Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Η θειά μου η Χρυσή Στρατάκη, η ”Καρατάραινα”, αμπλά του πατέρα μου, στα μάθια μου, τόσο στα μικράτα μου όσο και στα μεγαλίστικκα μου, εφάνταζε σαν ένας υπερκόσμιος υπερήρωας, σαν μια γυναίκα που το σώμα της ήτανε το άθροισμα εκατό αντρών!
Κακή ήτανε η μοίρα της, αφού εχώρισε στα νιάτα της, με πέντε κοπέλια κάτω από τις φτερούγες της, μα εκατάφερε κι έφερε τα πάνω κάτω.
Ολομόναχη, δίχως υποστήριξη από κανένα θεό, με τα κοπέλια της στην αγκαλιά, καταποδιαστά βυζασταρούδια, όταν η μοίρα της είχε φέρει την κορφή στον πάτο, αυτή αναποδογύρισε τη χριγιά κι έκαμε τον πάτο κορφή.
Στερνό κονάκι της η Αθήνα, το Περιστέρι της εργαθιάς, του πόνου, του βάσανου, μα και της λαχτάρας για ζωή και καλιμέντο, εβύζαξε τα κοπέλια της με το γάλα της περηφάνειας, της αξιοπρέπειας και της αντρειοσύνης που εφόριε γυναικεία ρούχα και τη φωνάζανε Χρυσή.
Τέσσερις θυγατέρες κι ένα γιό ανάστησε και παρέδωσε στην κοινωνία, κατά που η ίδια ονειρευότανε.
Κι εγώ, στα φοιτητικά χρόνια μου, σ’ εκείνο το κονάκι στο Περιστέρι, πυκνά συχνά γινόμουνα το ακόμη ένα κοπέλι της θειάς μου της Χρυσής και το ακόμη ένα αδέρφι των κοπελιών της.
Ετούτη η γυναίκα μ’ έμαθε τη μεγάλη αλήθεια, πως υπάρχουνε γυναίκες που με τη μια τους χέρα μπορούνε να λιώσουνε εκατό άντρες και υπάρχουνε άντρες που και κάτω από φουστάνια αν κρυφτούνε, μαγαρίζουνε τα φουστάνια.
Και από ετούτη τη λατρεμένη γυναίκα, τη θειά μου τη Χρυσή Στρατάκη, την ”Καρατάραινα”, επήρα και το πρώτο συγκλονιστικό μάθημα για τη φιλοξενία.
Θυμούμαι σαν και τώρα, στις Γκαγκάλες. Μικρό κοπελιδάκι ήμουνα, σχεδόν σόκαιρος με την ξαδέρφη μου την Αλεξάντρα, με την οποία και καίγαμε σβουνιές για να μη μας τρώνε τα κουνούπια και βάζαμε τριμένη καβαλίνα στις πληγές των ποδιών μας για να μη κακοσινέψουν.
Στην πόρτα του χαμόσπιτου της καθότανε η θειά μου η Χρυσή και εξάνοιγε το δρόμο.
Όποιον περασάρη εθώριε να περνά, ακόμη κι αν ήτανε τσιγγάνος με τη φαμελιά του, τους φώναζε για να τους τρατάρει.
Ρακή, αλμυρά φυστίκια με το κέλυφος, στραγάλια και που και που κανά λουκούμι, άμα είχε η κακομοίρα.
Άθρωπος δεν επερνούσε από το γκαγκαλιανό σοκάκι που να μην τον κεράσει.
”Με τα χείλια που ‘χω, σε φιλώ”, έλεγε απολογούμενη για το φτωχικό κέρασμα.
Μια φορά την ερώτηξα γιάντα κερνά όλο τον κόσμο.
Ακόμη έχω χαραγμένη στην καρδιά μου την απάντηση της:
”Μιχαλιό μου, δυό κατάρες βρίσκουνε τον άθρωπο. Η μια είναι σαν πορίσει ο παπάς τα Θεοφάνεια για να αγιάσει τα σπίθια και δε μπει στο σπίτι κάποιου χωριανου. Και η άλλη κατάρα είναι σαν περάσει ξένος όξω από το σπίτι σου και δεν τον φωνάξεις να μπει μέσα για να πιεί ένα ποτήρι νερό”.
Δεν την ξεχνώ εκείνη την ορμηνιά της πανάξιας θειάς μου Χρυσής Στρατάκη του Μιχαήλ και της Ευγενίας, από τις Γκαγκάλες της Μεσσαράς, της αμπλάς του κύρη μου.
Κι αν αγαπώ τον Ξένο, το κάνω και γιατί πιστεύω πως έτσι ανάβω ένα κεράκι στη μνήμη της θειάς μου της Χρυσής.
* Ο κ. Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας