Του Αντώνη Κουκλινού
Ένας κακομούτσουνος άθρωπος, στυφής, λιγομίλητος και νευρικός.
Ψείρας στσι δουλειές του, μα ντόμπρος σε θέματα τιμής και λόγου.
Δεν ντο ν’ έκανες εύκολα ζάφτι κι από την αρχή δε μού ’κατσε καλά στ’ αρθούνια μου.
Άθρωπος απου δε σου μιλεί, γι γαναχτά να σου πει καλημέρα, άστονε ορνικό ντου για θα σε μπλέξει, όπως και να γυρίσει το πράμα.
Δεν τον είδα ποτέ μου σε γλέντι, να φανεί στο χορό, μα ούτε και στη παρέα.
Εκουτελώναμε ταχτικά, μα δε ν’ είχαμε και πολλά, πολλά, γιατί δεν τον ήθελε το νταμπγιέτι μου.
Ετσά επέρνα ο καιρός και να σου όμως απου βουνό με βουνό δε σμίγει.
Σε ένα ρακοκάζανο επήγα καλεστικός, μα μόλις έφταξα και το νε θωρώ κι αυτό έκειά… ψώματα δε λέω… εστρούφηξα.
Έκαμα να φύγω, μα θελα παρεξηγήσουνε οι αποδέλοιποι, οπότε λέω να κάτσω θέλει και ας κάνω πως δε ντο νε θωρώ.
Ήφηκα το λαγούτο στο γύρω και εσήμωσα κοντά στη φωθιά και εξάνοιγα απου εβγάνανε τσι οφτές πατάτες απου το ν’ άθο.
Πρέπει να μαζωχτήκαμε κιαμιά πενηταρά νομάτοι και σιγά σιγά στο φάε πχιέ, εκατεβάσαμε καμπόσες.
Έριχνέ μου που και λοξή αμαθιά ο λεγάμενος, μα δε ντού ‘δωκα σημασία.
Σαν εξεκαζάνιασε ο καζανιάρης και βάνει απου το βαρέλι καινούργια στράφυλλα στο καζάνι μου φωνιάζει…
-Άντε δά Κουκλινέ…. ώρα σου είναι…μπασκάλιασε το «Άγιο» ξύλο να μα σε νταλκαδιάσεις να ντακάρομε τσι αμανέδες.
Έβγαλα το λαγούτο και αρχίξαμε τα όμορφα.
Μια στιγμή εσηκώθηκε ο «αχώνευτος» και καθίζει δίπλα μου.
Έπχιασε το ποτήρι και μου κάνει σκουτελοβαρίχνω σου.
-Σκουτελοαντιστέκομε σου, του κάνω και πίνω τη ρακή.
Εκέρασε τη παρέα και όπως έπαιζα το «στάδιο» του Μουντάκη, εντάκαρε να το τραγουδεί.
Ήρεσέ μου η φωνή ντου και έτσα που το νε γροίκουνε, είπα μέσα μου, ανάθεγκά σε Κουκλινέ, μα ετονέ το ν’ άθρωπο το ν’ έχεις πάρει από κακό αμάτι άδικα, χωρίς να σου κάμει πράμα στην ουσία.
Για ένα δυό φορές απου εκουτελώσαμε, δε ν’ ήδεσε το «γλυκό» και του ‘βαλες χί ντελόγω..;
Επροβληματίστηκα με τη συμπεριφορά μου και όσο έπαιζα και το νε γροίκουνε να τραγουδεί, το μετάνιωνα…
Με το επόμενο τραγούδι το νε ξάνοιγα και είχενε αλλάξει εντελώς η φάτσα ντου.
Εφάνηκέ μου πως ομόρφυνε και εγλύκανε η όψη ντου.
Και λέω συντουνούς μου πως το παντέρμο το μυαλό, άμα θα πάρει ξανάστροφες, δε λειτρουγά σωστά…ετσά τη ν’ έπαθα και του λόγου μου με ετονέ το ν’ άθρωπο.
Επαίξαμε, εχορέψαμε, ετραγουδήξαμε, σάμε τα ξημερώματα.
Μια στιγμή κάνει στη παρέα…
-Σωπάσετε μρέ να σα σε πω.
Και γυρίζοντας με ξανοίγει και μου λέει.
-Τα στράφυλλα είναι δικά μου, και βγάνομε τη ρακή μου απόψε.
Εγώ εζήτηξα να σε καλέσουνε να κάμομε παρέα.
-Και γιάντα δε με κάλεσες εσύ ο ίδιος…του κάνω.
Εγέλασε και ξεί τη γ-κεφαλή ντου….
-Έβαλα τα μεγάλα μέσα, για να ‘ρθεις στα σίγουρα, Κουκλινέ.
-Σε συμπαθώ κι ας μη το δείχνω, καιρό ήθελα να σου σιμώσω, μα δε ν’ είναι κι εύκολο.
-Δε ν’ έτυχε να βρεθούμενε ποθές να κάμωμε παρέα, για να ιδείς πως η όψη του προσώπου, ξεγελά πολλές φορές άδικα, και καημό το ‘χα…
Ακούγοντας τα λόγια ντου, εκατάλαβα ίντα λάθος είχα καωμένο εγώ κ’ όχι αυτός τελικά.
Πάντως δε ν’ έφυγε από δίπλα μου, μόνο ανε του φώνιαζε να κουβαλήσει πράμα ο καζανάρης.
Στη ν’ υστεργιά ένα μπουκαλάκι ρακή απου μούδωκε νε και τη ν’ έχω ακόμη στερεμένη.
Και ο λόγος είναι πως…
Φεύγοντας επήρα άλλο ένα μάθημα από τη ζωή.
Ο κακομούτσουνος και ο στυφής, πρέπει πως ήμουνε τελικά εγώ.
Είχα βάλει «ταμπέλα» σε έναν άθρωπο, επειδή τον είδα αμίλητο κι αγέλαστο…
Ναι….κλειστός χαρακτήρας μα κι εγώ σαν να τού ‘κλεισα τη μ-πόρτα στα μούτρα από τη πρώτη φορά απου εκουτελώσαμε στη στράτα.
Το λάθος απου κάνουμε οι περισσότεροι, πολλές φορές, να θέμενε το ν’ άλλο στα μέτρα μας και όχι όπως είναι…!
(Οχτώβρης του δεκατέσσερα…)