Γράφει ο Ζαχαρίας Καψαλάκης
Μια διαφορετική δουλειά ετοίμασε ο γνωστός Μεσαρίτης μουσικός Αλέκος Καλεμάκης.
Μελοποίησε μια παραλλαγή του τραγουδιού του Ξωπατέρα…
Μια παραλλαγή που ήρθε στα χέρια του πριν 25 χρόνια στο Σίβα!
Και τώρα ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και κυκλοφόρησε.
Στο τραγούδι υπάρχει μια συμμετοχή έκπληξη.
Του Ψαραντώνη, που τραγουδά τα λόγια του Ξωπατέρα…
Μια ακόμα έκπληξη είναι η συμμετοχή του Γιώργου Βιτώρου που έχει το ρόλο του αφηγητή.
Ένα πραγματικά υπέροχο σύνολο, κυκλοφόρησε εδώ και λίγους μήνες και που την Πέμπτη 19 Ιουλίου στις 9:00 το βράδυ θα παρουσιαστεί στην όμορφη πλατεία του Σίβα
Αξίζει πολλά συγχαρητήρια η προσπάθεια του Αλέκου Καλεμάκη, που αθόρυβα συνεχίζει να δημιουργεί, με γνώμονα την τοπική ιστορία και παράδοση!
Η πρόσκληση του Πολιτιστικού Συλλόγου Σίβα «Θέμος Κορνάρος»
Την Πέμπτη 19 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί η ζωντανή παρουσίαση του CD
ΞΩΠΑΤΕΡΑΣ
Θα πάρουν μέρος οι συντελεστές του CD:
Ψαραντώνης
Αλέξανδρος Καλεμάκης
Γιώργος Βιτώρος
Θα ακολουθήσει συναυλία-γλέντι, όπως μας έχει συνηθίσει ο ΚΑΛΕΜΗΣ.
Περιμένουμε όλους τους Μεσσαρίτες για να θυμηθούμε την ηρωική μορφή του Ξωπατέρα, μέσα από το τραγούδι του.
Με τιμή
Το Δ.Σ.
Η ηρωική μορφή του Ξωπατέρα
Ο Ξωπατέρας γεννήθηκε στο μετόχι Μανουσανά, της περιοχής Πηγαϊδακίων, το 1788.
Η καταγωγή του ήταν από το Πετροκεφάλι και το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης Μαρκάκης.
Καλογέρεψε στο μοναστήρι της Οδηγήτριας που βρισκόταν κοντά στο χωριό του και πήρε το όνομα Ιωάσαφ.
«Παλικάρι γεμάτο ζωή και δύναμη, με σπάνια χαρακτηριστικά ανδρικής ομορφιάς, δεν τον εμπόδισαν τα ράσα και το μοναχικό σχήμα του να επιδοθεί με ζήλο στη χαϊνικη ζωή», γράφει για τον Ξωπατέρα ο εκπαιδευτικός και ιστορικός κ. Γιώργος Πατεράκης.
«Μαθήτεψε» την τέχνη του κλεφτοπολέμου κοντά στον καπετάν Μιχάλη Κουρμούλη και αγωνίστηκε άλλοτε στη στεριά ως τιμωρός των γενιτσάρων, μα και άλλοτε σαν κουρσάρος στη θάλασσα.
Ανέβηκε και στην άλλη Ελλάδα και πολέμησε στην Πελοπόννησο μαζί με άλλους Μεσσαρίτες αγωνιστές. Για την πολεμική του δράση και με αφορμή το φόνο ενός Οθωμανού, οι Τούρκοι ανάγκασαν τον Μητροπολίτη να τον κάνει αργό και από τότε έμεινε γνωστός στο Λαό και στην ιστορία σαν Ξωπατέρας, που σημαίνει ο αποσχηματισμένος (Ξέπαπας).
Ορμητήριο στους αγώνες τους μα και τόπος φύλαξης οι πλαγιές των Αστερουσίων και ιδιαίτερα ο πύργος στον χώρο της Ιεράς Μονής Οδηγητρίας που φέρει ακόμη και σήμερα το όνομά του: «Ο πύργος του Ξωπατέρα».
Αυτός ο πύργος έμελλε να ‘ναι και ο τόπος θυσίας του καθώς τον Φλεβάρη του 1828, πολιορκήθηκε από 800 Τούρκους και μετά από πολυήμερο αγώνα και αφού σκοτώθηκαν όλοι οι συμπολεμιστές του, σκοτώθηκε όταν επιχείρησε να βγει από τον πύργο.
Το παλικάρι, που ακόμη και στις μέρες μας τ’ όνομά του ακούγεται απ’ άκρο εις άκρο της Κρήτης, ήταν μόλις σαράντα χρόνων.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΞΩΠΑΤΕΡΑ
Το 1978, φοιτητής τότε της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Ηρακλείου, επισκέφτηκα την Ιερά Μονή Οδηγητρίας και συνάντησα τον Μοναχό Ιερεμία, 95 χρονών τότε, που μου είπε και κατέγραψα την παρακάτω παραλλαγή του τραγουδιού του Ξωπατέρα:
Πουλιά μην κελαηδήσετε Σαββάτο γή Δευτέρα
γιατί τονε σκοτώσανε Τούρκοι τον Ξωπατέρα.
Δευτέρα μέρα ξεκινούν οι Τούρκοι ως το Σαββάτο
στου Ξωπατέρα φτάνουνε τον πύργο αποκάτω.
Αράπης, γίγας Κρητικός και Τουρκοανατολίτης
που πάνε να σκοτώσουνε το καύχημα της Κρήτης.
Για ένα παπά που ήτανε της Κρήτης το καμάρι,
χιλιάδες Τούρκοι ξεκινούν πεζοί και καβαλάροι.
Μήδε στην Κρήτη βρέθηκε, μήδε στην Εγγλιτέρα,
να πολεμήσει την Τουρκιά, ωσάν τον Ξωπατέρα.
Σαν ήθελε να κατεβεί στο Τοπαλτί μιαν ώρα
μικρή μεγάλη την Τουρκιά τη μάντριζε στη χώρα.
Ένα πρωί κατέβηκε με ένα γυμνό μαχαίρι,
επτά αγάδων κεφαλές επήρενε στο χέρι.
Τις κεφαλές ως έκοψε στον ήλιο τις ξαπλώνει
και η Τουρκιά ως το μάθε περίσσια ξαγριώνει.
Αλλάχ – Αλλάχ φωνάζουνε, Αμέτι Μουχαμέτι,
ένας παπάς σε μια Τουρκιά να κάνει κορκοβέτσι.
Σε Τούρκους και Χριστιανούς γρικάτε το χαμπέρι,
οι Τούρκοι στην Οδηγήτρια πως κάνουνε σεφέρι.
Δεν τόχω γω για μια Τουρκιά, πως θάρθει εδώ πέρα,
μόνο διαλέξαν τον καιρό, πού χω πληγή στη χέρα.
Ο Μαλικούτης ο αρχηγός του διπλοπαραγγέλνει:
«Για το Θεό εξάδελφε στον πύργο μην ξωμένεις».
Ξανά μηνά του: «Ξάδερφε στον πύργο μην κοιμάσαι,
για θα σε κλείσει η Τουρκιά και θα παραπονάσαι».
Τούρκους δεν τρέμει ο παπάς, τους κυνηγά σαν σκύλους,
το μήνυσε και το ‘λεγε σε μπιστικούς και φίλους.
Εγώ με τα’ όνομα του Θεού και με τσι Παναγίας,
στον πύργο μέσα θα κλειστώ, αλλού δεν έχω χρεία.
Κι επόμεινε ολομόναχος με χέρα πληγωμένη,
ο Ξωπατέρας την Τουρκιά κάθεται και προσμένει.
Και από μακριά ο Ξέπαπας βλέπει ένα κακούτσι
και πίσω εκλουθούσανε εννιά χιλιάδες Τούρκοι.
Και τρέχουνε ατζιριτιχτοί και με φωνές μεγάλες
και κείνος χουζουρεύτζι να τσι δεχτεί με μπάλες.
Στον πύργο άμα ήρθανε κοντά – κοντά οι σκύλοι,
του Ξωπατέρα ξαφνικά βροντά το καριοφίλι.
Του τουφεκιού του τον καπνό βλέπουν στο παραθύρι,
κι ένας αγάς ωσάν ασκί, πέφτει από το μπεγίρι.
Στου πύργου την άλλη τη μεριά, ένας αγάς σκαλώνει
στο παραθύρι ως ήτανε ανάσκελα ξαπλώνει.
Οι Τούρκοι άμα είδανε πως βγαίνουν τόσες σφαίρες,
δεν είναι Ξωπατέρας επά, μονό ναι Ξωπατέρες.
Οι Τούρκοι φοβηθήκανε και λάργαραν ολίγο,
του Ξωπατέρα από μακριά εζώσανε τον πύργο.
Ρίχνουνε μπάλες κι αγλακούν, μα εκείνος δε φοβάται,
μόνο με το τουφέκι τους μαζί τους απολογάται.
Φώναξε ο Μεραμέτ Αλής: «Πρόδωσε Ξωπατέρα,
γιατί έφτασε το τέλος σου κι η γ’ ύστερη του μέρα.»
«Μα δε προδίδω εγώ σκυλιά, καλά θα πολεμήσω,
τον Κόρακα νημένω εγώ να σας σε διαμουργήσω.
Μαντάτο πάει του Κόρακα, πιο γρήγορα τα’ αέρα
μα οι ποταμοί της Μεσσαράς το λένε βάρδα – πέρα.
Οι ποταμοί μποδίζουνε για να τον βοηθήσουν,
και πόμεινε τση τσή Τουρκιάς να τονε καταλύσουν.
Οι Τούρκοι κολλούνε στον πηλό και ο Ξέπαπας στο κρέας,
καλά το λόγιασε η Τουρκιά, πως δεν θα μείνει ένας.
Πάλι ξαναμηνούνε του αν θέλει να προδώσει,
γιατί του πύργου του φωτιά την ταχηνή θα δώσει.
Μα δεν προδίδω κι άσκημο θα σας σε κάμω χάλι,
την ταχηνή ο Κόρακας, ελπίζω να προβάλει.
Του πύργου εδώσανε φωτιά από κάτω απ’ τα θεμέλια,
όπου τον σιγουρεύανε τα δώδεκα καστέλια.
Μα ήντα να κάμω του καιρού που σύραν τα ποτάμια,
αλλιώς ‘θελά βρωμέσετε στης Οδηγήτριας τα πλάγια.
Δεν είναι ετούτη αντρειά, μόνο ‘ναι πουστουλούκι,
να πολεμούν ένα παπά εννιά χιλίαδες Τούρκοι.
Έκαμε μάνες δίχως γιους γυναίκες δίχως άντρες,
σαν τα τραγιά τους μάντριζε και τσι σφάζε στις μάντρες.
Οι αδερφάδες του πάνε: «Κάνε μας το κολάι,
μην μας σε πάνε αζωντανές στου μαύρου Μοιραλάι.»
Και τσ’ αδερφάδες του έσφαξε με τα’ ασημό μαχαίρι,
να μην τσι πάνε ζωντανές στο Τούρκικο ασκέρι.
Τότες τον πύργο άφησε και πρόβαλε στη σκάλα,
και οι Τούρκοι σαν τον είδανε τους έπιανε τρομάρα.
– Έφρανα εγώ τη χέρα μου, έφρανα το σπαθί μου,
έλα και συ Σαϊτ – Αγά, πάρε την κεφαλή μου.
Τη μπαταριά του κάνανε και τονε θανατώσαν
και τότε σίμωσε η Τουρκιά την κεφαλή του κόψαν.
Την κεφαλή του κόψανε στο Κάστρο την επήγαν
κι οι Χριστιανοί τον είδανε δεν είχαν μπλιό ελπίδα.
Όσοι Θεό πιστεύετε κι όσοι τον προσκυνάτε,
λιβάνι να του βάνετε και να τον συγχωράτε.