Του Μιχάλη Στρατάκη*
Περικυκλωμένος από αλήτες ζω στη βουνοκορφή μας.
Μιλιούνια αλήτες πουλιά, έχουνε κατακυριέψει το κάθε δεντρό μας, την κάθε τρύπα των τοιχειών, το κάθε σπηλιαράκι των χαρακιών.
Κάθε λοής πουλιά, μικιά και μεγάλα, πολλά από τα οποία τα γνωρίζω και με γνωρίζουνε.
Μέχρι και με το σκύλο μου γνωρίζονται και δε φοβούνται άμα τονε γροικούνε να γαυγίζει.
Ό,τι τοσε καπνίσει κάνουνε.
Και πολύ καλά κάνουνε, αφού απαράγραφτα δικαιώματα έχουνε, συνιδιοχτήτες του κονακιού μας είναι, και φιού ντου που θα αμφισβητήσει τα δικαιώματα τους.
Αλήτες με φτερά, που δεν καταλαβαίνουνε από αθρώπινους κανόνες κι από αθρώπινα καραγκιοζλίκια, μα και να καταλαβαίνουνε, κανονικά τα ‘χουνε γραμμένα.
Γιατί, αλήτες έσαξε ο Θεός τα πουλιά κι αυτά το θέλημα του Θεού λογιάζουνε σαν χρέος τους.
Έχω τριγύρω μου και ολόκληρα δάση από φυτά αλήτες.
Που φυτρώνουνε όπου τους κάνει κέφι και πορεύονται όπως τους κάνει κέφι.
Δεκάρα τσακιστή δε δίνουνε για το τι αρέσει και τι όχι στον άθρωπο.
Εξάνοιγα σήμερα μια ανθισμένη αγριοκρεμμύδα στην αυλή κι αιστανόμουνε πως η ψυχή μου επάλευε να τρυπώξει στα λουλούδια της και να σμίξει με τη δική της ψυχή.
Γιατί, δε μπορεί, και τ’ αγριολούλουδα ψυχή πρέπει να ‘χουνε, και μάλιστα αλήτικη ψυχή, που πάει να πει καθαρή κι αμόλευτη ψυχή.
Μια δεκαριά χρόνοι πάνε από τότε που πρωτοφάνηκε ετούτη η αγριοκρεμμύδα στην αυλή μας.
Ποτέ της δε μου ζήτηξε πράμα.
Μήτε μια σταλιά νερό για να μη κοριζάσει, μήτε ένα ψιχάλι λίπασμα για να μη ποθάνει από την πείνα.
Γιατί, αυτό θα πει αλητεία.
Να μην εξαρτάσαι από κανέναν, να μη ζητάς κανενούς πράμα, να μη γίνεσαι διακονιάρης.
Να κλουθάς τα ζάλα που σ’ όρισε το ριζικό σου και να μη σε νοιάζει ίντα κάνουνε οι άλλοι.
Αλήτες πουλιά και αλήτες αγριολούλουδα με περιτριγυρίζουνε.
Και θαρρώ με περιγελούνε κάθε που με θωρούνε να καταγίνομαι με τους κήπους, κατά που μου ‘χει ορμηνέψει ο γεωπόνος.
Κατέχω πως με περιγελούνε, γιατί απ’ αυτό που κάνω, λείπει η αλητεία.
Κατέχωτο, μα πού να τη βρω, διάολε, αφού δε μ’ αφήνουνε όλοι εκείνοι οι κουμανταδόροι της ζωής μου ;
Κι ίντ’ άλλο μπορώ να κάμω ο κακορίζικος, εξόν να καμαρώνω τους αλήτες τα πουλιά μου και τους αλήτες τ’ αγριολούλουδα μου και να με τρώει η ζήλεια που δεν τους μοιάζω.
Όχι επειδή δε μπορώ ή δε θέλω να τους μοιάσω, μα γιατί δε μου το επιτρέπουνε οι κανόνες των αλητοκτόνων, με βάση τους οποίους είμαι υποχρεωμένος να ζω, άμα δε θέλω να με χαραχτηρίζουνε αλήτη.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος, από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς