Δυτική έρημος, 1943. Χειριστές της ελληνικής 336 Μοίρας Διώξεως ποζάρουν μπροστά από μαχητικό αεροσκάφος Χάρικεϊν. Πρώτος από αριστερά, ο άτυχος Σωτήρης Σκάντζικας.
«Πετούσαμε σε κλειστό σχηματισμό, τόσο χαμηλά, ώστε σταγονίδια της θάλασσας μας ραντίζανε το πρόσωπο, καθώς είχαμε ανοιχτή την καλύπτρα για περίπτωση αναγκαστικής προσθαλάσσωσης», γράφει στις αναμνήσεις του ο αρχισμηνίας Νίκος Φράγκος της 335 Μοίρας Διώξεως (Μ.Δ.) της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας (ΕΒΑ), όπως ονομαζόταν τότε η Πολεμική μας Αεροπορία.
Η ημερομηνία είναι 23 Ιουλίου του 1943 και ο Φράγκος είναι ένας από τους δεκατέσσερις Ελληνες χειριστές της 335 και της 336 Μ.Δ. που πέταξαν με τα (βρετανικά) καταδιωκτικά Χάρικεϊν από τη βόρεια Αφρική για να προσβάλουν γερμανικές θέσεις στην κατεχόμενη Κρήτη. Κωδική ονομασία της αιφνιδιαστικής αυτής επιδρομής: «Θέτις».
Η συγκεκριμένη αποστολή πέρασε στην Ιστορία της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας ως «Οι Τέσσερις που δεν επέστρεψαν»: από τα δεκατέσσερα αεροπλάνα, τέσσερα δεν γύρισαν ποτέ στη βάση τους· οι χειριστές τους χάθηκαν για πάντα.
Η αλήθεια είναι ότι οι Ελληνες πιλότοι των δύο μοιρών διώξεως εκείνης της περιόδου αδημονούσαν για τέτοιου τύπου πολεμικές αποστολές και μία από τις πιο δραματικές ήταν αυτή με την κωδική ονομασία «Θέτις».
Ο Βρετανός αντισμήναρχος Μαξ Αϊτκεν (γιος του λόρδου Μπίβερμπρουκ, υπουργού Αεροπορίας και μεγιστάνα του βρετανικού Τύπου) έχει το γενικό πρόσταγμα. Οι Ελληνες χειριστές (τα ονόματα των οποίων βγήκαν με κλήρο) επιχειρούν σε συνεργασία με άλλες έξι ξένες συμμαχικές μοίρες αποτελούμενες από αεροσκάφη Μποφάιτερ, Χάρικεϊν και Σπίτφαϊρ. Βασικός στόχος, η αιφνιδιαστική προσβολή του ανατολικού τμήματος της Κρήτης και η καταστροφή γερμανικού σταθμού ραντάρ στην Ιεράπετρα.
Λίγο μετά την απογείωση, που γίνεται αξημέρωτα από τη βάση της Μάρσα Ματρούχ της βορείου Αφρικής, η επιπρόσθετη δεξαμενή καυσίμων από την αριστερή πτέρυγα του αεροπλάνου του ανθυποσμηναγού Ελευθέριου Αθανασάκη (336 Μ.Δ.) αποκολλάται. Ο Ελληνας χειριστής ειδοποιείται να επιστρέψει. Αρνείται. Ο αρχισμηνίας Κωνσταντίνος Κόκκας τον πλησιάζει και του κάνει νόημα μέσα από το πιλοτήριο, αλλά ο κρητικής καταγωγής Αθανασάκης επιμένει. Συνεχίζει έχοντας επίγνωση ότι δεν μπορεί πλέον να επιστρέψει στη βάση από την Κρήτη. (Σημειωτέον, ο Αθανασάκης την τελευταία στιγμή αντικατέστησε τον ανθυποσμηναγό Στ. Ξύδη ως πρώτος επιλαχών.) Οι συνάδελφοί του έλεγαν αργότερα ότι «ο Αθανασάκης δεν θα την έχανε με τίποτα αυτή την αποστολή».
Τρεις ώρες παίρνει στα συμμαχικά καταδιωκτικά να φτάσουν στην Κρήτη. «Ακούσαμε σε λίγο το Μποφάιτερ να δίνει την εντολή “τάλιχο – τάλιχο”, που στη γλώσσα μας σημαίνει “επίθεση – επίθεση”», σημειώνει ο Ν. Φράγκος. «Αφησε (το Μποφάιτερ) όλες τις ρουκέτες μαζί και ένα σύννεφο σκόνης υψώθηκε στον ορίζοντα. Ευθύς αμέσως αρχίσανε τα Χάρικεϊν τις επιθέσεις. Τραβούσαμε ψηλά και βουτάγαμε στον στόχο, πατώντας το κουμπί πυροδότησης παρατεταμένα… Μία μόνο προσβολή επιτρεπόταν σε οχυρωμένους στόχους. Βλέπαμε τους Γερμανούς ημίγυμνους να πλένονται με τις πετσέτες ριγμένες στους ώμους τους».
«Χτυπάμε καταυλισμούς, αυτοκίνητα, πυροβολεία και κάθε στρατιωτικό στόχο που βρίσκεται μπροστά μας», γράφει στις δικές του αναμνήσεις ο Κόκκας. «Παντού όμως να δίνουν και απάντηση τα εχθρικά αντιαεροπορικά. Περνάμε μέσα από μια ανοιχτή χαράδρα και βρισκόμαστε στην πεδιάδα του Αη Νικόλα». Σε εκείνο ακριβώς το σημείο, ο Κόκκας ακούει απ’ τον ασύρματο τον Αθανασάκη να φωνάζει ότι έχει χτυπηθεί και ότι θα δοκιμάσει αναγκαστική προσγείωση.
Πράγματι, ο Αθανασάκης προσγειώνεται επιτυχώς σε ένα ξέφωτο του Ψηλορείτη. Γερμανική περίπολος τον καταδιώκει, όμως αρνείται να παραδοθεί. Αντίθετα, απαντά στα γερμανικά πυρά με το ατομικό του πιστόλι. Ο αγώνας είναι όμως άνισος· ο Αθανασάκης πέφτει νεκρός, πολεμώντας σαν πεζός στρατιώτης.
Η επιδρομή συνεχίζεται και οι Ελληνες χειριστές αφήνουν τις άχρηστες πλέον δεξαμενές καυσίμων να πέσουν στην κρητική γη. Πάνω τους οι μηχανικοί είχαν γράψει χαιρετισμούς και πατριωτικά μηνύματα για τον άμαχο πληθυσμό.
Μέσα στον κουρνιαχτό, χάνονται ακόμα δύο Ελληνες χειριστές. Ο ένας είναι ο επισμηνίας Βασίλειος Δούκας (335 Μ.Δ.), τον οποίο καταδιώκει ένα γερμανικό Γιούνκερς-88. Χτυπημένο, το Χάρικεϊν του Δούκα συντρίβεται κάπου στο Τυμπάκι.
Ο άλλος άτυχος Ελληνας χειριστής είναι ο βαυαρικής καταγωγής Μαυρίκιος Λάιτμερ (335 Μ.Δ.), το αεροπλάνο του οποίου βάλλεται από πυκνά γερμανικά αντιαεροπορικά. Ο Λάιτμερ ακούγεται να αναφέρει: «Πήρα φωτιά, πήρα φωτιά, κάνω αναγκαστική». Ο Φράγκος πετά ακριβώς από πίσω του. «Σε λίγο είδα μια στήλη φωτιάς και καπνού να υψώνεται στον ουρανό», γράφει. Ο Μ. Λάιτμερ δοκιμάζει αναγκαστική προσγείωση κοντά στο Καλό Χωριό, στην περιοχή του Αγίου Νικολάου. Σκοτώνεται όμως κατά την πρόσκρουση και δεν βγαίνει ποτέ μέσα απ’ το πιλοτήριο. Ιταλοί περικυκλώνουν το αεροπλάνο, που στο μεταξύ έχει πάρει φωτιά και, σύμφωνα με μαρτυρίες Κρητικών χωρικών, παίρνουν το πιστόλι του νεκρού πιλότου και ελληνικά χαρτονομίσματα. Την ταυτότητά του μόνον παραδίδουν στον πρόεδρο του χωριού και δίνουν εντολή να τον θάψουν επιτόπου. Μετά την απελευθέρωση, τα οστά του μεταφέρθηκαν με τιμές στο παρεκκλήσι του Αγίου Παντελεήμονα.
Ο τέταρτος άτυχος Ελληνας χειριστής είναι ο αρχισμηνίας Σωτήρης Σκάντζικας (336 Μ.Δ.). Το αεροπλάνο του βάλλεται από καταιγιστικά πυρά σε ύψος και ο Σκάντζικας πραγματοποιεί άλμα με το αλεξίπτωτο. Συλλαμβάνεται αιχμάλωτος και οδηγείται σε στρατόπεδο στη Γερμανία.
Στις 25 Μαρτίου του 1944, ο Σκάντζικας συμμετέχει στη μεγάλη απόδραση που αποπειρώνται οι αιχμάλωτοι Αμερικανοί και Βρετανοί αεροπόροι: σκάβουν τούνελ επί σειρά μηνών για να βγουν έξω από τα συρματοπλέγματα. Η απόδραση αποτυγχάνει την τελευταία στιγμή: η διέλευση συμμαχικών αεροσκαφών θέτει το στρατόπεδο σε συναγερμό. Οι δραπέτες γίνονται αντιληπτοί, συλλαμβάνονται εκ νέου και πενήντα από αυτούς εκτελούνται με πολυβόλα. Μεταξύ αυτών και ο Σωτήρης Σκάντζικας.
Συνολικά, από τον Ιούνιο του 1941 έως το Νοέμβριο του 1944 έπεσαν στο πεδίο τη μάχης 43 Ελληνες αεροπόροι μαζί με άλλους 26 που χάθηκαν την ίδια περίοδο σε εκπαιδευτικές πτήσεις και ασκήσεις.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ / ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ