Γράφει ο Νικόλαος Ταμπουρέας*
Ο άνθρωπος, άστεγος.
Προσπάθησε να βρει ένα μέρος να τον φυλάει κάπως από τον αέρα που είχε βάλει από το πρωί.
Ξάπλωσε στη βιτρίνα του κλειστού καταστήματος κοντά στον “Μπαϊρακτάρη”!
Δεν πέρασε πολύ ώρα.
Ένας αστυνομικός τον σκούντηξε με το πόδι για να αλλάξει θέση, να μην είναι σε τόσο κεντρικό σημείο.
Ο άνθρωπος αυτός, ο λεπτόσωμος κύριος Νικόλας, έμεινε άστεγος πρόσφατα. Διατηρούσε ένα μικρό κατάστημα με ψιλικά στα Πατήσια.
Με το πρώτο λοκντάουν ,το κατάστημα που με χίλιους κόπους και βάσανα διατηρούσε, άρχισε να τον γεμίζει χρέη.
Το καλοκαίρι το έκλεισε.
Μην έχοντας άλλα εισοδήματα και τα ενοίκια να “τρέχουν” βρέθηκε χωρίς σπίτι, στο δρόμο.
Έκτοτε, έχοντας τον υπνόσακο ανά χείρας, τρώει στα συσσίτια της εκκλησίας και αναζητάει γωνιές “ανάπαυσης” στο κέντρο της Αθήνας.
Η αποκτήνωση του κόσμου μας, τόσο εμφανής.
Κλεισμένοι στο αποπνικτικό μας εγώ, αρκούμαστε στην ατομική μας συντήρηση.
Δεν νιώθουμε τον πόνο του άλλου.
Και τον αφήνουμε να δούμε μέχρι που θα φτάσει ο πόνος αυτός.
Και στα ύστερα του κόσμου τούτου ποδοπατούμε την ανθρωπιά που μας έμεινε.
Αλήθεια, ποιος θα βοηθήσει τους εκατοντάδες νεοάστεγους, τους χιλιάδες ανέργους αυτής της επιδημίας και τους απογοητευμένους της χώρας αυτής;
Μας νοιάζει;
Μας προβληματίζει;
Η και εμείς σαν άλλοι αστυνομικοί θα θέλουμε να μην σκεφτόμαστε τον πόνο των άλλων στη βιτρίνα της ζωής μας;
(Πιστεύω ότι ο αστυνομικός της φωτό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας των χιλιάδων άξιων συναδέλφων του)
* Ο Νικόλαος Ταμπουρέας είναι Δάσκαλος