Γράφει η Ζαμπία Λαζανάκη*
Δευτέρα 9 .11.2020.
Ποια μάσκα να φορέσω σήμερα;
Νομίζω αυτή με τα ζωάκια που μου χάρισε μια ευγενική κτηνίατρος επειδή δεν πίστευε ότι η διάφανη προσωπίδα μου θα με σώσει από τον ιό.
Ιατρός είναι κάτι θα ξέρει παραπάνω .
Εξάλλου ταιριάζει γάντι με το γκρι παντελόνι μου!
Φεύγω από το σπίτι και τον βλέπω να με περιμένει στην είσοδο.
“Εδώ είσαι πάλι; “ψιθυρίζω κάτω από την ασορτί μου μάσκα.
Δεν υπάρχει κάνεις σήμερα στο δρόμο να του πω καλημέρα. Άδειοι οι δρόμοι, κλειστά μαγαζιά ,μόνο αυτός με ακολουθει κατά πόδας .
Γυρίζω πίσω το κεφάλι.
Του δείχνω τη μάσκα με τα δεκαπέντε φορές απολυμασμένα μου δάκτυλα.
Σαν να έχει αλλάξει σήμερα.
Σαν να μοιάζει με πορτοκάλι, με αυτό το πορτοκαλί χρώμα που του έχει δώσει το φθινόπωρο.
Την Άνοιξη είχε κόκκινο σαν το μήλο και σαν τη ντομάτα που θέλω να πετάξω σε μερικούς, αλλά μια κυρία δεν κάνει τέτοια.
“Δε με ξεγελάς” του λέω κι ας μου αρέσουν τα πορτοκάλια και το πορτοκαλί σου χρώμα.
Προχωράω στον δρόμο, προσπερνάω ένα φαρμακείο γυρίζω πίσω το κεφάλι… σαν να μου φαίνεται ότι με έχασε.
Χαμογελάω κάτω από τη μάσκα, μπαίνω στο φαρμακείο αγοράζω κι άλλο αντισηπτικό ,οινόπνευμα και μαντηλάκια, πάλι δεν έχουν κάτι να ψεκαστώ να γίνω άτρωτη.
“Τι σωστά που φοράτε τη μάσκα ” ,μου λέει ο γλυκός σούπερ ήρωας φαρμακοποιός.
Εεε πως, μια ευκαιρία μου έδωσε η ζωή να κρύψω την τεράστια αρχαιοελληνική μύτη μου χωρίς κοντουρινγκ και δε θα το εκμεταλλευτώ;
Βγαίνω από το φαρμακείο, ευτυχώς δεν είναι πουθενά με έχασε.
Επιταχύνω το βήμα μου κατεβάζω τη μάσκα να πιω λίγο νερό. Νάτος πάλι!
Τι εμμονή είναι αυτή που έχει μαζί μου δεν καταλαβαίνω. Δε με νοιάζει όμως ,πλησιάζω το καταφύγιο .
Σταματάει ένα αυτοκίνητο να περάσω
Δε με βλέπει ο οδηγός που τον ευχαριστώ με ένα χαμόγελο, γι αυτό βάζω το χέρι μου κάτω από το στήθος και κουνάω απαλά το κεφάλι.
Το ίδιο έκανα όταν ήμουν τριών και μου έλεγε η μαμά μου να πω ευχαριστώ.
Αχ μακάρι να τον πατήσει αυτό το αυτοκίνητο να ησυχάσω.
Φρούδες ελπίδες και φλούδες μη σου πω!
Πάλι ξοπίσω μου είναι. Θέλω να του μιλήσω να τον ρωτήσω τι ζόρι τράβα μαζί μας ;
Να τον παρακαλέσω να μας αφήσει ήσυχους .
Αλλά σιγά μην καταλάβει.
Ευτυχώς έφτασα στο καταφύγιο
Τον βλέπω να κοντοστέκεται Αχα !Φοβάται, και ακόμα δεν είδε τίποτα !
Χτυπάω την πόρτα συνθηματικά και 25 ιππότες και πριγκίπισσες παίρνουν στα χέρια τους ασπίδες από χαρτόκουτα και ξίφη με λεπίδες να γυαλίζουν από μεταλιζέ χαρτόνι.
Ανοίγουν την πόρτα άφοβα και γενναία .
Πω! Πω !
Καπνός έγινε μόλις τα είδε.
Ξουτ κακό παιδί ! Σε νικήσαμε και σήμερα. Μπαίνω μέσα στο καταφύγιο ή στο σχολείο μου.
Βροντοφώναζω: “ΜΠΡΑΒΟ γενναίοι μου τα καταφέρατε !
Φυλάξτε τις ασπίδες και τα ξίφη σας και κάντε ένα διάλειμμα μάσκας να πάμε να φτιάξουμε ήλιους και ουράνια τόξα “.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη σελίδα «Τελευταίο θρανίο»