Νύχτα της 20ης Νοεμβρίου – πρωί της 21ης. Ήρθε η ώρα να τελειώσει το μαρτύριο της ζωής αυτής. Αρκετά οι αρρώστιες, αρκετά και η άσκηση του μεγάλου βιαστή. Ο ίδιος ο μακαριστός γέροντας το γνώριζε καλά. Έπεφτε η αυλαία στο μικρόκοσμο και άνοιγε η αυλαία στον απέραντο, τον ατελεύτητο κόσμο της μακαριότητας και της δόξας. Γι’ αυτόν που προορίζονται όσοι πόνεσαν πολύ και όσοι αγάπησαν τον Κύριο χωρίς όρια.
Ο μακαριστός γέροντας Ιάκωβος αγρύπνησε αποβραδίς με προσευχή. Μα ο εξουθενωμένος δε λησμόνησε και τους πονεμένους. Διάβασε τα τελευταία γράμματα και απάντησε περίπου σε δεκαπέντε. Παρηγόρησε, συμβούλεψε κατά περίπτωση.
21 του Νοέμβρη. Ξημερώνοντας θα γιόρταζε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ετοιμαζόταν όλη τη νύχτα, θα κατέβαινε. Κανονικά δε θα ‘πρεπε, μα το ήθελε πολύ. τόσο πολύ που τίποτα δεν μπορούσε να τον αποκλείσει από την τελευταία του θεία Κοινωνία. Με κόπο κατέβηκε, σκοτάδι ακόμα, στην Ακολουθία. Μερικοί μοναχοί πρόσεξαν μιαν άλλη διάθεση στο πρόσωπο του γέροντα. Ιλαρότητα υπέρμετρη, αγάπη ξεχείλιζε ολόκληρος, το αγγελικό του χαμόγελο ατέλειωτο. Έγινε η Ακολουθία. Έψαλε γονατιστός τόσο άνετα και αναστάσιμα, λες και δεν ήταν άρρωστος.
Η θεία φωνή του γέμιζε το ναό, εξαίσια μελωδία, λες και ψέλνανε πολλοί άγγελοι μαζί. Ημέρα ιερή για τον Ιλαρίωνα, γιατί το πρωί εκείνο, στα Φύλλα, τον χειροτονούσε ιεροδιάκονο ο μητροπολίτης Χαλκίδας. Φαινότανε πως η Λειτουργία τούτη δεν έμοιαζε συνηθισμένη. Όμως. ούτε είπε ούτ’ έδειξε τι έζησε στην τελευταία του Λειτουργία. Είδε πάλι τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ; Είδε γύρω του Αγίους; Είδε το πανάγιο Αίμα του Κυρίου ή τον ίδιο τον Κύριο αμνό στην Άγια Τράπεζα. Όπως άλλοτε; Δεν το ξέρουμε.
Το πρωί, λίγο πριν τις 9, βγήκε από το ναό, πήγε στην κουζίνα με καλή διάθεση και ήπιε καφέ. Τον περίμεναν όμως για εξομολόγηση. Σηκώθηκε σιγά σιγά, βγήκε, κατέβηκε τα σκαλιά μπροστά στην κεντρική πύλη της Μονής, προχώρησε για την απέναντι πτέρυγα και ανέβηκε τα λίγα σκαλιά. Σε λίγα μέτρα το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου. Εκεί συνήθως εξομολογούσε. Το ίδιο και τώρα. Στις 10 η ώρα εξομολόγησε τον αγιορείτη διάκονο Γεννάδιο, στον οποίο ευχάριστα μα σταθερά είπε μεταξύ άλλων:
– Καλά που ήρθες, να είσαι που θα με αλλάξετε, μη φεύγεις.
Ο διάκος διαμαρτυρήθηκε με διάφορα λόγια για τα περί θανάτου του γέροντα, μα εκείνος επέμενε.
Τελειώνοντας την εξομολόγηση έδειχνε κουρασμένος, αλλά διατηρούσε χαρμόσυνη διάθεση. Σηκώθηκε, πήρε από το χέρι το διάκο και βγήκανε από το εκκλησάκι. Προχώρησαν, κατεβήκανε τα σκαλιά και μπήκανε στο ναό. Έκανε την προσευχή του, ασπάστηκε όλες τις εικόνες, ευχαρίστησε και δοξολόγησε. Μα πλέον ζούσε άλλες καταστάσεις. Μέσα του κι έξω του αυγαζόταν από θείο φως – γι’ αυτό η ευφροσύνη και ιλαρότητα του προσώπου του. Τη θαυμαστή κατάσταση τούτη αξιώθηκε να δει μόνο ένας μοναχός, ο Εφραίμ. Καθάριζε τα μανουάλια του ναού και είδε το μακαριστό γέροντα να μπαίνει μεταμορφωμένος. Έλαμπε ολόκληρος και ακτινοβολούσε χαρά και αγαλλίαση. Στάθηκε ακίνητος και τον παρατηρούσε πλημμυρισμένος και ο ίδιος ο Εφραίμ από αγαλλίαση και έκπληξη.
Βγήκε από το ναό και με το διάκο φέρανε γύρω γύρω τη Μονή εσωτερικά. Έβλεπε όλους τους χώρους, όλους τους μοναχούς, τους ευλογούσε ειρηνικά και τους μετέδιδε αγαλλίαση, που διαχυνόταν άφθονη από το αγγελικό του πρόσωπο. Αφού τελείωσε ο γύρος αυτός, ήθελε να βγουν έξω από τη Μονή. Βγήκανε από τη νότια πόρτα. Προχώρησε σιγά σιγά δεξιά. Σταμάτησε στο εργαστήριο κι ευλόγησε με άπειρη αγάπη τους εκεί μοναχούς. Πάλι προς τα δεξιά, ενώ σταματούσε στα εκκλησάκια και σταυροκοπιότανε πολλές φορές. Ανέβηκε ακόμα ψηλότερα, βορειοδυτικά. Ζήτησε να τον βοηθήσει ο διάκος ν’ ανεβούνε ακόμα λίγο. Από κει το μοναστήρι φαινότανε όλο. Σαν από αεροπλάνο. Ήταν ωραίο, ανακαινισμένο, φροντισμένο… και το ‘χε βρει ερείπιο, διαλυμένο, ξεχαρβαλωμένο και πολύ μικρότερο. Τώρα και ανακαινισμένο και γεμάτο με καλούς μοναχούς.
Το κοίταζε από κει ψηλά και δεν το χόρταινε. Το βλέμμα του είχε τόση αγάπη για το μοναστήρι. Έμεινε να το κοιτάει αρκετά. Συλλογιζότανε άραγε πως βρήκε παλιά το μοναστήρι; Μάλλον όχι, γιατί δεν έφευγε από το πρόσωπο του καθόλου η ευφροσύνη. Δεν ήταν ώρα για δυσάρεστες μνήμες… τώρα μόνο δοξολογούσε, οι στιγμές λίγες και αφιερώνονται στα μεγάλα…
Τα πόδια δεν τον κρατούσαν.
– Έλα, παιδί μου. πάμε.
Γυρίσανε από την άλλη μεριά. Σχεδόν μεσημέρι. Μεσημέρι της 21ης.
Κατάκοπος, μετά το μεσημέρι, αποσύρθηκε για λίγο στο κελί του. Έφτασε όμως ο π. Αλέξιος, που έπρεπε για πρώτη φορά να κάνει κηδεία. Νέος ιερέας και δεν ήξερε το τυπικό και πως ψάλλεται. Με υπομονή ο μακαριστός γέροντας του είπε πως θα κάνει τούτο, πως εκείνο. Κι έπιασε να του ψέλνει τροπάρια της νεκρώσιμης Ακολουθίας. Έψελνε και ο Αλέξιος, μα ο γέροντας έψελνε πολύ ωραία. Έκπαγλα και χαιρότανε όλο και περισσότερο. Σε κάποια στιγμή ο Αλέξιος νόμισε ότι έμαθε να ψέλνει τη νεκρώσιμη Ακολουθία και ήθελε να φύγει, ευχαριστώντας και παίρνοντας την ευχή του γέροντα. Εκείνος όμως επέμενε να την ψάλουνε όλη από την αρχή. Έτσι κι έγινε. Την ψάλανε ολόκληρη, και ο γέροντας ήτανε όλο χαρά κι ευφροσύνη.
Έφυγε μετά τις 2 η ώρα ο π. Αλέξιος κι έμεινε μόνος ο γέροντας. Στις 3.15 του χτύπησαν την πόρτα για καφέ και του είπαν ότι ήρθε η Γερασιμία. Κι ενώ δύσκολα δεχότανε στο κελί. είπε μόνος του:
-Να έρθει. Αυτό το παιδί έχει ανάγκη, πρέπει να το δω!
Αργότερα δέχτηκε τη Γερασιμία, για εξομολόγηση. Έβαλε το πετραχήλι του, έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, βλέποντας τον Εσταυρωμένο, και άρχισε. Την άκουσε προσεχτικά, τη συμβούλεψε, της έδωσε κουράγιο… και ξαφνικά με αλλοιωμένη όψη της λέει:
-Εδώ, παιδί μου, είναι ο όσιος Δαβίδ… Και ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος… ψάλε το Απολυτίκιο τους…
Στο μεταξύ τα λεπτά περνούσαν και μέσα του ο γέροντας είχε πολλή αγωνία. Ήθελε να προλάβει να δει διάκο τον υποτακτικό του Ιλαρίωνα, που εκείνο το πρωί. Στη Λειτουργία, τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Χαλκίδας Χρυσόστομος. Και χωρίς ν’ ακούγεται κάποιος θόρυβος, στις 4.15. λέει στη Γερασιμία:
-Παιδί μου, άνοιξε τη ν πόρτα, ήρθαν οι πατέρες.
Πράγματι, έφταναν στην πόρτα οι πατέρες. Τη στιγμή που στράφηκε στην πόρτα η Γερασιμία, δοκίμασε ο γέροντας να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του… Μα την ίδια στιγμή είπε «ζαλίζομαι, ζαλίζομαι…» κι έγειρε, χάνοντας την ευστάθεια του. Πρόλαβε η κοπέλα κι έπιασε λίγο το γέροντα και τον βοήθησε να μη χτυπήσει πολύ, πέφτοντας στο πάτωμα. Η αναπνοή του ήτανε πολύ δύσκολη και προσπαθούσε. Συγχρόνως έμπαιναν και οι πατέρες με πρώτο τον π. Ιλαρίωνα. Αμέσως σύγχυση, φόβος, πανικός, κλάματα… Γονάτισε δίπλα του ο π. Κύριλλος, πήρε να του τρίψει τα χέρια… άλλοι μοναχοί τρέξανε στον Άγιο Χαράλαμπο και κλαίγοντας κάνανε Παράκληση. Άλλος έτρεξε να τηλεφωνήσει σε γιατρό. Ο σφυγμός του μεγάλου ασκητή φάνηκε νηματοειδής, ανεπαίσθητος… Το πρόσωπο του πήρε λίγο κοκκινωπό χρώμα… έμεινε ήρεμο, χωρίς αγωνία… και μια στιγμή έκανε με τα σεπτά χείλη του ένα μικρό φύσημα…
Αυτό ήταν,σαν πουλάκι παρέδωσε το πνεύμα. Όλα είχανε τελειώσει. Στις 4.17 το απόγευμα, ο μακαριστός γέροντας άφησε το φθαρτό κόσμο του πόνου. Μπήκε σε μακάρια μονή του Τριαδικού Θεού.
Οι πατέρες της Μονής δε θέλανε να πιστέψουν ότι ο γέροντας έφυγε. Κάτι προσπαθούσανε να του προσφέρουν… σύγχυση απερίγραπτη, μιλούσαν κλαίγοντας… και η συνεννόηση δύσκολη. Πάντως όλα είχανε τελειώσει.
Πηγή:egolpion.com