Γράφει η Χαριστή Κουκουμπεδάκη
Ίσαμε να μπει ο χρόνος πρέπει εδίψα ο Χάρος κι έστεσε μπροσκάδα στην άσφαλτο λίγα μέτρα από το σπίτι ντως κι έκαμε διπλό το φονικό.
Τσ’ ομορφάδες εζήλεψε και τσι χάρες τσ’ Αστυνομικού Όλγας Φραγκιαδάκη και της τρίχρονης Στελλίτσας της …….
Κι είντα να πω πως να το πω, που δε χωρούνε λόγια,
που ετσά καημός δεν παγουδιά, με χίλια μοιρολόγια…
Διπλοφονιά
Χάροντα πόσο άπονος και βερεμιάρης είσαι
κι έκαμες φονικό διπλό ζηλιάρη στ’άψε σβήσε …..
Κι επήρες μάνα και παιδί κι εσκόρπισες τον πόνο
Χάρε σκληρέ κι ανάποδε με τον καινούργιο χρόνο….
Μπαρμπέσικα τως έστεσες Χάρε διπλό καρτέρι
Κι αγκαλιασμένες φύγανε μάνα και θυγατέρι….
Δεν έχεις μπλιο φιλότιμο Χάρε να σταματήσεις
κι αρχές του χρόνου ήθελες τον άδη να στολίσεις…
Κι εφτώχανες τον τόπο μας και την Αστυνομία
Χάρε σκληρέ διπλοφονιά μεγάλ’ εγληματία….
Κι εδά θρηνά μια Μεσσαρά κι ούλη η πάνω ρίζα
και τα μαλλιά ντως σέρνουνε και κλαίνε τα Βορίζα….
Και σέρνει ο Γεροπόταμος από τα δάκρυά ντως
κι εράισες σαν το γυαλί Χάροντα την καρδιά ντως….
Κι ο ουρανός εγίνηκε μουντός κι ανεφαλιάρης
Χάροντα που ‘ρθες μονομιάς τσι δυό ζωές να πάρεις..
Σαν τη Μεγάλη Παρασκή την ανεφαλιασμένη
η θλίψη σε μια Μεσσαρά είναι ζωγραφισμένη…
Δεν ποχορταίνεις άτιμε και με το νέο χρόνο
στέκεις και κονταροχτυπάς και διασκορπάς τον πόνο…..
Κι εκειά που δε σε σπέρνουνε Χάροντα ξεφυτρώνεις
και δε δειλιάς…γιατί παιδιά… ποτές δε μεγαλώνεις…