Η Βγενιώ βγήκε μες στην καταιγίδα κλαίγοντας και ένιωθε πως η βροχή έπεφτε πάνω της δυνατή σαν να ήθελε να ξεπλύνει την ντροπή της. Στα αυτιά της αντηχούσαν τα πικρά του λόγια: «Να φύγεις και συ και το μούλικο που πας να μου φορτώσεις, κακόμοιρη! Περάσαμε καλά, αυτό ήταν! Και πρόσεχε! Την Κυριακή λογοδίνομαι με αρχοντοπούλα όπως μου πρέπει και δεν θέλω φασαρίες».
«Και γω αρχοντοπούλα ήμουνα» κατόρθωσε μόνο να πει πριν αρχίσουν τα δάκρυα της να τρέχουν. Ο δρόμος την έβγαλε στο ρέμα, μια αστραπή φώτισε το γεφύρι, στάθηκε και το κοίταξε.
«Θα ήταν μια λύση» σκέφτηκε. Μια δεύτερη αστραπή έπεσε και φώτισε μια αντρική μορφή πιο πέρα. Ξεκίνησε για την άκρη του γεφυριού και ετοιμάστηκε να πηδήξει. Δυο χέρια την άρπαξαν από την μέση και την προστάτευσαν από την βροχή σκεπάζοντας την με μια μάλλινη κάπα και τότε η Βγενιώ λιποθύμησε. Όταν άνοιξε τα μάτια της είδε πως βρισκόταν σε ένα δώμα μέσα στον νερόμυλο. Αναγνώρισε τον γιο του μυλωνά τον Στρατή που κάθισε απέναντι της.
«Τι πήγες να κάνεις Βγενιώ; Πιο πολύ αξίζει ο Λυκούργος από την ζωή σου; Αυτούς που σε αγαπούν δεν τους σκέφτηκες;»
Η μορφή της μάνας της τότε πέρασε από το νου της. Η Βγενιώ και τα όνειρα που έκανε για κείνη ήταν το αποκούμπι της και έτσι άντεξε τον χαμό του άντρα της στον πόλεμο, την λεηλάτηση της περιουσίας τους από τους συγγενείς, την φτώχεια και τον ξεπεσμό. Για χάρη της Βγενιώς άντεξε από αρχόντισσα να γίνει οικονόμος στην δούλεψη του Λιόντου. Ο Λιόντος που είχε πολεμήσει κάτω από τις διαταγές του άντρα της και ο συγχωρεμένος του είχε σώσει την ζωή αισθάνθηκε πως είχε καθήκον όταν εκείνος έπεσε ηρωικά να πάρει την χήρα και να δώσει δουλειά σε αυτήν και φιλοξενία στην ορφανή κόρη τους.
Ένα δεκαεπτάχρονο λουλούδι που μεγάλωνε και ομόρφαινε στο αρχοντικό δεν θα περνούσε απαρατήρητο από τον γιο του Λιόντου, τον Λυκούργο που θέλησε να το προσθέσει στην συλλογή του. Η Βγενιώ αγκιστρώθηκε από τα πράσινα του μάτια, γαντζώθηκε από τα λόγια του, τα πίστεψε και έκανε όνειρα για μια όμορφη ζωή μαζί του.
Η φωνή του Στρατή που συνέχισε σταμάτησε τις σκέψεις της.
«Τα ξέρω όλα Βγενιώ… και για το παιδί… μου τα είπε ο Λυκούργος πριν μέρες όταν έφτιαχνε τα τσίπουρα στον μύλο μας. Δεν ξέρω αν ήταν το μεθύσι ή αν ήθελε να με πικάρει και μου τα είπε επίτηδες γιατί ξέρει πως νιώθω εγώ για σένα. Ξέρω την θέση μου και ξέρω και την δική σου. Τώρα όμως πάνω σε αυτό που νιώθω, σου προτείνω την Κυριακή να αλλάξουμε στέφανα. Το παιδί σου θα μεγαλώσει σε οικογένεια και με έναν πατέρα που είναι ερωτευμένος με την μάνα του».
Η Βγενιώ γύρισε σπίτι και μίλησε στην μάνα της. «Καταραμένος να σαι Λυκούργο!» είπε εκείνη και η Βγενιώ την αποπήρε.
«Μη καταριέσαι μάνα, κουβαλάω τον σπόρο του. Άστον να πάει στο καλό. Την Κυριακή παίρνω για άντρα μου τον Στρατή του μυλωνά, αυτός είναι το ριζικό μου» της είπε και σκούπισε τα τελευταία δάκρυα που έπεσαν για τον Λυκούργο.
Τα χρόνια κύλησαν σαν το νερό που τρέχει στο ρέμα. Η Βγενιώ γέννησε έναν όμορφο πρασινομάτη γιο και τέσσερις κόρες. Μερικές φορές, όταν έβλεπε τον Στρατή της, σκεφτόταν πως νόμισε ότι γνώρισε τον έρωτα στα μάτια του Λυκούργου αλλά είχε κάνει λάθος, ο έρωτας είχε μάλλινες φτερούγες και βρισκόταν κάτω από την κάπα του Στρατή.
Ένιωθε ευτυχισμένη δίπλα στον άξιο Στρατή της που μεγάλωσε με την εξυπνάδα και την τόλμη του το βιός τους, αγοράζοντας από τον Μπέη και άλλους μύλους και κάνοντας εμπόριο με τους Κυρατζήδες που πήγαιναν το αλεύρι του στην Βλαχιά.
Στην Βλαχιά έστειλαν μόλις πάτησε τα είκοσι και τον μονάκριβο τους, τον Γιάκωβο, να σπουδάσει για να συνεχίσει και να μεγαλώσει την επιχείρηση τους που έφερνε πια αρκετά κέρδη. Ο γιος τους έφυγε ένα πρωινό του Φθινοπώρου μέσα στην βροχή με μαραμένη καρδιά γιατί ήταν λαβωμένη από τα βέλη του έρωτα. Είχε ερωτευτεί την Ιφιγένεια, την μοναχοκόρη του Λυκούργου. Στο πανηγύρι αντάμωσαν, βρέθηκαν λίγες φορές και ένιωσαν πως ήταν ο ένας για τον άλλον, ταίριαζαν απόλυτα, είχαν ακόμα και ίδιο πράσινο χρώμα στα μάτια τους. Συναντήθηκαν πριν φύγει και εκείνος της ζήτησε να του γράφει και να τον περιμένει. Θα γυρνούσε μετά από τρία χρόνια και θα την γύρευε από τον κύρη της.
Την Άνοιξη λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές του έλαβε ένα γράμμα της που του έλεγε πως την παντρεύουν παρά τις αντιρρήσεις της. Επέστρεψε βιαστικά και έτρεξε να προλάβει. Αντάμωσε με το μπλίκι του γάμου στον δρόμο για την εκκλησιά που ήταν γεμάτος ανθισμένες αμυγδαλιές. Η νύφη ομορφοστολισμένη γεμάτη με χρυσά φλουριά, πρώτη διάβαινε το γεφύρι καβάλα σε ένα άσπρο άλογο και ακολουθούσαν από πίσω οι χαριώτες με τα όργανα τραγουδώντας:
«Άιντε νυφούλα μ να διαβείς το πέτρινο γεφύρι,
λεβέντη να στεφανωθείς ομορφονιό και κύρη»
Στην μέση του γεφυριού προχώρησε καβάλα στο άλογο του και ο Γιάκωβος.
«Λυκούργο, αγαπιόμαστε με την Ιφιγένεια, θέλουμε την ευχή σου» του φώναξε.
Ο Λυκούργος φοβερά ενοχλημένος τότε του είπε:
«Καλύτερα να την πνίξω στο ποτάμι πάρα να την δώσω σε έναν μούλο».
Ο τρόπος που αντέδρασε ντρόπιασε τον Γιάκωβο, μα η τελευταία του λέξη τον τσάκισε. Τι εννοούσε; Γύρισε σε κείνη. «Ιφιγένεια έλα» της είπε όλο αγάπη.
Η ασπροντυμένη νύφη ξεκαβαλίκεψε και προχώρησε προς εκείνον περπατώντας πάνω σε πεσμένα άνθη αμυγδαλιάς. Ο πατέρας της έβγαλε το όπλο και σημάδεψε τον Γιάκωβο. Ένας πυροβολισμός ακούστηκε, το άλογο του Λυκούργου τρόμαξε, πισωπάτησε και τον έριξε κάτω, σπάζοντας στα δυο την μέση του αφήνοντας τον παράλυτο, το βόλι του όμως βρήκε την Ιφιγένεια που ξεψύχησε στην αγκαλιά του Γιάκωβου.
———————————————————-
Άνοιξη, ο καλόγερος κοίταξε τις ανθισμένες αμυγδαλιές που ομορφαίναν την μονή και θύμιζαν νυφούλες στολισμένες. Στο νου του έφερε εκείνη την νύφη που πριν σαράντα χρόνια έβαλε το σώμα της μπροστά για να ζήσει εκείνος και βούρκωσε. Μετά τον χαμό της Ιφιγένειας η Βγενιώ του τα είπε όλα.
«Έπιασε η κατάρα της γιαγιάς σου» ήταν ο λόγος της και ο Γιάκωβος πήρε την απόφαση να μαυροφορεθεί ,να ανέβει στο όρος Καλλίστρατο και να μονάσει. Για σαράντα χρόνια πάντα τέτοιες μέρες δίπλα στο άσβεστο καντήλι του έβαζε κλωνάρια με άνθη μυγδαλιάς και ευωδίαζε το κρύο κελί του.
γράφει Ιωάννα Κύρου
Πηγή: Ομφαλός της γης