Απρίλιος του 1985. Εδώ και πέντε περίπου μήνες η μικρή Όλγα, δέκα χρόνων, με τεράτωμα στον εγκέφαλο, υφίσταται μια διαδικασία ακτινοβολιών, προκειμένου να συρρικνωθεί ο μη χειρουργήσιμος όγκος, που τον τελευταίο καιρό την ταλαιπωρεί με ανυπόφορους πόνους και έντονες ζαλάδες.
Οι γονείς της, δύο απλοί άνθρωποι από την Αθήνα. Οι γιατροί στην Ελλάδα από την αρχή φανέρωσαν τη δυσκολία του προβλήματος. Ελπίδα τελευταία, ο Θεός κυρίως και λίγο η Αμερική. Ένας συγγενής τους από τη Βοστώνη, μεγαλόκαρδος τους προσκαλεί. Εκεί, τους είπε, υπάρχει το καλύτερο νοσοκομείο παίδων στον κόσμο. Μαζεύουν τα αναγκαία, και αμέσως οι άνθρωποι φτάνουν στον τόπο των τελευταίων ελπίδων τους.
Η ιστορία τους γεμάτη ταλαιπωρία και εσωτερική ένταση. Πώς επιτρέπει ο Θεός τέτοιες αδικίες! Σε επτά χρόνια γάμου δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν παιδί. Άνθρωποι απλοί, χωρίς γνώση και ιδιαίτερη ζωή πίστεως. Ενώ έσβηναν οι ελπίδες τους, τους χαρίζει ο Θεός ένα κοριτσάκι. Τον δοξάζουν για το δώρο και περιστρέφουν τη ζωή τους γύρω από αυτό. Γίνεται δέκα χρόνων, είναι το μονάκριβο, και αρχίζει να εμφανίζει παράξενα συμπτώματα, έντονους πονοκεφάλους, παραμένουσα δυσφορία. Αρχίζουν οι εξετάσεις και καταλήγουν στη διάγνωση που μόλις την ακούς σου κόβονται τα πόδια, σου σπάει το κεφάλι, σου κομματιάζεται η ψυχή, σου ξεσχίζεται η καρδιά.
Με αυτό το δράμα συνοδό, παρατάνε τις δουλειές τους και φτάνουν όλοι μαζί στην Αμερική, χωρίς να γνωρίζουν πότε, πώς και αν όλοι θα γυρίσουν πίσω. Τους συντροφεύει όμως και απλή, αυθεντική, δυνατή πίστη. Εδώ και ενάμιση χρόνο έπεσαν στα χέρια τους κάτι κασέτες με κηρύγματα που τους άλλαξαν εντελώς την προοπτική. Τους πλημμύρισαν με πίστη. Πίστη που βγαίνει από μέσα. Και η απάντηση του Θεού; Όταν δεν πήγαιναν στην εκκλησία, η γέννηση της Όλγας. Μόλις στράφηκαν σε αυτήν, ο καρκίνος! Γιατί τα κάνει αυτά ο Θεός; Γιατί εκφράζεται όπως δεν θα θέλαμε κανένας και καθόλου; Μήπως τελικά πιστεύουμε σε Θεό που δεν υπάρχει και αγνοούμε τον Θεό της αλήθειας, που πρέπει να ανακαλύψουμε, όπως Αυτός είναι και όχι όπως εμείς Τον θέλουμε;
Η Όλγα συνεργάσθηκε πολύ καλά με την ομάδα του Dr. John Shillito, του καλύτερου ίσως Νευρο-Ογκολόγου στο Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης. Όλοι τους με πολλή αγάπη κατέβαλαν κάθε προσπάθεια – σαν να ήταν η μόνη τους ασθενής – για να βοηθήσουν αυτό το κοριτσάκι. Όλα έδειχναν να προχωρούν ομαλά, μέχρις ότου ξαφνικά έπεσε σε κώμα. Μια σειρά εξετάσεων κατέδειξε ότι ο όγκος εξαπλώθηκε σε μεγάλη περιοχή του εγκεφάλου. Έχουν εξανεμιστεί και οι τελευταίες ελπίδες. Επίκειται η ανακοίνωση στους γονείς. Πρέπει να ενημερωθούν, ώστε να αποφασίσουν εάν προτιμούν το παιδί να καταλήξει στη Βοστώνη και να μεταφέρουν το σώμα του ή να το πάρουν όπως είναι στην Ελλάδα. Βέβαια, κάτι τέτοιο, βάσει των διεθνών αεροπορικών συμβάσεων, απαιτεί βεβαίωση από τον γιατρό του Νοσοκομείου ότι σύμφωνα με την ιατρική εκτίμηση δεν πρόκειται να πεθάνει κατά τη διάρκεια της πτήσεως.
Όλα αυτά την Κυριακή 28 Απριλίου 1985. Κυριακή των Μυροφόρων. Οι γονείς ακόμη δεν γνωρίζουν τίποτε. Απλά, αγωνιούν και υποψιάζονται το χειρότερο. Στις 6 μ.μ. ο Dr. Shillito θα τους μιλήσει με λεπτομέρειες τέτοιες που θα ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Κανείς από τους Έλληνες εθελοντές του Νοσοκομείου δεν δέχεται να κάνει την μετάφραση στους γονείς. Όλοι το αποφεύγουν. Είναι τόσο δύσκολο και βαρύ να πληροφορούνται από τα χείλη σου οι γονείς ότι το παιδί τους δεν έχει ελπίδα και πεθαίνει!
Τελικά ο κλήρος έπεσε σε μένα. Εγώ είχα ακούσει για το περιστατικό, αλλά δεν είχα γνωρίσει ούτε το παιδί ούτε τους γονείς. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δέχτηκα να σηκώσω μαζί τους αυτό το πραγματικά ασήκωτο βάρος, που όμως δεν αντέχεται!
Ανεβαίνω με το ασανσέρ στον όγδοο όροφο, στον όροφο με τα καρκινοπαθή παιδάκια. Νοιώθω πολύ δύσκολα, σφιγμένος, άτονος, ανήσυχος. Βγαίνω στον διάδρομο. Μπαίνω αμήχανα σε έναν θάλαμο με τρία μωράκια σε κούνιες με σωλήνες και χημειοθεραπείες. Κάποια μικρά παιδάκια, με γυμνά τα κεφαλάκια τους, βλέπουν cartoon στην τηλεόραση και γελούν. Δίπλα, χωμένη σε έναν καναπέ μια κοπελίτσα, δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών, βυθισμένη σε σκέψεις, κάθεται χαμένη στον κόσμο του αγνώστου. Δυο πονεμένα εκφραστικά μάτια, με πολύ βαθύ βλέμμα, διασταυρώνονται με τα δικά μου. Γιατί αυτά τα παιδιά να βασανίζονται; Γιατί, αντί να γλυκαίνονται με το όραμα του μέλλοντος, να γεύονται την πίκρα του νοσοκομείου, τη θλίψη της αμφιβολίας; Γιατί, Θεέ μου; μόλις πριν από λίγα λεπτά, πριν φθάσω στην είσοδο του Νοσοκομείου, σε ένα πάρκο, είδα μια παρέα μικρών παιδιών να παίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα και οι γονείς τους καμαρωτά έσκαζαν στα γέλια. Τί τεράστια, τί άδικη, τί ανεξήγητη διαφορά!
Συναντώ τρία άτομα που μιλούν ελληνικά. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Δίχως αμφιβολία οι δύο είναι οι γονείς της Όλγας και ο τρίτος ο θείος της. Τους πλησιάζω και συστήνομαι. Με ευχαριστούν οι άνθρωποι και πριν προλάβουμε να πούμε δύο κουβέντες, μας καλούν στο γραφείο του Dr. Shillito. To βλέμμα μου πέφτει σε ένα τρίπτυχο με τρεις φωτογραφίες. Είναι οι κόρες του. Τρεις δροσερές κοπέλες πάνω στο γραφείο του. Αυτός καμαρώνει. Φυσικό και ευλογημένο είναι. Στο διπλανό δωμάτιο, η Όλγα με αλλοιωμένο το πρόσωπο παλεύει με τον θάνατο. Οι γονείς της λειώνουν.
Ο γιατρός, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, μπαίνει στο θέμα.
– Η Όλγα, όπως γνωρίζετε, έχει έναν όγκο στην τρίτη κοιλία του εγκεφάλου που δεν χειρουργείται. Προσπαθήσαμε να τον ακτινοβολήσουμε, με την ελπίδα ότι θα τον περιορίζαμε αρκετά. Η Όλγα ανταποκρίθηκε πολύ καλά˙ τόσο που μας έδωσε ελπίδες. Δυστυχώς, όμως, – στο σημείο αυτό οι δύο γονείς τεντώθηκαν – προχθές έπεσε σε βαθύ κώμα από το οποίο, καθώς δείχνουν οι εξετάσεις, δεν θα επανέλθει.
Ο πατέρας αναλύεται σε λυγμούς. Η μητέρα κρατάει.
– Δηλαδή, γιατρέ, μιλήστε μας πιο ανοιχτά.
– Κρίνω ότι η Όλγα δεν θα τα καταφέρει, τελειώνει από στιγμή σε στιγμή.
– Τί εννοείτε από στιγμή σε στιγμή, γιατρέ; τόλμησα να ρωτήσω.
– Εννοώ τώρα που μιλάμε, σε λίγες ώρες, ίσως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Νομίζω ότι, κατά πάσαν πιθανότητα, δεν θα το βγάλει το βράδυ. Θα μπορούσα να σας έδινα ένα θεωρητικό όριο μέχρι και την αυριανή μέρα.
– Δηλαδή, γιατρέ, τώρα μόνον ένα θαύμα, λέγει η μητέρα.
– Ναι, μόνο θαύμα, επαναλαμβάνει ο γιατρός.
Ο πατέρας συνεχίζει να κλαίει με συγκρατημένους λυγμούς.
– Γιατρέ, εμείς θα θέλαμε πολύ να σας ευχαριστήσουμε για όσα έχετε κάνει τόσο καιρό για την Ολγίτσα μας, συνεχίζει η μητέρα. Μπορεί να χάνουμε ανθρώπινα τη μάχη, αλλά εμείς ετοιμαζόμαστε για ένα θαύμα. Ή, παρά τις προβλέψεις σας, να γίνει η κορούλα μας καλά ή να γίνει αγγελούδι στον θρόνο του Θεού. Μικρό θαύμα είναι αυτό; Ξέρετε τί καλό κοριτσάκι που είναι; Εμείς, βέβαια, προσευχόμαστε με όλη μας τη δύναμη μόνο για το πρώτο. Αυτή είναι η ολιγοπιστία μας. Αν όμως ο Θεός επιτρέψει το δεύτερο, τότε θα το δεχτούμε και αυτό σαν δώρο. Απλά, τώρα πρέπει να στραφούμε εξ ολοκλήρου στον Θεό. Το λάθος μας είναι ότι έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα. Βλέπετε εμείς πιστέψαμε πρώτα στους γιατρούς και μετά στο Θεό.
– Έτσι είναι, η πίστη σας είναι αυτή που τώρα θα σας βοηθήσει, λέγει ο γιατρός.
– Όχι, γιατρέ, δεν βοηθάει η πίστη. Αυτή είναι ανθρώπινη, δικό μας πράγμα. Αυτός που βοηθάει είναι μόνον ο Ίδιος ο Θεός.
Σε όλα αυτά εγώ ένας απλός μεταφραστής αλλά και ένας εμβρόντητος ακροατής. Τί δύναμη, τί πίστη είχε αυτή η γυναίκα! Και τούτο, γιατί δεν έδειχνε να είναι ψυχολογικός ο λόγος της ούτε κηρυγματικός˙ έδειχνε να βγαίνει πηγαία και αυθόρμητα, με χαρακτηριστική λιτότητα και ψυχραιμία, πείθοντας ότι ό,τι λέει αντανακλά με διαύγεια τον βαθύτερο κόσμο της. Αξιοπρέπεια, ηρεμία, ευγένεια, αυτοέλεγχος, αληθινότητα έβγαιναν από το στόμα της. Το ίδιο και από τα μάτια της, που τόση ώρα εκφράζουν ελπίδα και δεν έχουν στάξει ούτε ένα δάκρυ.
Βγαίνουμε από το γραφείο και κάθομαι μαζί τους να γνωριστούμε κάπως. Τέτοιες ώρες οι άνθρωποι δένονται δυνατά και άμεσα. Εδώ όμως είχα μπροστά μου κάτι ασυνήθιστα μεγάλο. Η γυναίκα αυτή ήταν απλή αλλά πολύ περιεκτική. Οι λέξεις που έβγαζε το στόμα της είχαν τη δύναμη και την πειστικότητα του καρδιακού λόγου. Θαύμασα την εσωτερική της δύναμη όσο τίποτε άλλο.
Με πολλή ζεστασιά με ευχαρίστησαν και χωρίσαμε. Έπρεπε να φύγω. Είχα μία υποχρέωση. Θα ξαναπερνούσα το βράδυ μετά τις δέκα, με την ελπίδα βέβαια να προλάβω την Όλγα ζωντανή. Κάθε τόσο τηλεφωνούσα στο γραφείο ενημέρωσης να πληροφορηθώ για την κατάστασή της.
Είναι 10:30 το βράδυ. Η Όλγα ακόμη κρατάει. Ο κ. Κώστας και η κ. Μαρία, οι υπέροχοι αυτοί γονείς, ήρεμοι προετοιμάζονται για όλα, αλλά ελπίζουν και προσεύχονται για το μικρό θαύμα, όπως λένε. Ο Θεός που την έφερε στη ζωή – αυτό ήταν το μεγάλο θαύμα – δεν μπορεί να την κρατήσει; Απλά, το πρόβλημα, λένε, είναι οι αμαρτίες τους!!!
Στις 11:00 μ.μ. ήλθαν με το ασανσέρ τα πτυσσόμενα κρεβάτια για τους συνοδούς, με μαξιλάρια και σεντόνια. Το Νοσοκομείο αυτό είναι εκπληκτικό. Οι κοινωνικές υπηρεσίες του προνοούν για όλα. Πολιτική του Νοσοκομείου είναι οι γονείς να διανυκτερεύουν, όταν το επιθυμούν με τα παιδιά. Οι γονείς της Όλγας όμως δυσκολεύονται να κοιμηθούν. Προτιμούν να συζητήσουμε λίγο και να αγρυπνούν. Ο γιατρός εξ άλλου είχε πει ότι η Όλγα δεν θα την έβγαζε τη νύχτα. Η πίστη τους απερίγραπτη. Μιλούσαν για τα θαύματα σαν για απλά και φυσικά γεγονότα. Συζητούσαν για την αιωνιότητα όπως συνήθως κάνουμε για την καθημερινότητα. Το θέλημα του Θεού, όποιο και αν ήταν, θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη ευλογία. Απλά, στη μία περίπτωση θα το βίωναν ως απέραντη χαρά, ενώ στη δεύτερη ως δια βίου πάλη με την αλήθεια. Το δεύτερο, το δύσκολο, τους φάνταζε πιο αυθεντικό. Το πρώτο, όμως, πιο επιθυμητό.
Έμεινα μαζί τους μέχρι τη 1:30 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν τους χόρταινα. Στη ζωή μου είχα συναντήσει πραγματικά πιστούς ανθρώπους. Αλλά τέτοιου είδους πίστη, όχι μετά τον θάνατο του ανθρώπου τους, πράγμα που μπορεί να λειτουργεί και λίγο ψυχολογικά και παρηγορητικά, αλλά ελάχιστες μόλις στιγμές πριν από την προβλεπόμενη εκπνοή του μονάκριβου παιδιού τους, ομολογώ ότι ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα. Δίπλα η Όλγα εντελώς ακίνητη, σε βαθύ κώμα, δίχως καμία επικοινωνία με αυτόν τον κόσμο. Ίσως σε επικοινωνία με τον άλλο, τον άγνωστο σε μας δικό της κόσμο. Κάπου – κάπου κλεφτές ματιές πάνω στο ανέκφραστο σωματάκι της αναμειγνύουν την πονεμένη απορία με τη λογική αδικαιολόγητη ελπίδα.
Η Όλγα τελικά έβγαλε τη νύχτα. Η χρονική εκτίμηση του γιατρού απέτυχε. Ποιός ξέρει; Θα μπορούσε να αποτύχει και η ιατρική του γνωμάτευση. Είναι τόσο ωραίο μερικές φορές να διαψεύδεται η επιστήμη!
Το πρωί τηλεφωνώ σε κάποιες κυρίες και μοιράζομαι μαζί τους τις εκπληκτικές εντυπώσεις μου. τους συνιστώ να κάνουν μία επίσκεψη αφ’ ενός μέν για συμπαράσταση, αφ’ ετέρου δε για δική τους ενίσχυση.
Η Όλγα άντεξε και ολόκληρη τη Δευτέρα. Το βράδυ, επιστρέφοντας από την εργασία μου, πέρασα να τους ξανασυναντήσω. Οι γονείς αποφάσισαν να πάρουν το παιδί στην Ελλάδα να πεθάνει εκεί. Τη Δευτέρα έγιναν όλες οι απαραίτητες διατυπώσεις. Τελικά, κανονίστηκε να φύγει, αν θα ζούσε, την Τετάρτη 1η Μαΐου 1985 με την πτήση της Ολυμπιακής από Νέα Υόρκη. Έμεινα πάλι ως αργά, απολαμβάνοντας την απίστευτη χάρη αυτών των ανθρώπων και περιμένοντας την αναχώρηση της Όλγας είτε με το αεροπλάνο για την Ελλάδα είτε με τους αγγέλους για την αιώνια πατρίδα. Στιγμές έντονες, πολύ αληθινές˙ δίπλα σε έναν κόσμο εμπειρικής πίστεως απροσμέτρητου μεγέθους.
Τρίτη 30 Απριλίου το πρωί. Χτυπάει το τηλέφωνό μου. Η μία από τις τρεις κυρίες, με τις οποίες είχα επικοινωνήσει την προηγουμένη, μόλις έχει μιλήσει με τον πνευματικό της, τον γνωστό π. Πορφύριο. Έχει φήμη προορατικού ανθρώπου. Παγκοσμίως γνωστός. Άγιος άνθρωπος. Βλέπει σε μέρη που δεν λειτουργεί η ανθρώπινη όραση. Της είπε, λέει, ότι θα κάνει και αυτός την προσευχή του, αλλά να μην τον αφήσουμε μόνο. Και έχει ο Θεός. Εύκολο συμπέρασμά της ότι υπάρχει κάποια ελπίδα.
– Σε παρακαλώ, της λέω, μην βιαστείς και πεις τίποτα. Αφού ξέρεις την κατάσταση. Είδα και την αξονική. Το κορίτσι τελειώνει. Απορώ πώς ζει. Το είδες κι εσύ με τα μάτια σου. Καλύτερα να πούμε λίγα και να γίνουν πολλά, παρά να δώσουμε ελπίδες και να μην γίνει τίποτα, της λέω.
Η Όλγα άντεξε και την Τρίτη. Το βράδυ στις 10 περίπου φτάνω για τη συνηθισμένη μου επίσκεψη – φροντιστήριο πίστεως. Μπαίνω στο δωμάτιο και αντικρίζω ένα ασυνήθιστο για αμερικάνικο νοσοκομείο θέαμα. Η Όλγα στο κρεβατάκι της, στη γνώριμή μας δική της μακαριότητα. Ο κ. Κώστας λίγο απόμερα. Η κ. Μαρία, η μητέρα, μαζί με την κ. Βασιλεία, μια εκπληκτική Ελληνοαμερικανίδα εθελόντρια, αληθινή μάνα όλων αυτών των παιδιών, δίπλα – δίπλα διαβάζουν μια άγνωστη σε μένα παράκληση. Έχουν ανάψει θυμίαμα, ακούμπησαν μία εικόνα της Παναγίας πάνω στο παιδί, τοποθέτησαν και ένα καντηλάκι και προσεύχονται. Εγώ κάθομαι ακριβώς δίπλα στην πόρτα. Ο μισός μέσα στον θάλαμο και μισός έξω. Με πλησιάζει μια νοσοκόμα, η Debbie.
– Τί κάνουν; Με ρωτάει. Τί είναι αυτό που καπνίζει και μυρίζει; Ανήκουν σε καμία παραθρησκεία;
– Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός, της απαντώ εμφατικά, μήπως και καταλάβει κάτι από την ανατολική κουλτούρα.
Βγαίνει από τον θάλαμο. Μένουμε οι υπόλοιποι. Προσευχές ήξερα πολλές. Αυτά τα λόγια όμως πρώτη φορά τα άκουγα.
Σε ένα τέταρτο περίπου τέλειωσαν τα γράμματα. Είχαν λίγο λαδάκι από την Παναγία της Τήνου και λίγο από την Παναγία την Κανάλα – πρώτη φορά το άκουγα αυτό το όνομα. Σταυρώνουν το μέτωπο, το στήθος, το δεξί και το αριστερό χέρι. Το παιδί ακίνητο. Μόλις σταυρώνουν το αριστερό πόδι, η Όλγα το λυγίζει, το κατεβάζει και επαναλαμβάνει ρυθμικά την ίδια κίνηση. Τίποτε άλλο. Οι δύο γυναίκες ξεσπούν σε προσευχητικές κραυγές:
– Παναγία μου, κάνε το θαύμα σου, και σταυροκοπιούνται, φιλώντας το μέτωπο της Όλγας, που όμως παραμένει βυθισμένη κατά τα άλλα στον κόσμο της.
Το παιδί ησυχάζει. Σε λίγη ώρα πλησιάζει η μητέρα.
– Μας ακούς, Ολγίτσα μου, ρωτάει.
Η Όλγα ελαφρά νεύει καταφατικά.
– Άνοιξε, κοριτσάκι μου, τα μάτια σου.
Το κορίτσι τεντώνει σε μια αποτυχημένη προσπάθεια τα μάτια του.
– Δώσε ένα φιλάκι στην κ. Βασιλεία.
Ρυθμικά σαλεύουν τα χείλη της.
Εγώ ορθολογίζομαι. Σίγουρα έχουμε την τελευταία αναλαμπή. Ρωτώ την Debbie αν έχει όλα τα χαρτιά έτοιμα για την επόμενη νοσοκόμα – η βάρδια αλλάζει στις 11 μ. μ., – γιατί όλα δείχνουν πώς σε λίγες στιγμές τα παιδί θα αναπαυθεί…
Η ώρα περνάει. Η Όλγα επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση. Πλήρης σιωπή και ακινησία απόλυτη απουσία επικοινωνίας και αντανακλαστικών. Κανείς δεν τολμά να την ταράξει. Περασμένα μεσάνυχτα. Η κ. Μαρία δεν κρατιέται, σκύβει και φιλάει το κοριτσάκι της στο μέτωπο. Αυτό σαν κάπως να ανταποκρίνεται. Μάλλον είναι της φαντασίας μας. οι γυναίκες είναι σίγουρες ότι έχει αλλάξει. Ο κ. Κώστας συγκινημένος παρακολουθεί την κατάσταση με απορία. Εγώ πάλι ορθολογίζομαι. Τίποτε δεν μου βγάζει από το μυαλό ότι στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε για μικροαναλαμπές. Το παιδί στην ουσία έχει τελειώσει. Δεν έχω την παραμικρή ελπίδα. Η κ. Βασιλεία μου λέει πώς δεν έχω πίστη. Ποιός ξέρει; Μπορεί και να ‘χει δίκιο…
Ο γιατρός έλεγε πώς η Όλγα θα τελειώσει το βράδυ της Κυριακής. Βρισκόμαστε στην Τετάρτη και το κορίτσι σταδιακά, αν και διακριτικά, αφήνει κάποιες ασαφείς ανάσες ζωής και επικοινωνίας. Και μας χωρίζει στους πιστεύοντες που ελπίζουν για ζωή και στους σκεπτόμενους που περιμένουν τον θάνατο.
Εγώ ζω στην κρυάδα των δεύτερων και με παρέα τη λογική μου αποχαιρετώ την οικογένεια για την Ελλάδα… Ένα ειδικό ιατρικό όχημα μεταφέρει το παιδί στη Νέα Υόρκη στην κατάσταση που περιγράψαμε. Συνοδεία νοσοκόμου θα μεταφερθεί με το κρεβατάκι του στην Ελλάδα. Εκεί αποφασίστηκε να… πεθάνει.
Την Παρασκευή τηλεφωνούμε σε κάποιο τηλέφωνο που μας έδωσαν να μάθουμε τα νέα. Η Όλγα λένε, σταδιακά βελτιώνεται, αλλά είναι ακόμη σε λήθαργο. Απλά, κάπως επικοινωνεί. Θα κάνουν εξετάσεις το Σάββατο. Κανονίσαμε τηλεφωνική επικοινωνία την Τρίτη, δέκα μέρες μετά την οριστική διάγνωση του επικείμενου θανάτου. Προσπαθούμε ατέλειωτες φορές να τους βρούμε. Καμία απάντηση… Υποθέτουμε ότι η Όλγα τελείωσε και οι γονείς της πήγαν στο χωριό να τη θάψουν και κάπως να ξεκουραστούν. Ύστερα από άλλες δύο εβδομάδες, βρίσκουμε έναν παπά, και της διαβάζουμε ένα τρισάγιο… από την καρδιά μας.
Πέρασε ο Μάιος, πέρασε ο Ιούνιος, μπήκε και ο Ιούλιος. Καμία πληροφορία δεν άλλαξε το σκηνικό. Ήλθαν άλλα παιδάκια στο Νοσοκομείο από την Ελλάδα, ανάλογες εντάσεις, ανάμεικτη η χαρά με τον πόνο σε καθημερινή βάση.
Δευτέρα 8 Ιουλίου. Μόλις έφθασα στην Αθήνα από το Λονδίνο. Σκέφθηκα να δοκιμάσω να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Παίρνω και την κ. Μαρία και τον κ. Κώστα. Μπορεί να έχουν επιστρέψει.
– Ποιός είναι, παρακαλώ; Ακούγεται μια λεπτή παιδική φωνούλα από την άλλη μεριά του καλωδίου.
– Ποιά είσαι εσύ; ρωτώ αιφνιδιασμένος.
– Είμαι η Ολγίτσα, απαντά η παιδική φωνή.
– Η Ολγίτσα; Ποιά Ολγίτσα; ξαναρωτώ αμήχανα.
Μου λέει πλήρες το όνομά της και με αρκετή σπιρτάδα εκφράζει με επιτυχία την υποψία της για την ταυτότητά μου. Η Παναγίτσα, λέει έκανε το θαύμα της και με προσκαλεί να πάω στο σπίτι τους για να της κάνω ερωτήσεις στη Γεωγραφία, στην Αριθμητική κλπ. Προσκαλεί εμένα αυτή, της οποίας εγώ βιάστηκα να κάνω και το τρισάγιο. Για την ψυχή της…
Ζητώ τη μητέρα της στο τηλέφωνο.
– «Τις Θεός μέγας ως ο Θεός ημών!», μου λέει με την καρδιά της η κ. Μαρία.
Κλείνω το τηλέφωνο και φεύγω. Κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Μου ανοίγει την πόρτα ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τα μαλλάκια της. Ήταν λίγο υπερκινητική, αλλά εκφραστική και ολοζώντανη. Της έκανα και τις ερωτήσεις που μου ζήτησε. Απαντούσε χαριτωμένα. Ένοιωθα να παίζω μαζί της. Ένοιωθα να με έχει προδώσει και ο ορθολογισμός μου. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Προηγουμένως πίστευα αυτό που δεν έβλεπα. Η ζωή της Όλγας αποτελεί το ισχυρότερο ως τώρα ράπισμα της ολιγοπιστίας μου.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια. Η Όλγα έχει τελειώσει το Πανεπιστήμιο, δίνει χαρά και σοφία στους γονείς της, έχει αποκτήσει και μικρότερη αδελφή, έχει γίνει ολόκληρη κοπέλα, έχει διαψεύσει τους καλύτερους επιστήμονες στον κόσμο, έχει ξεσχίσει και τη λογική και την εμπειρία των στατιστικών και των αισθήσεων, έχει επιβεβαιώσει ότι «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις» και ότι πράγματι και στις μέρες μας «ζει Κύριος Παντοκράτωρ»
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
Πηγή: http://panagiamegalohari.gr/