Ήμουν στο Μάτι την ώρα που καιγόταν.
Ήταν τα γενέθλια της μικρής μου κόρης που έκλεινε τα 11 και τα γιόρταζε στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο Ραμάντα με καλεσμένες εφτά φίλες της.
Ο μόνος άλλος ενήλικας που ήταν μαζί μου ήταν η φίλη μου Μαριέττα, μητέρα ενός από τα καλεσμένα κορίτσια.
Όταν ο καπνός και η φωτιά κύκλωσαν το ξενοδοχείο πέσαμε στη θάλασσα, φωνάζοντας τα ονόματα των παιδιών ανάμεσα σε ουρλιαχτά φωνές και κλάματα.
Κολυμπούσαμε και μετρούσαμε κεφάλια.
Τα παιδιά κλαίγαν και ρωτούσαν αν θα πεθάνουμε.
Φωνάζαμε κολυμπήστε.
Ο καπνός ήταν μαύρος, ο ήλιος είχε χαθεί ήταν σκοτάδι και κανείς δεν ήξερε αν θα έχουμε οξυγόνο για να ανασάνουμε.
Υπήρξαν στιγμές που νόμιζα πως έβλεπα όνειρο. Ήξερα ότι κινδυνεύαμε.
Φωνάζαμε κολυμπήστε η θάλασσα έχει αρκετό οξυγόνο για να μας σώσει.
Μη φοβάστε κολυμπήστε, κανείς δεν θα πεθάνει.
Και τα παιδιά κολυμπούσαν.
Από ένα σημείο και ύστερα γύρω είχε μόνο ησυχία.
Κανείς δεν μιλούσε.
Κοντά διακόσια άτομα διασκορπισμένα μέσα στο νερό και στα βράχια, οι περισσότεροι τουρίστες.
Κολυμπούσαμε προσπαθούσαμε να φτάσουμε κάπου που έχει λιγότερα καπνό και ταυτόχρονα να μην απομακρυνθούμε από την ακτή.
Η ακτή είχε βράχους.
Από τη στεριά ακουγόταν ασταμάτητα εκρήξεις-ήταν τα ντεπόζιτα των αυτοκινήτων που καιγόταν- και ερχόταν μαύρος καπνός, σαν κι αυτόν που τα παιδιά χρωματίζουν με μαύρο μαρκαδόρο.
Φοβόμασταν αυτό το βαρύ καπνό.
Ξέραμε ότι μέσα σε αυτόν δε ζεις.
Όμως είχε πολύ αέρα και ο καπνός πριν φτάσει σε εμάς αραίωνε.
Αυτός ο αέρας που κατέκαψε το Μάτι, μόνο αυτός ο αέρας εκείνη τη στιγμή μπορούσε να μας σώσει.
Όσο φυσούσε τρελά, είχαμε ελπίδες.
Σε κάποια σημεία μάλιστα καθάριζε αρκετά ο ουρανός.
Κολυμπούσαμε προς τα εκεί.
Χειροκροτούσαμε όταν ο αέρας καθάριζε λίγο την ατμόσφαιρα.
Πάνω σε ένα βράχο τραγουδήσαμε το γενέθλιο τραγούδι της κόρης μου.
“Να ζήσεις Ευάκι και χρόνια πολλα…”
Ύστερα ο καπνός ξανάρθε.
Ξανά το κολύμπι, ξανά η αγωνία.
Αρχίσαμε να σκίζουμε ότι ρούχα υπήρχαν γύρω τα βρέχαμε και τα βάζαμε στη μύτη.
Η αγωνία δεν τελείωνε με τίποτα.
Στο Μάτι καιγόταν μέχρι και τα πεύκα στην παραλία.
Τα ρούχα από μια βαλίτσα πεταμένη στο βράχο πήραν φωτιά.
Τα παιδιά ξανάρχισαν να ρωτάνε αν θα πεθάνουμε.
Έτσι πέρασαν τέσσερεις ολόκληρες ώρες.
Κοιταζόμασταν με τη Μαριέττα και δεν ξέρουμε πόση ώρα ακόμη θα αντέξουμε να ανασαίνουμε όλο αυτό το πράγμα.
Ας σταματήσει επιτέλους φώναζαν τα παιδιά κλαίγοντας.
Όμως δεν σταματούσε.
Κατά τις 10.00 το βράδυ μας πήρε ένα φουσκωτό με βατραχανθρώπους.
Ευχαριστούμε ολόψυχα αυτά τα υπέροχα παιδιά.
Ήταν ιδιώτες από μια σχολή κατάδυσης.
Θέλω να ζητήσω συγνώμη που δεν θυμάμαι από πια σχολή για να τους ευχαριστήσω επώνυμα.
Πηγή: Elisavet Papadopoulou