του Αντώνη Κουκλινού
Στα μαύρα ντυμένη, εδά και χρόνους.
Η μοίρα τσή ‘πεξενε άσκημο παιχνίδι, έχασενε το ν’ άντρα τζη και πόμεινε χήρα, με τρία ορφανά.
Βοήθεια δε ν’ είχενε από ποθές.
Ένα φτωχόσπιτο είχενε μόνο, ίσα, ίσα, να στένει όξω το νερό και τη κρυγιώτη.
Τα κοπελάκια τζη μικρά και θένε φροντίδα, μα κάνει τα πάντα, να μη γονατίσει.
Μνιά δεμαθιά ξύλα και ένα τσικάλι νερό στη παρασιά να βράζει τσι βρούβες, είναι σχεδόν το καθημερνό τζη τραπέζι.
Απαραπόνευτη μνιά ζωή, δε ν’ εκακοκάρδισε αθρώπου.
Όπως, όπως τα μεγάλωνε, τα ξετζητζήκωσε και τά ‘χει μαθημένα να μη ζητούνε.
Ναναι καλά και οι καλοί αθρώποι απου τη βοηθούνε πότες, πότες…
Όπχιος μουσαφοίρης θελα φανεί στο σπίτι, ετρυπώνανε μέσα και δε ν’ εγροίκας μούδε τσάχαλο.
Εκοντοσημώνανε Χριστόγεννα και κάθε γειτονιά είχενε τσι δικές τση μυρωδιές.
Οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρουνα, τα Χριστόψωμα και κάθε λοής γλυσολοίδι ετοιμάζανε οι νοικοκεράδες.
Οι χοίροι τσι τελευταίες μέρες ονειρεύγονται το μαχαίρι και γρυλίζουνε οι μαύροι, απου κοντοσημώνει η ώρα ντως.
Απου τη χώρα ήτονε ερχομένη και η Μαργιώρα, να κάμει Χριστόγεννα στση αμπλάς τση το σπίτι.
Παραμονή και ετοιμάζανε τη τζιλαδιά, τα λουκάνικα και γεμίζανε σίγλινα τη κουρούπα.
Οι καμινάδα εκαπνίζανε το απάκι με τσι φασκομηλιές και είχανε γοργό, να πο’ σαστούνε μπλιό.
Είπενε η Μαργιωρή να βγεί όξω μνιά βόλιτα, να ιδεί κιανένα χωργιανό, απου λείπει σαφή και δε πολυσμίγουνε.
Σαν επέρασε απόξω απου τση χήρας το σπίτι, εμύρισε τσι βρούβες απου βράζανε.
Επαραξενεύτηκε ετέθιο βράδυ και βράζουνε βρούβες..?
Εχτύπησε τη πόρτα για μνιά καλησπέρα και εβγήκε όξω στη ν’ αυλη να τη χαιρετήξει…
-Καλως τη Μαργιωρή… έλα πέρασε μέσα…
Εμπήκενε στο παρακούζινο και θωρεί τα κοπέλια να κάθουνται στα πεζουλάκια τση παρασιάς.
-Ίντα κάνετε παιδάκια μου πως είσαστε..?
Εσηκωθήκανε ένα, ένα και τση φιλήσανε τη χέρα…
Δεν ήκαμενε λάθος… το τσικάλι έβραζε τσι βρούβες για να φάνε.
Δε ν’ ήθελε να ρωτήξει το γιάιντα, μα έκαμενε άλλη σκέψη.
-Είπετε σήμερο τα κάλαντα στο χωργιό..?
-Δε ντά ‘φηκα… πολύ κρυγιώτη κάνει και να γυρίζουνε στη βροχή, καλιά να λείπει.
-Εδά όμως δε βρέχει και θα τα πάρω να πάμε στση αμπλάς μου να τα πούμενε μαζί.
Έπχιάσανε και τα τρία χεράκι, χεράκι και κλουθούνε τση Μαργιωρής.
Είχενε το σκοπό τζη…σαν εφτάξανε τω σε λεει να νημένουνε απόξω, να μπει εκείνη μέσα και ύστερα να ντακάρουνε.
Επρόλαβε σάμε να ποκάμουνε τα κοπέλια τα κάλαντα, να ετοιμάσει τα ποχερίδια.
Τσιγαρίδες, λουκάνικο, κουραμπιέδες και ένα μερί χοιρινό, στο καλάθι σκεπασμένα.
Έδωκενε και το κάτι τις για τη καλή χέρα τω κοπελιώ και τα πήρε πάλι χεράκι, χεράκι, για το σπίτι τση μάνας τως.
Σαν εφτάξανε στη ν’ αυλή και τα θωρεί χαμογελαστά ν’ αγλακούνε στη μποδιά τζη, εκατάλαβε πως ο Θεός, έκαμενε πάλι το χρέος του.
Οι βρούβες για τούτο νε το βράδυ, εχρησιμέψανε για σαλατικό.
Από ψηλά θα νοιώθει και ο μακαρίτης να φεύγει το βάρος από πάνω ντου…
Δόξα το Μεγαλοδύναμο… σα με τη Πρωτοχρονιά θα φτάξει και θα περισέψει..!