Του Χρήστου Γ. Λενιδάκη
Γέροντα Αναστάσιε
του Κουδουμά κλωνάρι,
η Παναγιά σου δώρισε
απλόχερα τη Χάρη.
Και σαν τον ήλιο έφεγγες
στα μάτια των ανθρώπω
και αναρωτιότανε πολλοί
πώς λάμπεις; Με ποιο τρόπο;
Έλεγχες με το βλέμμα σου
τον συνομιλητή σου
κι’ όλα τα καταλάβαινες
με τη διόρασή σου.
Κι έτσι μας εβοήθησες
να εξομολογηθούμε
κι απ’ το ζυγό του δαίμονα
να ελευθερωθούμε.
Με την δική σου προσευχή
προβλήματα λυνόταν,
δαιμονισμένοι κι άρρωστοι
όλοι καλά γινόταν.
Κοιμήθηκες σαν σήμερα,
ήρθε η Παναγία
και σ’ έβαλε στην άνωθεν
λαμπροφωτοφορία.
Και τώρα με τα Χερουβείμ
του Λυτρωτή σιμώνεις,
σε λειτουργιά ατέλευτη
ανάσταση βιώνεις.
Και δέεσαι ως Όσιος
για την αποστασία,
που σαν καρκίνος έπληξε
όλη την κοινωνία.
Μας έλεγες πως Σόδομα
έχουμε καταντήσει
και ζούμε σκότος φοβερό
στση αθρωπιάς τη δύση.
Είπες πως έρχονται δεινά
λόγω της αμαρτίας,
γι’ αυτό και επεθύμησες
ζωής της ουρανίας.
Και ο Πανάγαθος Θεός
σού καμε το χατήρι
κι ευθύς σε καταχώρησε
σ’ αγγελικό ψαλτήρι.
Και χαίρεσαι καθώς θωρείς
το φως Του Θεανθρώπου,
να κατοικεί μέσ’ στην ψυχή
του κάθε αγαθοτρόπου.
Εκεί που πλέον βρίσκεσαι
πρέσβευε να σωθούμε,
γιατί δεν σταματήσαμε
πολύ να σ’ αγαπούμε,
,όσοι ωφεληθήκαμε
από την διδαχή σου
και είδαμε τους θησαυρούς
πού ‘κρυβε η ψυχή σου.
Το γέρο Νείλο έχεις πια
μόνιμο σύντροφό σου
και τον Ευμένιο τσ’ Εθιάς
λαμπρό συλλειτουργό σου.
Όλοι μαζί φυλάξετε
τη γη που κατοικούμε,
από τον φονικό ιό
και τ’ άλλα που θα δούμε…
Αμήν!