Γράφει ο Μιχάλης Χανιωτάκης
Ο μαύρος ο αραπής ο ταμ-ταμ-ταμ…
Όχι δεν θυμήθηκα τον στίχο του Ζαμπέτα …
Όταν πρωτοήρθανε οι μαύροι στο χωριό θυμήθηκα!
Πρέπει ναταν τα μέσα της δεκαετίας του 50.
Τους έφερναν κάτι μεγάλα τζιπ.
Ήταν ναύτες του Αμερικανικού Ναυτικού…
Ήταν και κάτι άλλοι με άλλη στολή ποιο ωραία.
Ήταν πεζοναύτες…
Ανοικτά στον Κόκκινο Πύργο είχαν ελλιμενιστεί πρωί πρωί δυο πολεμικά πλοία των ΗΠΑ.
Βγήκαν έξοδο να ξεσκάσουν και να δουν και τους Ιθαγενείς!
Τι αντράκλες ήταν αυτοί;
Ψηλοί εύσωμοι καλοζωισμένοι καθαροί παρέες από 3-5 γυρνούσαν το χωριό αστειευόμενοι μεταξύ τους και γελούσαν.
Δεν άφησαν σοκάκι που να μη περάσουν Σχεδόν οι μισοί ήταν μαύροι…
Δεν είχα ξαναδεί.
Τους περιεργαζόμαστε σαν να ήταν παράξενα ζώα!
Μόνο στα δόντια δεν τους βλέπαμε.
Ήμουν στο καφενείο του πατερά μου…
Έλειπαν οι γονέοι μου και έκανα τον καφετζή…
– Ιντάνε μωρέ ετουτανέ τα θεριά; λέει ο Νικόλαος ο Λουλούδης.
– Δες εκείνο τον μαύρο λέει ο Κανακονικολής… Να τον ζέψεις στο κάρο θα το σύρει…. Ίντα τον δικό μας τον Κατσούφο, οι Τούρκοι δεν τον είχαν ζέψει σε ένα κάρο στην Μικρά Ασία, που ήταν αιχμάλωτος;
– Ναι λέει ο Μιχαήλος ο Παπαδάκης ….Φορτωμένο το κάρο και αυτοί επάνω… Ελύθηκε όμως και τους γκρεμοτσάκισε και έτσι την κοπάνησε και αυτός και γλίτωσε!
Ποιο πέρα δύο κοριτσάκια μόνο που δεν πάθανε ανακοπή, βλέποντας τους μαύρους…
Το ένα έκανε μια εβδομάδα να βγει από το σπίτι…
Μια γριά θεία μου η Βασιλικάνθη με ρωτά:
– Όλη μέρα παιδί μου είναι έτσι μαύροι;
– Όχι θεία…με το φώς της μέρας μαυρίζουν!
Γέλια μέχρι δακρύων,,,
– Δεν ντρέπεσαι μωρέ να με παίζεις γριά γυναίκα;
Πετάγετε και ο εγγονός της ο Κωστής και λέει:
– Τον αράπη και αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς…
Μια άλλη γυναίκα στην παλιά βρύση σε ένα μαύρο τού ΄πιανε τα χέρια και τά ‘ βλεπε μέχρι με το δάκτυλο της έτριβε το πρόσωπο του να δει αν βγαίνει η μουτζούρα!
Της έπιασε και αυτός τον κώλο και πήγε και κλείστηκε μέσα…
Μια μικρή παρέα από δύο λευκούς και ένα μαύρο έρχονται στο καφενείο και κάτι ρωτάνε, αλλά ποιός καταλαβαίνει;
Τους κάνω νόημα να κάτσουν να τους κεράσω…
Τους πάω ντομάτα με αγγούρι κομμένα σε φέτες και τους βάζω από ένα ποτηράκι ούζο…
Το μυρίζουν μα δεν το πίνουν!
Βάζω και εγώ ένα δικό μου ελάχιστο τους σκουντώ τα ποτήρια ένα ένα και το δοκιμάζω…
Κάνουν το ίδιο μετά το κατεβάζω (λίγο ήταν) και κάνω μπρρρρρρ.
Μ΄ έκαψε …
Το κατεβάζουν και αυτοί και κάνουν μπρρρρρ!
Τους αρεσε…
– Βότκα με ρωτούν;
– Νο ούζο… ούζο!
Είχα σταφύλια στα ενδότερα σουλτανιά ….
Τα έκοψα σε τσαμπιά και τα έπλυνα τα έβαλα σε δύο πιατέλες και τα πήγα μια στους ξένους και μια στους δικούς μας…
Πέσανε με τα μούτρα όλοι τους…
– Από τον Πατερή είναι Μιχελιώ; ρωτάει ο Βαγγέλης του Χαραλαμπογεώργη….
– Όχι από τα Φραγγάτα.Ε ε ε τα άτιμα σαν ροζακιά είναι και συμφωνούν όλοι
Σηκώνονται να φύγουν οι Αμερικάνοι στρατιώτες…
Βγάζει ο ένας το πορτοφόλι και ρωτάει κάτι…
Όχι του λέω, φίλοι…
Επιμένει να πληρώσει…
Του λέω φρεντς και του δείχνω τους Πομπιανούς…
Μάλλον κατάλαβε ότι τους κερνάνε οι χωριανοί μου…
Πήγαν και τους χαιρέτισαν ένα ένα…
Και έφυγαν, αποχαιρετώντας μας με τα χέρια τους
Α, τώρα κατάλαβα τι με ρωτούσαν!
Από μέθοδο άνευ διδασκάλου είχα μάθει 10-20 λεξεις…
Πάω κοντά τους: Γουουμανς νοου χιαρ, ονλυ Ηράκλειο!
Έσκασαν στα γέλια μετά από ένα απογοητευτικό ω ου, ω ου…
– Ίντα τους είπες;
– Γυναίκες μου ζήτησαν και τους είπα πως μονό στο Ηράκλειο έχει…
* Ο κ. Μιχάλης Χανιωτάκης είναι Γιατρός από την Πόμπια του Δήμου Φαιστού