Γράφει η Ζαμπία Λαζανάκη*
Η Άννα Φρανκ έχει γράψει στο ημερολόγιο της ότι το χαρτί έχει την υπομονή που δεν έχουν οι άνθρωποι.
Υπάρχουν όμως και κάποιες φορές, που κάποιοι άνθρωποι υπομένουν και καρτερούν, σαν πενηντάφυλλο τετράδιο που περιμένει το μελάνι να το ζωντανέψει.
Δύο άνθρωποι.
Δύο αδέλφια.
Ο Γιάννης και ο Μιχάλης από την Μεσαρά που κίνησαν για τον πόλεμο του 1940, με την υπόσχεση το τέλος του πολέμου να τους βρει ζωντανούς, να περιμένουν ο ένας τον άλλο στην πλατεία Ομονοίας.
Κανείς δεν ξέρει τι πέρασαν αυτά τα αδέλφια στον πόλεμο.
Οι ήρωες δεν μιλάνε ούτε στα παιδιά τους για τα παράσημα τους, ίσως γιατί γι’ αυτούς δεν ήταν παράσημα, ίσως γιατί η μνήμη προτιμά να κάνει ποδήλατο να χορεύει να σφυρίζει πάρα να στάζει αίμα και να πολεμά.
Και ο πόλεμος τελείωσε, οι ήχοι και οι μάχες του έμειναν στα χιονισμένα βουνά και στην ιστορία.
Τα αδέλφια ξεζώστηκαν τα όπλα και το χαμόγελο και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Παιδιά θα ήταν, με κρυοπαγήματα με πίκρα με οργή και νοσταλγία.
Νοσταλγία που έγινε δύναμη.
Γιατί χωρίς δύναμη και υπομονή πως να γεμίσεις την καρδιά;
Πως να γυρίσεις;
Σε άλλα στρατόπεδα τους είχαν να πολεμούν στο οχυρό Ρούπελ, άλλους δρόμους ακολούθησαν αλλά το σημείο συνάντησης τους ένα.
Το καφενείο “Μέγας Αλέξανδρος” στην Ομόνοια.
Δέκα μέρες περίμενε ο ένας τον άλλο εκεί στους έρημους πεινασμένους δρόμους και λες και η μοίρα δοκιμάζει αντοχές, όταν έφευγε ο ένας ερχόταν το άλλος.
Δέκα μέρες κάνεις δε σταμάτησε να πηγαίνει, σπρωγμένοι άραγε από τί;
Από την απελπισία;
Την ελπίδα;
Την πίστη;
Το κενό στην καρδιά;
Μέχρι που ο ένας πήγε από την ανατολή αποφασισμένος να περιμένει καρτερικά μέχρι το δειλινό.
Επτά χρόνια φαντάρος ήταν, ήξερε να περιμένει.
Ήρθε ο αδελφός του.
Καταλάγιασε η απελπισία, μεγάλωσε η δύναμη.
Προσπαθώ να κοιτάξω σαν σκηνή ταινίας αυτήν τη στιγμή της συνάντησης τους.
Πόση ώρα κοιτάχτηκαν πριν δώσουν τα χέρια, πριν αγκαλιάσουν, πριν κλάψουν, ψάχνοντας ο ένας τον άλλο για τραύματα στο σώμα, στη ψυχή τα ήξεραν.
Ήταν ζωντανοί, αρτιμελείς είχαν ο ένας τον άλλον.
Ένα “Δόξα σοι ο Θεός ” δεν μπορεί θα βρήκε από τα χείλη τους και το χαμόγελο θα ξαναζώστηκε κι ας πεινούσαν κι ας είχαν δρόμο ακόμα για την Κρήτη, για το σπίτι τους.
Με τα πόδια και με το φόβο των Γερμανών κρυβόταν και προχωρούσαν, φαγητό ελάχιστο, νερό από τις γούρνες των ζωντανών .
Πέρασαν τον Ισθμό της Κόρινθου και συνέχισαν στην Πελοπόννησο.
Περπατούσαν έπαιρναν μια ανάσα και ξαναπερπατούσαν.
Στο δρόμο κοιμόντουσαν, στις σκιές των δέντρων ανάσαιναν.
Μια μέρα τους μάζεψε ένας Πελοπονήσσιος τους μαγείρεψε την πιο νόστιμη ομελέτα που είχαν δοκιμάσει ποτέ, τους κοίμησε, γέμισε κι άλλη δύναμη την καρδιά τους, κι άλλη δύναμη το σώμα τους.
Φτάνουν στην Ελαφόνησο και με βάρκα πέρασαν στα Κύθηρα και εκεί περίμεναν κι άλλες μέρες πολλές, μέχρι να βρουν ασφαλές καράβι για την Κρήτη.
Δεν ξέρω πόσο είχε κρατήσει αυτό το ταξίδι.
Τώρα όμως μια μόνο θάλασσα, ένα πέλαγος, τους χώριζε από την Ιθάκη τους.
Ένα ψαροκάικο βρέθηκε και ανέβασαν πάνω του όλη τους τη ζωή, με προσθέσεις με αφαιρέσεις και με την πυξίδα τους να αναρριγεί μόλις οι όχθες τις θάλασσας αγκάλιαζαν τα ακρωτήρια της Κρήτης.
Άφηναν πίσω τους τον πόλεμο, το κρύο, την πείνα, το θάνατο, ένα κομμάτι του εαυτού τους.
Τα άφησαν, τα ακούμπησαν με προσοχή μέσα τους, τα σκέπασαν με τη χλαίνη τους… και έσκυψαν και φίλησαν το χώμα της Γραμβούσας.
Υ.Γ. Την ιστορία αυτή μου την αφηγήθηκε σε μια αντίστροφη πορεία από τη Γραμβούσα στα Κύθηρα η αγαπημένη μου πρωτοξαδέλφη Αναστασία Περγιανάκη. Ο ένας από τα δύο αδέλφια ήταν ο πατέρας της και Θείος μου Ιωάννης Περγιανάκης από την Μητρόπολη.
* Η Ζαμπία Λαζανάκη είναι Νηπιαγωγός από τον Αμπελούζο της Μεσαράς και συγγραφέας παιδικών βιβλίων.