Του Γιώργου Χουστουλάκη
Καλό δρόμο στον Παράδεισο φίλε μου Λευτέρη…
Ήσουν φίλος διαχρονικός, ήσουν επίσης συμμαθητής στο γυμνάσιο, ήσουν κι ο μηχανικός μας, και πάντα είχαμε κάτι καλό να πούμε, η ένα καλαμπούρι όταν συναντιόμαστε…
Και πάντα με ένα χαμόγελο…
Κάθε καλοκαίρι πίναμε καφέ στα Μάταλα που ήταν το χωριό σου, από τότε που είχε δέκα σπίτια όλα κι όλα!
Τα λέγαμε και αυτό το καλοκαίρι που μας πέρασε, στο σπίτι σου…
Και δε χόρταινα να σε ακούω να μου τα διηγάσαι…
Θα μπορούσα να ξημερωθώ και να σε ακούω, τα έλεγες τόσο όμορφα κι απλά..
-“… Εκειέ που λες Γιώργη στο βράχο απέναντι, με έβρισκες τα Καλοκαίρια όλη μέρα σαν κοπέλι ξυπόλυτο, να κάνω βουθιές!
Αδύνατο, σα τσιλιβίθρας ήμουνα!
Πρώτα ήμαθα να βουτω πέφτοντας από το χαμηλό βράχο, και μετά στον επάνω στον πια ψηλό, που γίνονται οι μεγάλες βουθιές!
Η μάνα μου κάθε μεσημέρι μου φώνιαζε να πάω να φάω..
-Λευτεράκι, Λευτεράκι! Μα δεν την άκουγα!
Ώσπου η μάνα μου ανακάλυψε το… άσπρο πανι!
Έτσι, όταν είχε μαγερέψει, άπλωνε απάνω στα κάγκελα ένα άσπρο πανί, και εγώ σαν το έβλεπα από μακριά, εκάτεχα πως επομαγέρεψε, και αγλάκουνα και πήγαινα να φάω… ”
Είχαμε πει να έρθω μια μέρα να μου πεις μερικές τέτοιες ιστορίες από τα παιδικάτα σου για να τις δημοσιεύουμε, ώστε να μάθει ο κόσμος, πως ήτανε τα Μάταλα του ’60, 65…
Μα δεν προλάβαμε εμείς να ρθούμε, αν και εσύ ήσουν πάντα εκεί και μας περίμενες…
Είχες τη δύναμη της ηρεμίας, και με αυτήν πορευόσουν, και έτσι ήρεμα ήρεμα μας έφυγες…
Καλό δρόμο Φίλε στον Παράδεισο, Δρομέα της ζωής και της ανθρωπιάς.
Ο φίλος σου ο Γιώργης