για τα χρόνια εκείνα και τσ’ Αγριαμπαδιώτες,
αλήθεια κιόλας άγριοι ήσανε;; Τη ξαναρώτηξα εγώ” .
– ” Κιαμέ δεν ήτονε άγριοι παιδί μου;
Κιανένα μιλέτι δε τσοι θελε και δε τως είχανε και φέδε!
Αυτοί είχανε μίσος για τσοι αποδέλοιπους χωριανούς τως τσοι Χριστιανούς, σάμε και μας εποβγάλανε όλους απο τα χωργιά μας.
Δεν αλλαξοπιστούσανε μόνο για το έχη,
μα και πολλές φορές ήτονε αιτία οι βεντέτες.
Για τσοι δικούς μας ήτονε προδότες, μα κι οι γνήσιοι Τούρκοι δε τσοι θέλανε γιατί δε προσκυνούσανε το Κοράνι.
Με τσοι καθεαυτούς Τούρκους δεν είχανε αλισβερίσι και τσοι λέγανε Αληγκιόζηδες!!
Ετρώγανε χοίρο, επίνανε πιοτά, κι επαίρνανε σάμε τρεις γυναίκες ο καθαής!!
Άτιμη φάρα σου λέει!!
Κι οι ειδικοί μας απου επομείνανε πιστοί στου Χριστού τη χάρη, εσείρανε στρούσια απο ονομίς τως!!
Λεβέντες ήσανε όμως και σκύλοι κανονικοί, μα καθόλου μπεσαλήδες.
Τη μιάν ημέρα εκάνανε τη συντεκνιά μαζί σου, και το δεαύριο ήτονε έτοιμοι να σε σφάξουνε με τη παραμικρή αιτία!!
Μα ήδωκε ο Θεός και ξεκουμπιστήκανε πλιά ογλήγορα απο παέ απ’ τα χωργιά μας, κι ετσά εφάγαμε κι εμείς γλυκό ψωμί και ανεθραφήκαμε κιόλας!!
Απου ο Θεός να συχωρά του γέρο Μπενιζέλο !!..
Αυτά κι άλλα παρόμοια μου μολόησε μια ταχινή η Κερά τση Σάτας, που ο Θεός να τση δίνει χρόνους και υγεία να βαστά μετερίζια..
Κι ήτονε και σωστά όσα μου μολόησε.
Όντως οι φανατικοί Αμπαδιώτες εγκαταλείψανε τα χωριά της περιοχής το 1898 κι πιο πριν, και στανικώς τως, για το φόβο των αντιποίνων απ’ τους δικούς μας.
Οι αποδέλοιποι στο τέλος του 1898 και οικειοθελώς, αφού βλέπανε την έκβαση των πραγμάτων..
Κι οι τελευταίοι ως ανταλλάξιμοι το 1923..
Ώρα σας καλή.
* Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του φίλου Μεραμπελιώτη Οψιανού Σπίθα, που το φευγιό του τόσο μου κόστισε.
** Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τους Παρανύμφους Αστερουσίων