—Όση γαλήνη και αν κάνει, όση καλοκαιρία και αν υπάρχει, πάντα στις δώδεκα τα μεσάνυκτα κάθε παραμονής Χριστουγέννων θα δείτε εδώ τη θάλασσα να φουσκώνει, να αφρίζει χωρὶς βοὴ και αντάρα και να γεμίζει άσπρα κύματα, λέτε και είναι κοπάδια πρόβατα, που βόσκουν σε λιβάδι. Και πάλι σιγὰ – σιγὰ τα κύματα σβήνουν και χάνονται στα βάθη του πελάγου…
Έτσι μας έλεγε ο μπάρμπα Ηλίας ο Σερεμέτης, στρίβοντας με τα ροζιάρικα, χονδροπετσιασμένα χέρια του τσιγάρο. Και εξακολούθησε:
—Και μη θαρρείτε πως είναι τα πεύκα τότε, που βουΐζουν εδώ… Είναι ο βοσκός, που σαλαγάει τα πρόβατα επάνω κάτω στο περιγιάλι… Εμείς το ξεύρουμε πάππου πρὸς πάππου και το είδαμε με τα μάτια μας…
Απίθωσε το τσιγάρο στο πλαίσιο του παραγωνιού, όπου εσπιθοβολούσαν τα λιόκλαρα, και εσταυροκοπήθηκε μ’ ευλάβεια. Το πρόσωπό του, που το είχαν ψήσει η άλμη, το λιοπύρι και τα ξηροβόρια, ανυψώθηκε με μιαν ενατένισι κάποιας οπτασίας. Και τα μάτια του, που τα εσκίαζαν πυκνά, ακατάστατα φρύδια, επήραν μιαν ημερότητα και μιαν αγαλλίασι, ωσὰν να έβλεπαν στα Θεοφάνεια ολάνοικτο τον ουρανό…
—Έτσι είναι, είπε, ξαναπαίρνοντας το τσιγάρο και τραβώντας βαθειὲς ρουφηξιές… Μου τα έλεγεν η κυρούλα μου… Εκαθόμουνα δίπλα της και άρχιζε την ιστορία:
—Το βλέπεις εκείνο εκεί το χάλασμα στην πέρα ράχη, επάνω απὸ της Μπίγλαινας το λιοστάσι; Εκεί ήταν τότε η στάνη του Χριστόγιωργα με τ᾽ όνομα, του πρώτου αρχιτσέλιγκα του τόπου… Γιατὶ τότε δεν ήταν τίποτε εδώ· μηδὲ λιοστάσια, μηδὲ χωριό… Έρχονται, βλέπεις, οἱ «φούστες» με Αλγερίνους και ἐσκότωναν τα παλληκάρια και τα έπαιρναν απὸ τα σπίτια ό,τι εύρισκαν… Γι’ αυτο και το χωριὸ ήτο υψηλὰ στην παλιοχώρα και είχε βίγλες, που φύλαγαν και ἔδιναν είδηση.
Και όταν εφαίνονταν οι φούστες στο γιαλό, οι ἐξωμερίτες όπου φύγει, φύγει… Άκουες θρήνο τα παιδιὰ και χάρχαλο τα πράγματα. Και έτρεχαν να κρυφθούν στο φρούριο… Ας είναι… Που λες, σ’ εκείνο το χάλασμα επάνω στην πέρα ράχη ήτο η στάνη του Χριστόγιωργα. «Είχε χιλιάδες πρόβατα και μυριάδες γίδια», που λέγει το τραγούδι… Μα ήταν άνθρωπος σκληρὸς και απόνετος και δεν έκαμνε καλὸ σ’ άνθρωπο.
Μια βραδιά, που λες, μια παραμονὴ του Χριστού, κάποιος επήγε και κτύπησε την θύρα του. Οι σκύλοι, που έσκιζαν άνθρωπο, ούτεέ ἔσκουξαν ούτε αγρίεψαν. Μόνο επήγαν και συμμαζεύθηκαν στα πόδια του Χριστόγιωργα.
—Ποιος είναι αυτού; εξεφώνησεν εκείνος αγριεμένος. Ποιος είσαι; Τι γυρεύεις τέτοια ώρα;
—Αν είσαι χριστιανός, άνοιξε, αποκρίθηκε μια φωνή. Μ᾽ έπιασε η νύκτα και το κρύο και δεν ηξεύρω που να πάω.
Εχιόνιζε κι όλας, εξέχασα να σου το ειπώ.
—Τράβα το δρόμο σου και εδώ δεν είναι χάνι, εξεφώνησε ο Χριστόγιωργας και εχούγιαξε τα σκυλιά. Μα εκείνα δεν εκουνήθηκαν!
—Για την αγάπη του Χριστού, που γεννιέται τώρα, είπε παρακαλεστὰ η φωνή, άνοιξε, δεν βαστώ πια…
Μα εκείνος που ν’ ανοίξει!
—Σύρε στο δρόμο σου, ξαναείπε αγριεμένα.
—Για την αγάπη του Χριστού, άνοιξε, είπε πάλιν η φωνή.
Μα που εκείνος!…
Κι άξαφνα άκουσε το ποδοβολητὸ των ἀρνιών, σαν να έβγαιναν απὸ το μανδρί. Κι η θύρα άνοιξε μόνη της κι βγήκαν έξω τα σκυλιά. Στην κατηφοριά, σαν φεγγερὴ σκιά, κατέβαινε ο ξένος. Και πίσω του ακολουθούσαν τα πρόβατα.. Μπροστὰ ο ξένος και πίσω αυτὰ και παραπίσω ο Χριστόγιωργας φωνάζοντας. Ὅταν ο ξένος έφθασε στην θάλασσα, άρχισε να περπατά στα κύματα. Πίσω του έρχονταν ένα – ένα τα πρόβατα. Και γέμισεν η θάλασσα απὸ πρόβατα, που ολοένα εξεμάκρυναν, ακολουθώντας την φωτερὴ σκιά, ώσπου χάθηκαν στα βάθη του πελάγου. Κι χάθηκε κι ο Χριστόγιωργας. Κι ερήμαξε η στάνη του. Ο Χριστόγιωργας από τότε είναι στον γιαλὸ και σαλαγά τα πρόβατα, που ακολουθούν τον Χριστό. Γιατὶ ο Χριστὸς ήταν που είχεν έλθει για να τον σώσει ή να τον τιμωρήσει.
Και ο μπάρμπα Ἠλίας εσταυροκοπήθηκε πάλι.
Πηγή: Γ. Μέγα, Κ. Ρωμαίου, Σ. Δουφεξή, Θ. Μακροπούλου, Αναγνωστικόν Δ’ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι 1955, σελ. 83, 84, 85, “Φουρτουνιασμένη θάλασσα”, Περιοδικόν “Ναυτική Ελλάς”, Γεράσιμος Άννινος.