του Αντώνη Κουκλινού*
Εβρέθηκα πριν μερικές μέρες σ’ ένα σπίτι που με καλέσανε, να βγάλω μια γιαγιά που είναι κατάκοιτη, φωτογραφίες, που έχασε τη ταυτότητά τζη.
Χτυπώ τη μ-πόρτα και προβαίρνει ο γεροντής.
-Έλα μέσα Κουκλινέ…πέρασε στο φτωχικό μου.
Ένας λεβεντόγερος γύρω στα ογδόντα, με στιβάνια, γκυλότες, γένια και μουστάκια.
Το σαρίκι καλοβαρμένο στη κεφαλή ντου, και πεντακάθαρα ντυμένος.
Εξέσυρε τη καρέκλα να κάτσω…
-Έλα να βάλω μια ρακή να πχιούμενε και κατέχεις πως αιτία γυρεύγω, μα δε βρίχνω παρέα.
Ήκαμα να του πω πως βγιάζομε μα δε μού ‘κανε καρδιά να του το χαλάσω.
Τη κερά ντου την είχενε, οσά ντη βιόλα.
Στα καθαρά σεντόνια και στα πουπουλένια μαξελάργια.
-Καλώς όρισες κύριε Αντώνη, σε μπελά σε βάλαμε ‘δά μα δε μπορώ να σαλέψω κ’ έχασα τη ταυτότητα, δε μου δίδουνε τη σύνταξη.
-Δε πειράζει να μη στενοχωράσε, μα θα κάμομε δουλειά κι έτσα λογιώς τση λέω.
Έβγαλε το μπολίδι απου τη κεφαλή να σάσει τα μαλλιά τζη, για να βγάλομε τη φωτογραφία και εβαταλάλιε χασκογελώντας.
-Εγέρασα η μαύροκακομοίρα και δε μου φτάνουνε τα χάλια μου, θέλω και φωτογράφο.
-Ξάνοιγε το πουλάκι και σώπενε…τση κάνει χαμογελώντας κι εκείνος.
Σάμε να βγάλομε τσι πόζες και να το καλαμπουρίσομε, ο γεροντής είχενε ετοιμάσει το τραπέζι και καθίζομε.
Εξάνοιγα που ετοίμαζε το μεζέ και εποχάσκωσα.
Έπλυνε τα χέρια ντου, έβαλε τη μποδιά στη μέση ντου κι αρχινά.
Μέσα σε δυό λεφτά είχενε βρασμένους μια χαχαλιά χοχλιούς και ετηγάνιζε και τσι πατάτες.
Έφερε ένα τυροζούλι και βγάνει απου τη μέση το τσακάκι και κόβγει δυό φέτες.
Έκοψε ντομάτα, αγγουράκι, έφερε ελιές και βάνει σε δύο ποτηράκια ρακή.
-Μια θα πχιούμε και ύστερα θα φέρω το κρασί, με τσι χοχλιούς.
Εσήκωσε τη κερά ντου στα μαξελάργια και σιμώνει το τραπεζάκι δίπλα τζη και τση κάνει.
-Παρέα, θα πχιούμενε το κρασάκι ούλοι μαζί.
Εζήλεψα την αγάπη, στου γεροντή το πρόσωπο, την αληθινή αγάπη.
Έβγανε το χοχλιό με το πιρούνι και τη νε τάϊζε στο στόμα.
Εγελούσανε και τα μουστάκια ντου που η κερά ντου δεν του αρνήθηκε μούδε μια φορά, να φάει από τα χέρια ντου.
Μνια εικόνα μπροστά μου Θεϊκή που με καθηλώνει.
Έκατσα σχεδόν μια ώρα μαζί τους και φεύγοντας, φίλησα το χέρι τση γιαγιάς, να την αποχαιρετίξω και μου κάνει.
-Κάμε μου μια χάρη, να μου βγάλεις ακόμη μια φωτογραφία, με το γέρο μου μαζί.
Έκατσε δίπλα τζη στα μαξιλάρια και την αγκάλιασε.
Εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του με καμάρι και σάμε να ετοιμάσω τη μηχανή μου, με τη ν’ άκρα του αμαθιού μου, τη ν’ είδα που το νε φίλησε, στο μάγουλο.
Αυτό το στιγμιότυπο δε θα το ξεχάσω.
Αντίκρισα την αγάπη κατάματα, ίσως για πρώτη φορά.
Σκέφτηκα πως για να φτάξεις να χαίρεσαι και ν’αγαπάς, ένα πράγμα χρειάζεται.
Να κατέχεις να ζεις…
- Ο Αντώνης Κουκλινός είναι μουσικός και φωτογράφος, γράφει πανέμορφα κείμενα. Κατάγεται από τη Γρηγοριά και ζει στο Ασήμι της Μεσαράς.