Έρευνα – Κείμενο – Φωτογραφικό υλικό: Γεώργιος Χουστουλάκης
Ένα θέμα που πάντα ήθελα να καταπιαστώ, ήταν το πώς έβγαινε παλιά το λάδι στις φάμπρικες από το 1930 και πίσω.
Πώς άραγε, και με ποιες ακριβώς διαδικασίες έβγαινε το λάδι από την ελιά, χωρίς την χρήση ηλεκτρικής ενέργειας; Ένα θέμα που όλοι οι δάσκαλοι και τα προεδρία του κάθε χωριού, καθώς και οι πολιτιστικοί σύλλογοι, έπρεπε να μεριμνήσουν, και να φροντίσουν ώστε τα νέα παιδιά να μην είναι ανημέρωτα στο θέμα αυτό. Γιατί όχι βέβαια να μην έχει το κάθε χωριό και την δική του φάμπρικα, και να ξεναγούνται τα παιδιά, ώστε να μαθαίνουν με περιγραφές ή έμπρακτα ακόμα, τον τρόπο παραγωγής λαδιού μιας άλλης εποχής. Το λέω με την ίδια φιλοσοφία, που μας πήγαιναν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μας στην αρχαία Φαιστό, για να δούμε το αρχαίο χυτήριο, πώς έλιωναν οι Αρχαίοι τα μεταλλεύματα τους, και παρήγαγαν τον σίδηρο ή τον χαλκό.
Τι θα βλέπαμε, μπαίνοντας μέσα σε μια παλιά φάμπρικα
Μέσα στον χώρο μιας φάμπρικας, τα σπουδαιότερα πράγματα που θα βλέπαμε, θα ήταν εν ολίγοις,
α) το πατητήρι που έριχναν τις ελιές που έφερναν απέξω οι φαμπρικάρηδες,
β) το μύλο με τις μυλόπετρες που γυρνώντας αλέθονταν οι ελιές,
γ) τη γούρνα ή σκάφη του μύλου όπου έπεφτε η ζύμη μετά το άλεσμά τους,
δ) το πρέσο ή τα πρέσα αν ήταν δυο, για να συμπιέζουν τη ζύμη μέσα σε ειδικούς φακέλους που άλεθε ο μύλος,
ε) τον λοστό για να σφιγγουν το πρέσο,
ζ) την μαντραβέλλα, ένα μακρύτερο λοστό,
η) τον μποτζεργάτη, ένα κύλινδρο αντί μαγγανιού, που καθώς τύλιγε επάνω του η αλυσίδα, τραβούσε, πριν εφευρεθεί το σβίντσι μετά το ‘35,
θ) τις δυο πέτρινες γούρνες που έμπαινε διαδοχικά το λάδι με τον κατσίγαρο από τα πρέσα,
ι) τη παρασθιά με το καζάνι που πάντα έκαιγε πυρήνα, και ζέσταινε νερό για διάφορες χρήσεις,
κ) την εξωτερική δεξαμενή του κατσίγαρου,
κ1)τον σωρό με την πυρήνα,
λ) κάμποσα πιθάρια και ασκιά για να βάζουν μέσα το λάδι,
μ) μα ζυγαριά και πολλά άλλα αντικείμενα μικρότερης σημασίας.
Οι φαμπρικάρηδες
Φαμπρικάρης δεν λεγόταν ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας, αλλά ο εργαζόμενος σε αυτή. Μπορούσε μια φάμπρικα να απασχολήσει τρεις έως τέσσερις εργάτες, που λεγόταν φαμπρικάρηδες, και έκαναν όλες τις δουλειές που χρειαζόταν, εσωτερικές και εξωτερικές. Ήταν πάντα λαδωμένα όλα τους τα ρούχα, παρ όλο που φορούσαν στην πλάτη τους ένα τομάρι ζώου κατσίκας ή προβάτου, και μια ποδιά μπροστά για να μην έρχονται σε άμεση επαφή με το λάδι που έβγαζαν οι ελιές κατά το κουβάλημα. Πήγαιναν στα σπίτια και έπαιρναν τις ελιές των πελατών από τα πατητήρια τους. Τις έβαζαν αρχικά σε κόφες και πολύ αργότερα σε σακιά, σαν βγήκαν τα εργοστάσια. Φόρτωναν τις κόφες στο μουλάρι και τις πήγαιναν στην φάμπρικα. Μια φάμπρικα μπορούσε να ανήκει σε ένα ιδιοκτήτη, είτε να είναι συνεταιριστική με περισσότερους ιδιοκτήτες. Αργότερα και κατά το ‘30 όσοι είχαν άδεια μεταφοράς με μουλάρι, μπορούσαν να βγάλουν άδεια από το κράτος και για κάρο. Εκείνοι πάλι που είχαν άδεια για κάρο το ’50, μπορούσαν να βγάλουν άδεια για τρίκυκλη μηχανή ΔΧ, και οι ίδιοι πάλι το ‘60 που είχαν τρίκυκλη, μπορούσαν να βγάλουν άδεια για αυτοκίνητο φορτηγάκι ΔΧ. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι που αγόρασαν τότε φορτηγάκι σαν μεταφορικό μέσον, μάλιστα τύπου «καρνάβαλος», που έπαιρνε μπροστά με μια μανιβέλα από το έξω μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, είτε στην κατηφόρα! Είχαν αναγκαστικά την μανιβέλα, διότι δεν έβρισκαν εύκολα αυτοκίνητα ή συνεργεία για να φορτίσουν την μπαταρία εάν έπεφτε.
Οι φαμπρικάρηδες που τα ρούχα τους μύριζαν έντονα λαδίλα, ήταν σχεδόν αδύνατον να πάνε σε σπίτια, και να μην τους κεράσουν μερικές ρακές με φιστίκια καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, ή σταφίδες σε κάθε σπίτι, και έτσι ήταν και συνεχώς μεθυσμένοι! Το ίδιο και στην φάμπρικα. Τα αφεντικά που άλεθαν, τις περισσότερες φορές τους πήγαιναν φαγητό μαγειρευτό, κοτόπουλο ή κουνέλι, και μια μπουκάλα κρασί ! Ένα έθιμο που είχε τις ρίζες του στην αρχαιότητα, και ήταν σχετικό τα τάματα και τα συμπόσια προς του θεούς, για να έχουν την εύνοια τους, και να τους ευχαριστήσουν παράλληλα που η σοδειά τους πήγε καλά. Όμως το πιοτό τους βοηθούσε, ώστε να ανταπεξέρχονται στις δύσκολες συνθήκες εργασίας τους, όπως ήταν τα κρύα, αλλά και η πολύ κούραση από το βάρος που είχαν οι κόφες. Κάθε κόφα με ελιές μέσα, ζύγιζε από 50 μέχρι 70 κιλά! Οι κόφες είχαν σκούρο χρώμα, φτιαγμένες από καλαθάδες από βίτσες ενός θάμνου, που λεγόταν ελιγιά (λυγαριά)! Οι δε φάρδοι που βγήκαν αργότερα με τα ηλεκτροκίνητα εργοστάσια, ήταν φαρδιά σακιά, που γεμάτα ελιές μπορεί να ζύγιζαν και 120 κιλά! Φυσικά εννοείται, πως στα πατητήρια των σπιτιών που πήγαινε ο φαμπρικάρης και του φτυάριζαν τις ελιές στις κόφες, ανάλογα το βάρος που μπορούσε ο ίδιος να σηκώσει, τόσες και του έβαζαν! Τα πατητήρια που τα ίδια τα χρησιμοποιούσαν και για τα σταφύλια, είχαν μια τρύπα μπροστά και χαμηλά, όπου έφευγε ο κατσίγαρος έξω, και έπεφτε σε μια ειδική γούρνα που λεγόταν κατσιγαριάρης ή δοχιό. Οι ίδιοι πάντως εργάτες που έπαιρναν τις ελιές από τα σπίτια, με το ίδιο μεταφορικό μέσον έφερναν πίσω και το λάδι τους. Το λάδι όσο υπήρχαν φάμπρικες, για τη μεταφορά του το έβαζαν σε ασκιά, αλλά αυτά σχιζόταν συχνά ή τρυπούσαν και χυνόταν το λάδι, και έτσι όταν άρχισαν τα πρώτα ηλεκτροκίνητα εργοστάσια με τις γεννήτριες, οι ιδιοκτήτες τους πλέον κατήργησαν τα ασκιά, και παράγγελλαν στον σιδερά ή φανοποιό να τους κατασκευάσει μεταλλικές κανίστρες των 50 οκάδων με στενό λαιμό. Οι φαμπρικάρηδες δεν πληρωνόταν συνήθως με μεροκάματο, αλλά με την σαιζόν. Από την αρχή τους έκανε ο ιδιοκτήτης της φάμπρικας μια συμφωνία: Να τους δουλέψουν μια σεζόν, και να πάρουν στο τέλος για την πλερωμή τους, 70 με 80 οκάδες λάδι για να περάσουν την χρονιά, και να έχουν λάδι οι οικογένειες τους. Οι φαμπρικάρηδες ήταν οι βιοπαλαιστές της εποχής εκείνης, που έκαναν μια πάρα πολύ βαριά εργασία, και μαζί με τους σκαφτιάδες ήταν οι τελευταίοι τη τάξη, και παράδειγμα προς αποφυγήν! Οι δε γονείς αυτό προέτρεπαν τα παιδιά τους, να διαβάζουν για να μην ξεπέσουν σε αυτά τα ευτελή επαγγέλματα!
Ο μύλος της φάμπρικας
Κάθε φάμπρικα είχε τον μύλο της, όπου επάνω εκεί γυρνούσαν οι μυλόπετρες. Αυτές μπορεί να ήταν δύο μπορεί τρείς, αλλά μπορεί και τέσσερις, στερεωμένες με ενισχυμένου τύπου σωλήνα με το κεντρικό όρθιο άξονα. Συνήθως ένας μύλος μπορούσε να έχει δυο μεγάλες πέτρινες ρόδες, ή δυο μεγάλες και μια μικρότερη, ή δυο μεγάλες και δύο μικρότερες, που περιστρέφονται όλες ταυτόχρονα. Ήταν κανονισμένες έτσι, που η μικρή ρόδα να πιάνει πρώτη τις ελιές καθώς έπεφταν από το ξύλινο χωνί κοντά στο κέντρο της βάσης. Δίπλα στη διαδρομή της πρώτης ρόδας ακολουθούσε η δεύτερη, μετά η τρίτη παραδίπλα, και μετά η τέταρτη αν υπήρχε. Φρόντιζε δηλαδή ο τεχνίτης, να πιάνουν οι ρόδες όλη σχεδόν την επιφάνεια της βάσης ταυτόχρονα! Τη βάση του μύλου αποτελούσαν, μια οριζόντια πέτρινη πλάκα περίπου 60 εκ με τον άξονα της όρθιο στο κέντρο, και γύρω – γύρω της μέχρι 2 μέτρα διάμετρο που ήταν ολόκληρη η βάση, είχε μικρότερες γερές πλάκες, στερεωμένες με ένα τσιμεντοειδές της εποχής, την λεγόμενη αστρακάσβεστο, που ήταν ένα ενισχυτικό μείγμα από τρίματα κεραμικά και άσβεστο, υποκατάστατο του τσιμέντου. Το τσιμέντο βγήκε πολύ αργότερα, μετά το ‘30. Τη βάση αυτή όλη του μύλου την έλεγαν και «στρώση», διότι ήξεραν πόσες ελιές να ρίξουν μέσα κάθε φορά στη κάθε στρώση, (περίπου τρεις κόφες δηλ 150 κιλά περίπου), για να παραχθεί ζύμη τόση, όση χωρούσαν οι μποξάδες του πιεστήριου. Η διάρκεια που κρατούσε η επεξεργασία μιας στρώσης μέχρι και να παραχθεί το λάδι, διαρκούσε περίπου μια ώρα, ανάλογα βέβαια και πόσες μυλόπετρες είχε ο μύλος. Κάθε στρώση έβγαζε από 37 μέχρι 40 οκάδες λάδι, περίπου 50 κιλά δηλαδή. Στο κέντρο κάθε πέτρινης ρόδας σε μια τετράγωνη εσοχή, ήταν στερεωμένο αντίστοιχο τετράγωνο σίδερο, που στο κέντρο επίσης είχε στερεωμένη μηχανικά μια σωλήνα, που πήγαινε και στην άλλη ρόδα επίσης. Οι άξονες όλοι ήταν ενωμένοι μηχανικά με τον κάθετο άξονα του κέντρο, που έφτανε έως το ταβάνι, και περιστρεφόταν ταυτόχρονα με τις ρόδες. Έτσι πολλές φορές συνήθιζαν οι παλιοί, τις φάμπρικες τους να τις κάνουν κάτω από οντάδες για καλύτερη μηχανική στήριξη του όρθιου αυτού άξονα, αλλά τους βόλευε να καταλήγει επίσης εκεί στον οντά και το ξύλινο χωνί, ώστε να αδειάζουν πιο εύκολα κατευθείαν από εκεί τις ελιές τους, καθώς τις κουβαλούσαν με τις κόφες στην πλάτη. Ο όρθιος τώρα αυτός μεταλλικός άξονας, είχε στερεωμένο επάνω του έναν άλλο οριζόντιο άξονα, μια ξύλινη τετράγωνη τράβα περίπου 1,5 μέτρο μήκος, την οποία τραβούσε το ζώο για να γυρίσει ο μύλος. Η οριζόντια τράβα αυτή είχε κάπου κοντά στο κέντρο του μύλου ένα χαλκά, ένα λαμάκι δηλαδή τρία εκατοστά γυρισμένο όπως ο θηλυκός μεντεσές, και εκεί έμπαινε η ορθή γωνία 5 εκατ που είχε στην άκρη του ένα σίδερο ενός μέτρου, και 15 χιλιοστών πάχος. Το σίδερο αυτό είναι βασικό, διότι ξεκινάει από τις πέτρες, και τη μισή δύναμη έλξης την έπαιρνε η οριζόντια τράβα, και την άλλη μισή το σίδερο αυτό. Η τράβα επίσης βοηθούσε στο να το κρατάει σε σταθερή ακτίνα περιστροφής το μουλάρι που γυρνώντας μέσω του ξύλινης τράβας και της σιδερένιας βέργας, γύριζαν και οι πέτρες! Για να γίνει όμως αυτό, έπρεπε το μουλάρι να ζευτεί κανονικά όπως θα πήγαινε να οργώσει χωράφι, με τα λεγόμενα λούρα, δηλαδή τον κάσο του το σομαράκι, τις αλυσίδες και τέλος τον ζυγό με την θηλιά για τον γάντζο του ζυγού, που εδώ είναι η τράβα. Αγκίστρωναν λοιπόν τον ορθογώνιο γάντζο 5 εκ, που κατέληγε το μακρύ σίδερο που ερχόταν από τις μυλόπετρες, και συνδεόταν με την οριζόντια τράβα, και γυρνώντας το μουλάρι τα τραβούσε και τα δυο ταυτόχρονα, και περιστρεφόταν οι μυλόπετρες. Υποχρέωναν λοιπόν το ζώο να κάνει συνεχώς κύκλους γύρω – γύρω από τον μύλο, ώστε να γυρίζουν οι πέτρες αργά – αργά, και να αλέθονται οι ελιές. Ο ζυγός είχε διάφορες τρύπες που ανάλογα με το μέγεθος του ζώου είχαν άλλη απόσταση για να είναι στη σωστή θέση. Κάποιες φάμπρικες που ήταν στην απλή τους μορφή με δυο μυλόπετρες, δεν είχαν συνήθως ξύλινο χωνί από επάνω, και τις ελιές τις έριχναν κατευθείαν μέσα στον μύλο. Πολλά παιδιά τους άρεσε να πηγαίνουν στις φάμπρικες και να σέρνουν το μουλάρι ώστε να μην σταματά, αν και το ζόρε το πολύ ήταν στο ξεκίνημα, μετά όταν άρχιζαν να τσουλάνε οι ρόδες ήταν πιο εύκολα τα πράγματα! Τα παιδιά βέβαια για να κάνουν αυτή τη δουλειά, δεν απαιτούσαν χρήματα, απλά τους άρεσε! Όμως είχαν και τα τυχερά τους γιατί κι αυτά με την παρέα των μεγάλων, τους έδιναν ξηρούς καρπούς, τσουρεκάκια κι άλλα καλούδια, ακόμα και κανένα μεζέ από το φαγητό που πρόσφεραν τα αφεντικά στους εργάτες.
Η ζύμη στους μποξάδες
Όταν είχαν αλεστεί οι ελιές, εκείνες πια πολτοποιούνταν, έτσι σχημάτιζαν τη λεγόμενη «ζύμη». Ένας φαμπρικάρης θα αναλάβει να τραβά τη ζύμη αυτή με ένα κοντό ξύλινο σανιδάκι, προς το άνοιγμα που είχε η βάση του μύλου από μπροστά, για να πέφτει η ζύμη μέσα σε μια πέτρινη ή μπορεί και μια ξύλινη σκάφη της νοικοκυράς σαν αυτή που ζύμωνε. Μπορεί επίσης να μετέφερε την ζύμη αν ήθελε και με ένα ξύλινο φαράσι ή ένα κουβαδάκι, και να την αδειάζει στη σκάφη αυτή, που ήταν ακριβώς δίπλα και πιο χαμηλά από τον μύλο. Σε μια μεριά και κοντά στη σκάφη, υπήρχε ένας πέτρινος ή ξύλινος διπλός πάγκος για τους μποξάδες, οι οποίοι ήταν σαν φάκελοι αναδιπλούμενοι τετράγωνοι, κατασκευασμένοι από τρίχα κατσίκας, που τους κατασκεύαζαν ειδικοί μαστόροι. Ήταν περίπου 70 Χ70 εκ, σε μέγεθος, και 8 χιλιοστά πάχος άδειοι, και επέτρεπαν να φεύγουν τα υγρά, και να κατακρατούνται τα στερεά της ελιάς. Κατά καιρούς είχαν μικροδιαφορές, πότε ήταν αναδιπλούμενοι και γέμισαν από την μία πλευρά, πότε από τις δύο, πότε ήταν σαν σακούλια κλπ. Έναν – έναν μποξά τον γέμιζε ζύμη ο φαμπρικάρης με ένα πιάτο, που την έπαιρνε από τη σκάφη. Σαν τον ετοίμαζε, τον αναδίπλωνε και το τοποθετούσε παραδίπλα, και θα τον έπαιρνε άλλος για να τον τοποθετήσει στο πρέσο. Μπορεί όμως να τον τοποθετούσε και ο ίδιος, ακριβώς όμως και στα ίσια τον ένα επάνω στον άλλον , ώστε όλοι οι μποξάδες να είναι πολύ καλά στοιχισμένοι και ζυγισμένοι. Ταλέντο όμως ήθελε να βάζει κάποιος με ένα πιάτο τρία με τέσσερα πιάτα ζύμης σε κάθε μποξά, και μετά να τη στρώνει να πηγαίνει ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια. Αυτό δεν μπορούσαν να το κάνουν όλοι σωστά. Από 8 χιλιοστά που ήταν ο μποξάς, με τη ζύμη γινόταν πάνω από 1,5 έως και 2 εκατοστό περίπου. Για να διευκολύνεται δε ο φαμπρικάρης που μποξαδιάζει, έχει πάντα κομμένο τελείως το δεξιό του μανίκι μέχρι ψηλά στον ώμο, για να μπορεί με γυμνό χέρι, να το δουλεύει ελεύθερα, έτσι που να πηγαίνει βαθειά μέσα στους μποξάδες. Κάποια στιγμή βγήκαν μπογάδες που έμπενε η ζήμη κι από τις δύο επένχντι πλευρές, και αναδίπλωναν όπως οι φάκελοι.
Επί του πιεστηρίου
Το πιεστήριο ή πρέσο, ήταν μια κατασκευή με τέσσερα μεταλλικά στρογγυλά δοκάρια, συνήθως κοντά σε κάποιο τοίχο, για να στηρίζονται μηχανικά κι απ αυτόν, ώστε να είναι απόλυτα σταθερός όλος ο μηχανισμός. Τα όρθια αυτά πόδια ήταν επίσης στερεωμένα σε χονδρούς κορμούς δένδρου επάνω και κάτω. Κάτω τα πόδια μαζί με τον κορμό μπορούσε να είναι χωμένα στο έδαφος και πατημένα καλά, αλλά μπορεί να είχαν στερεωθεί και με αστρακάσβεστο και πέτρες, για να είναι τελείως σταθερά. Στο πιο πάνω μέρος, το πρέσο είχε περασμένα τα πόδια πάλι ανάμεσα σε ένα τεράστιο τετράγωνο και παραλληλόγραμμο κορμό δένδρου το λεγόμενο κεφαλάρι, για σταθερότητα κι από επάνω, και αμέσως από κάτω υπήρχε μια κινητή μεταλλική επιφάνεια, που λέγεται πλακωτάρι, όπου αυτή θα «πλακώνει» και θα συμπιέζει τους μποξάδες προς τα κάτω, μέσω μιας τεράστιας βίδας που λέγεται και αδράχτι στο κέντρο που βιδώνει χειροκίνητα, κι όσο αυτό βιδώνει, τόσο και σφίγγει.
Η μεταλλική βίδα αυτή κάποτε ήταν ξύλινη καθώς και ολόκληρο το πρέσο. Δείγμα τέτοιας βίδας υπάρχει ακόμα στο μουσείο της Μονής Οδηγήτριας.
Όταν ήδη είχαν στηθεί οι μισοί κιόλας μποξάδες στο κάτω μέρος και επάνω σε μια λαμαρινένια τετράγωνη λεκάνη, την λεγόμενη τζισβέρα, από το βάρος τους και μόνο, άρχιζαν να συρώνουν (τρέχουν) τα λάδια από γύρω – γύρω! Όλη αυτή η στήλη των μποξάδων που χωρούσε το πρέσο και ήταν 60 με 70, λεγόταν στέμα. Το αδράχτι που περιστρεφόταν γύρω από ένα όρθιο μεταλλικό άξονα με το ίδιο σπείρωμα, έκανε την συμπίεση σε τρείς φάσεις.
Πρώτη φάση συμπίεσης με τον λοστό
Σε πρώτη φάση συμπίεσης, έβαζαν στην τρύπα της βίδας ένα δοκάρι ξύλινο και στρογγυλό ή έναν στύλο κυπαρισσένιο περίπου 2,5 με 3 μέτρα με 10 έως 15 εκ διάμετρο, που τον λέγανε λοστό. Έπιαναν δυο ή τρείς άνδρες τον λοστό αυτό, και γυρνώντας το έσφιγγαν την βίδα τόσο, όσο τους επέτρεπε η δύναμη τους. Το αδράχτι είχε από κάτω και χειρολαβές για να την πηγαίνουν εύκολα στη σωστή θέση αναμονής, για να διευκολύνεται το δοκάρι να ξαναρχίσει από την αρχή, και να σφίγγει αργά – αργά βιδώνοντας. Είχε επίσης το αδράχτι και ειδικές τετράγωνες τρύπες, που έμπαιναν εκεί κάποιες σφήνες, για να ασφαλίζει, κάτι σαν φρένο δηλαδή, και να μην μπορεί να ξεσφίξει. Οι σφήνες αυτές ήταν λοξές από μια πλευρά, και ίσιες από την άλλη. Όταν ήταν περασμένες από την λοξή πλευρά τους, τότε ανασηκωνόταν μόνες τους κατά το βίδωμα, και έπεφταν στην επόμενη τρύπα κοκ. Έτσι ακουγόταν συνεχώς το «τακ τακ» που έκαναν όταν έπεφταν στην κάθε τρύπα. Όταν όμως ήθελαν να κοντράρουν να μην ξεσφίξει το αδράχτι, τότε έβαζαν την σφήνα με την ίσια της πλευρά, και έτσι δεν ανασηκωνόταν πλέον, αλλά φρενάριζε. Έσφιγγαν λοιπόν με τον στύλο αυτόν ή το δοκάρι μέχρι και δεν πήγαινε άλλο, οπότε πήγαιναν στην επόμενη φάση.
Η ώρα της μαντραβέλλας
Για να πετύχουν δυνατότερο σφίξιμο, ο αμέσως στην επόμενη φάση, όπου θα χρησιμοποιήσουν ένα δοκάρι μακρύτερο και χονδρότερο από το πρώτο, που το λέγανε μαντραβέλλα. Συνήθως ήταν κι αυτό από κυπαρίσσι με 20 εκατοστά διάμετρο, και περίπου 5 με 6 μέτρα μάκρος. Αυτό το σηκώνανε 5 με 6 άνδρες για να περάσουν την άκρη του πάλι στην ίδια τρύπα της βίδας, και μετά να αρχίζουν να το περιστρέφουν και πάλι λίγο -λίγο σε μισή στροφή κάθε φορά, χρησιμοποιώντας το ίδιο σύστημα με τις σφήνες, που κρατούσαν πάλι φρένο, και ασφαλιζόταν να μην ξεσφίξει η βίδα. Πριν όμως κάνουν χρήση της μαντραβέλλας, ξέσφιγγαν τελείως το στέμα, και έναν – έναν μποξά τον άνοιγαν και πετούσαν μέσα ζεστό νερό από το καζάνι με ένα κάρτο, καθώς και σε όλο το πρέσο από επάνω ως κάτω. Αυτό το έκαναν, γιατί το ζεστό νερό βοηθούσε στον διαχωρισμό του λαδιού από την ελιά. Όταν τέλειωνε κι αυτή η φάση με το ζεστό νερό, τότε άρχιζε ξανά η πίεση από την αρχή, αλλά αυτή τη φορά με την βοήθεια της μαντραβέλλας! Είχαν πάλι τις δυο σφήνες, τη μία με τη λοξή πλευρά, και την άλλη την έβαζαν με την ίσια πλευρά όταν ήθελαν φρένο. Η βίδα φυσικά όσο βίδωνε έσφιγγε και περισσότερο, οπότε έβγαινε και περισσότερο λάδι. Και αυτός όμως ο τρόπος σφιξίματος είχε ένα όριο αντοχής των εργατών, οπότε περνούσαν στην τρίτη και τελευταία φάση συμπίεσης.
Η ώρα της σβίγας
Στο τέλος που δεν μπορούσαν άλλο με τα χέρια να σφίξουν και με την μαντραβέλλα, τότε χρησιμοποιούσαν μια ειδική μηχανή που λεγόταν και σβίγα, ή σβίντσι, ή μαγκάνι ή εργάτης. Αυτός ο μηχανισμός χρησιμοποιήθηκε μετά το ’35, και είχε τέσσερα πόδια, που στερεώνονταν στο έδαφος, και ένα κύλινδρο όπου στην άκρη είχε γρανάζια. Είχε χωριστά τις δύο μανιβέλες ενωμένες με τα δικά τους αντίστοιχα γρανάζια του κυλίνδρου. Η κατασκευή αυτή είχε δυο βάσεις που στερεώνονταν στο πάτωμα, αφού είχαν θηλυκωθεί πρώτα τα γρανάζια τους. Στην άκρη η μαντραβέλλα κατέληγε σε ένα μεταλλικό γάντζο, που εκεί ένωναν με τον κρίκο μιας αλυσίδας (κι αργότερα συρματόσκοινου ή σχοινιού), που κατέληγε στη τροχαλία, και περνούσε από μια τρύπα διαμπερές που είχε στο κέντρο της. Όταν γυρνούσαν δυο άτομα τις μανιβέλες, με ρυθμό «έι όπ -έι οπ» επάνω στο κύλινδρο της τροχαλίας τυλίγονταν η αλυσίδα, και τραβούσε την μαντραβέλλα προς το μέρος της, και εκείνη με τη σειρά της έσφιγγε περισσότερο το πρέσο. Και εδώ εφάρμοζαν την ίδια ταχτική, «σφίξε – ξέσφιξε να βάλουμε ξανά από την αρχή την μαντραβέλλα, μετά κόντρα, μετά πάλι σφίξιμο» κλπ. Τέλος όταν πια είχε τερματίσει και δεν έσφιγγε άλλο ούτε το μαγγάνι, άφηναν όπως είναι το όλο σύστημα του πιεστηρίου ασφαλισμένο στη θέση αυτή της πίεσης για λίγη ώρα, με τα λάδια πλέον να τρέχουν συνέχεια από τα πλάγια, μέχρι να σταματήσει τελείως η ροή τους.
Ο μποτζεργάτης
Στις πολύ παλιές φάμπρικες, όπως είδαμε στο μουσείο της Μ Οδηγήτριας, δεν υπήρχε μεταλλικό σβίντσι. Υπήρχε όμως ένας όρθιος μεγάλος κυλινδρικός στύλος συνήθως από κυπαρίσσι στο χώρο του πρέσου, ο οποίος ήταν περιστρεφόμενος, με περίπου 15 με 20 εκ διάμετρο, που τον έλεγαν μποτζεργάτη. Αρχίζει από το πάτωμα, και έφτανε ως το ταβάνι, Στηριζόταν σε αξονάκια πάνω κάτω για να μπορεί να περιστρέφεται. Στο κέντρο έχει μια τρύπα ή μπορεί και δυο, όπου έμπαιναν ένα ή και δυο μακριά ξύλα, και με αυτά περιέστρεφαν τον εργάτη με τα χέρια δυο ή και περισσότερα άτομα. Η χρήση του μποτζεργάτη ήταν να τυλίγει επάνω του η αλυσίδα, ή σχοινί και εκείνη με τη σειρά της να τραβά την μαντραβέλλα, σφίγγοντας έτσι το στέμα περισσότερο! Με λίγα λόγια ο εργάτης ήταν η πρωτόγονη μορφή του σβίντσι
Το λάδι στις γούρνες.
Πρώτη γουρνα
Ότι λάδι λοιπόν ήταν να βγει βγήκε, και μαζί του και ο άχρηστος ορός της ελιάς, ο λεγόμενος κατσίγαρος. Όλα αυτά θα πέσουν από μόνα τους στη βάση του πρέσου στην τζιζβέρα, κι από εκεί με φυσική ροή από ένα ανοιχτό στόμιο της στην πρώτη πέτρινη γούρνα που βρίσκεται ακριβώς δίπλα και χαμηλότερα από το ταψί. Η πρώτη και η δεύτερη γουρνα είναι μαζί στην ίδια πέτρα, που είχε ένα έως δυο μέτρα μήκος, πελεκημένη σε μάστορα. Η πρώτη γούρνα είναι πάντα μικρότερη. Το λάδι σαν γεμίσει η πρώτη γούρνα, θα έρθει μόνο του στην επιφάνεια, ενώ ο κατσίγαρος θα πάει στο πάτο. Το λάδι θα φύγει για την επόμενη γούρνα από μια τρύπα 10 εκ που υπάρχει πιο κάτω η γούρνα, είτε από μια σχισμή 3 έως 5 χιλ που θα έχει επάνω. Ο δε κατσίγαρος θα φύγει από την πρώτη μικρή γούρνα, από ένα ειδικό μηχανοσίφωνα, ένα σύστημα δηλαδή με τρύπα στην άκρη της από την επιφάνεια μέχρι τον πάτο, που ο κατσίγαρος σαν βαρύτερο υγρό από το λάδι, περνούσε από το κάτω μέρος του διαχωριστικού, στην συνέχεια έβγαινε προς τα επάνω, και έβγαινε από την γούρνα από μια οπή που είχε, και ήταν στο ίδιο ύψος με την εγκοπή ή την τρύπα του διαφράγματος. Έφευγε λοιπόν έτσι ο κατσίγαρος από το πάνω μέρος, και μέσω ενός αυλακιού ή καταπότη, κατέληγε σε μια εξωτερική δεξαμενή χωμένη μέσα στη γη, κι από εκεί σε κάποιο ποτάμι.
Η δεύτερη γούρνα
Η πρώτη πέτρινη γούρνα επικοινωνεί όπως είπαμε με μια δεύτερη γούρνα στην ίδια σκαλιστή πέτρα, αλλά μεγαλύτερη για να μπαίνει εκεί και να αποθηκεύεται το λάδι. Όμως ακόμα κι αν έχει φύγει το περισσότερο λάδι για τη δεύτερη γούρνα, μια μικρή ποσότητα λαδιού παρέμενε ακόμα στο επάνω μέρος της πρώτης γούρνας. Αυτό το λίγο λάδι το έπαιρναν με μια ειδική σέσουλα, τον λεγόμενο φιλαδόρο, και το έβαζαν με αυτόν στη δεύτερη. Ο φιλαδόρος αρχικά ήταν από τσούκο (αγριοκολοκύθα) κομμένο κάθετα με επίπεδη βάση και ανοιγμένος στα πλάγια, αλλά αργότερα με παραγγελία στον φανοποιό ήταν ένα ημικυκλικό δοχείο με 5 εκ άνοιγμα, και με εντελώς επίπεδο πάτο, για να μπορεί να παίρνει το λάδι εύκολα στην επιφάνεια.
Η πυρήνα
Οι φαμπρικάρηδες αφού ανεβάσουν επάνω το πρέσο ξεβιδώνοντας το, θα ελευθερωθούν τελείως οι μποξάδες, και έναν – έναν ή πέντε – πέντε, θα τους παίρνουν από το πιεστήριο και θα τους τοποθετούν στο καρότσι, για να τους αδειάσουν τινάζοντας τους έξω στον σωρό της πυρήνας. Ο ιδιοκτήτης αν ήθελε έπαιρνε στο σπίτι του όλη την πυρήνα του, ή ένα μέρος της για «ξάναμα τση φωθιάς», και αυτό διότι ήταν κατάλληλη για μαγείρεμα αλλά και για θέρμανση στο μαγκάλι στη σόμπα ή στην παρασθιά. Έβαζαν δυο ξυλαράκια στη παρασθιά ή στο μαγκάλι, έβαζαν και δυο κομματάκια από τη πίτα της πυρήνας, και με αυτήν έπαιρνε εύκολα φωτιά, γιατί ακόμα μέσα είχε μεγάλη ποσότητα λαδιού, γιατί οι φάμπρικες δεν έσφιγγαν καλά τους μποξάδες και πολλά πυρηνελαιουργεία είχαν θησαυρίσει εκείνα τα χρόνια! Πολλά παιδιά τα έστελνε η μάνα τους στη φάμπρικα να τους πάει μερικές πίτες πυρήνας από τις ελιές τους. Αυτά έπαιρναν μαζί τους μια παλιά καρέκλα, διάλεγαν τις πιο μεγάλες πίτες, ή τις έβγαζαν ακόμα και ολόκληρες, και γέμιζαν τον πάτο της καρέκλας μέχρι επάνω! Μετά έβαζαν τη καρέκλα στην πλάτη τους, και την κρατούσαν για ασφάλεια από δυο σχοινάκια και την πήγαιναν στο σπίτι! Μπορούσε επίσης ο ιδιοκτήτης να αφήσει δυο παλιές καρέκλες στη φάμπρικα, για να του τις γεμίσουν πίτες οι φαμπρικάρηδες μέχρι επάνω, και να πάει μετά ο ίδιος κάποια στιγμή να τις φορτώσει στο γαϊδούρι του. Μπορούσε επίσης να πάει μια δυο κόφες και να βάλει εκεί την πυρήνα του, αλλά θα είχε σπάσει σε μικρά κομματάκια. Δεν έπαιρναν όμως όλοι την πυρήνα τους, πολλοί δεν την χρειαζόταν και την άφηναν στη φάμπρικα, για να πάει στα ατμοκίνητα εργοστάσια για πυρηνέλαιο.
Τι ήταν ο «διακονιάρης»
Η φάμπρικα κρατούσε πάντα το δεκατιανό, δηλαδή το10 %, για τον ιδιοκτήτης της, και το υπόλοιπο το ίδιο βράδυ το φόρτωναν οι φαμπρικάρηδες και το πήγαιναν στους δικαιούχους. Με μια ξύλινη σέσουλα έπαιρναν από τη δεύτερη γούρνα το λάδι, και γέμιζαν τα ασκιά με ένα χωνί . Στα σπίτια το λάδι το έβαζαν πάντα σε λαδοπίθαρα, διότι έπρεπε να κατασταλάξει στον πάτο η μούργα.
Στην επιφάνεια όμως της εξωτερικής δεξαμενής κατσιγάρου, θα βγει κάποια στιγμή πάλι μια μικροποσότητα λαδιού. Αυτό το λάδι λέγανε εκ παραδόσεως, ότι ανήκε δικαιωματικά από τη αρχαιότητα στους φαμπρικάρηδες, και όχι στα αφεντικά! Το μάζευα λοιπόν ταχτικά με το φιλαδόρο και το φύλαγαν σε δικό τους πιθάρι που το λέγανε διακονιάρη! Ονομάστηκε έτσι διότι πολλές φορές τα μεγάλα αφεντικά, γέμιζαν από φιλότιμο μια ή δυο οκάδες λάδι, και το ρίχνανε στο πιθάρι τους, και αυτό έμοιαζε κάτι σαν διακονιά! Στο τέλος της σαιζόν το πουλούσαν και μοιραζόταν τα χρήματα! Υπήρχε όμως η δυνατότητα οι φαμπρικάρηδες να αποχτήσουν λάδι, και με διάφορους άλλους τρόπους. Ο ένας τρόπος ήταν, αν έλειπε κάποια στιγμή το αφεντικό, και προπαντός εκείνος που άλεθε, αν έβγαζε πολλά λάδια αλλά παράλληλα και τσιγγούνης, βούταγε ένας φαμπρικαρης κρυφά το κάρτο ή τη σέσουλα μέσα στη γούρνα που ήταν ακόμα το λάδι του, και άδειαζαν μια, μπορεί και δυο οκάδες λάδι στον διακονιάρη! Για τόσο βέβαια μικροποσότητες, κανείς δεν θα το καταλάβαινε! Εκείνοι όμως σαν οικογενειάρχες είχαν απόλυτη ανάγκη το λάδι του διακονάρη! Υπήρχε και δεύτερος τρόπος να αποχτήσουν λάδι, με το λεγόμενο πυρινάκι! Στις 4 άκρες το πρέσο δεν έσφιγγε καλά τους μποξ’αδες, και η πυρήνα εκεί άφηνε πολύ λάδι! Παλιά τα πυρινάκια ανήκαν λένε δικαιωματικά κι αυτά στους φαμπρικάρηδες. Έκοβαν λοιπόν τις τέσσερις αυτές άκρες, και τις φύλαγαν σε κόφες. Κάποια στιγμή έβαζαν στους μποξάδες όλα αυτά τα πυρινάκια, και μετά στο πρέσο. Έβγαζαν έτσι 5 έως 6 οκάδες λάδι, που πήγαινε κι αυτό στον διακονιάρη! Όμως να σκεφτεί κανείς πως αν αυτό το έκαναν 3 έως 4 φορές την ημέρα, μπορούσαν να μαζέψουν έως και 30 οκάδες λάδι ημερησίως, και πολλές φορές γέμιζαν και δεύτερο διακονιάρη! Με αυτά και με αυτά τα τυχερά, τελικά έβγαζαν καλό μεροκάματο οι εργάτες της φάμπρικας, κι ας μην πληρωνότανε σε χρήμα!
Το νερό στη χρήση της φάμπρικα
Για να φτιαχτεί μια φάμπρικα, έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει κάπου εκεί κοντά νερό τρεχούμενο ή από πηγάδι, για πολλές και διάφορες χρήσεις. Το νερό χρειαζόταν για το ρίχνουν στους μποξάδες, ώστε να βοηθιέται το λάδι να αποχωρίζεται από την ελιά, αλλά και για να πλένουν ταχτικά τους μποξάδες να μην ταγκιάζουν. Αν δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό, τότε το έβγαζαν από κάποιο κοντινό πηγάδι με κουβάδες, και το άδειαζαν σε μια δεξαμενή. Έπρεπε να έχουν ανά πάσα στιγμή ζεστό νερό για να πλένουν τα διάφορα αντικείμενα, καθώς και τα χέρια τους, αλλά να ρίχνουν ακόμα και στις ελιές στο μύλο, κυρίως όσες είχαν πολύ σαπίλα, διότι από αυτές δεν έβγαινε εύκολα το λάδι τους.
Ο φωτισμός της φάμπρικας
Η φάμπρικα δούλευε μέρα νύχτα, αλλά ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε! Έτσι ο φωτισμός γινόταν με ειδικούς λύχνους πιο μεγάλους από τους κοινούς, τους λεγόμενους φαμπρικόλυχνους. Αργότερα ονομαστήκαν και λύχνοι του εργοστασίου. Οι λύχνοι αυτοί είχαν συνήθως τρία φυτίλια, και έπαιρναν λάδι από τη φάμπρικα. Πιο παλιά υπήρχαν και πέτρινοι λύχνοι, πάλι με τρία ή τέσσερα φυτίλια. Μετά τους λύχνους και κάπου στην κατοχή εμφανίστηκαν και τα λούξ πετρελαίου, τα οποία είχαν πολύ περισσότερο φως.
Ευχαριστούμε θερμά τον κ Μανώλη Κανακαράκη, πρώην πρόεδρο Πετροκεφαλίου, καθώς και τον κ Μύρωνα Μαραγκάκη για τις πολύτιμες πληροφορίες τους.
Ευχαριστούμε επίσης θερμά τον Πανοσιολογιώτατο και Ηγούμενο της Μονής Οδηγητρίας Παρθένιο, που μας άνοιξε επί τούτου τις πύλες της Μονής και το μουσείο αυτής, για να πάρουμε το απαραίτητο φωτογραφικό μας υλικό.