Τί δέον γενέσθαι
Τό ἐρώτημα εἶναι τί πρέπει νά γίνη σέ τέτοιες περιπτώσεις σάν αὐτές πού συμβαίνουν στίς ἡμέρες μας, πού ὁ καθένας αὐτοσχεδιάζει, πού Κληρικοί εἴτε φανατίζονται εἴτε ἐλευθεριάζουν, πού μοντέρνοι Κληρικοί λειτουργοῦν σάν Προτεστάντες ψυχολόγοι, ἀλλά συγχρόνως ἀναμειγνύουν τό Γεροντικό μέ τά πάθη τους, τόν ἅγιο Πορφύριο μέ τόν ἐμπαθῆ ἑαυτό τους. Καί ὄχι μόνον αὐτοσχεδιάζουν θεολογικά, ἀλλά καί αὐτοαποσχηματίζονται καί καυχῶνται γι’ αὐτό, σάν νά εἶναι μιά θαρραλέα πράξη, σάν νά εἶναι ἕνας ἄλλος δρόμος πρός τό Φῶς, χωρίς νά ξέρουν τί εἶναι ρασοφορία, τί εἶναι μοναχός, τί εἶναι ἱερωσύνη, τί εἶναι θεολογία, ὄχι ἀπό πολιτειοκρατικῆς ἀπόψεως, ἀλλά ἀπό καθαρά ὀρθοδόξου προοπτικῆς.
…
Κυκλοφοροῦν πολλοί «παραθεολογικοί ἰοί»
Πρίν μερικά χρόνια σχεδόν ἀπουσίαζαν οἱ ἀπόψεις Ἱεραρχῶν καί Κληρικῶν ἀπό τόν ἔντυπο τύπο, ἐννοῶ τίς Ἐφημερίδες καί τά Περιοδικά. Κάποτε-κάποτε δημοσιεύονταν ἄρθρα μερικῶν Μητροπολιτῶν γιά ἐπίκαιρα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ὅταν, βέβαια, ἐγκρίνονταν ἀπό τίς διευθύνσεις τῶν Ἐφημερίδων πανελλαδικῆς ἐμβέλειας. Ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἐκινεῖτο μέσα στήν θεία Λειτουργία καί τίς ἱερές Ἀκολουθίες, καί τά κηρύγματα πού ἀκούγονταν ἀφοροῦσαν κυρίως τούς ἐκκλησιαζομένους.
Στίς ἡμέρες μας τά πράγματα ἄλλαξαν πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση. Ἡ πληθώρα τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων ἐνημέρωσης (ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο, ἱστοσελίδες, προσωπικές ἱστοσελίδες, διαδικτυακή τηλεόραση, μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης κλπ) φέρνουν τόν λόγο κάθε Κληρικοῦ παντός βαθμοῦ, κάθε μοναχοῦ καί λαϊκοῦ στήν ἐπικαιρότητα καί ὁ κάθε Χριστιανός ἔχει τήν δυνατότητα νά βλέπη εἰκόνες ἀπό κάθε Ἐνορία καί κάθε χωριό καί νά ἀκούη συγκροτημένο ἤ πρόχειρο λόγο μέ ποικίλες συνθηματικές φράσεις ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεός», «ἡ Ἐκκλησία σώζει» κλπ.
Ἔτσι, φθάσαμε στό ἄλλο ἄκρο. Ἐνῶ προηγουμένως παρετηρεῖτο βραχυλογία ἤ καί ἀφωνία, τώρα παρατηρεῖται πολυλογία καί ἀλογία! Ὅλοι μιλοῦν γιά ὅλα, μερικοί μποροῦν νά παραπλανοῦν ὅλους ἤ τούς εὐπίστους, πολλοί συμμετέχουν σέ ἕνα παιχνίδι ἐντυπώσεων, κρίσεως καί κατακρίσεως, ἀλλά καί παρερμηνείας βιβλικῶν καί πατερικῶν κειμένων. Ἡ μυστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε εἴδηση, ὁ εἰδικός λόγος σέ συγκεκριμένο ἐκκλησίασμα, ἔγινε λόγος παγκόσμιος, καί ὁ κάθε Κληρικός ξεπερνᾶ τά ὅρια τῆς Ἐπισκοπῆς του καί τῆς Ἐνορίας του. Μᾶς κατέκλυσε μία κυριολεκτικῶς πανδημία λόγου!
Τό σημαντικότερο, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἐκκλησιαστικός λόγος ἔχει ἐκκοσμικευθῆ σέ μεγάλο βαθμό, οἱ ἐκκλησιαστικές συνειδήσεις ἔχουν ἀμβλυνθῆ, ἐπικρατεῖ μιά σύγχυση στόν ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό λόγο, μεταφέρονται διάφοροι «παρα-θεολογικοί ἰοί», ἀφοῦ μερικοί χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καί πατερικά κείμενα μέ στοχαστικές ἑρμηνεῖες πού τά ἀλλοιώνουν. Κυριολεκτικά ἐπικρατεῖ μιά παραθεολογική καί παρεκκλησιαστική πανδημία μέ ἐπικίνδυνους «παρα-θεολογικούς ἰούς».
Ὅπως οἱ ἰοί, καί ὁ κορωνοϊός, εἰσέρχονται μέσα στόν ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου καί ἰδιαιτέρως μέσα στά κύτταρά του καί χρησιμοποιοῦν τήν δομή τῶν κυττάρων γιά νά ἀναπτυχθοῦν, νά σκοτώσουν τά κύτταρα καί νά προσβάλουν τά ὄργανα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἔτσι λειτουργοῦν καί οἱ «παρεκκλησιαστικοί καί παραθεολογικοί ἰοί» μέσα στήν Ἐκκλησία.
Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ «ἰοί» αὐτοί χρησιμοποιοῦν τήν δομή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς γιά νά μεταφέρουν τήν πνευματική ἀσθένεια στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔτσι δημιουργεῖται μεγάλο πρόβλημα. Πρόκειται γιά σκέψεις, ἰδέες, λόγια, πράξεις πού εἶναι ἀντίθετες μέ τό φρόνημα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί, φυσικά, τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Μοῦ λένε πολλοί ἄνθρωποι: «Τί εἶναι αὐτά πού ἀκούγονται ἀπό Κληρικούς καί θεολόγους; Γιατί ὑπάρχει τέτοια ἐκκλησιαστική καί θεολογική ἀντιφατικότητα καί σύγχυση; Ποιόν τελικά νά πιστεύσουμε;».
Νομίζω ὅτι τό πρόβλημα εἶναι πολύ βαθύτερο. Ἡ ἐλεύθερη καί ἀσύδοτη διακίνηση τοῦ λόγου ἔφερε στήν ἐπικαιρότητα τήν ἔκπτωση τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ καί θεολογικοῦ λόγου, τήν «θεολογική φτώχεια» καί κυρίως τήν θεολογική σύγχυση, ἀλλά καί τήν φοβερή παρερμηνεία του.
Στίς ἡμέρες πού ζοῦμε ἔχουν γραφεῖ πάμπολλα κείμενα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῆς πανδημίας τοῦ covid-19, ἀπό ἐκκλησιαστικῆς καί θεολογικῆς πλευρᾶς. Ὅμως, ἐκπλήττομαι ἀπό τά κηρύγματα καί ἀπό τά κείμενα τῶν Κληρικῶν ὅλων τῶν βαθμῶν, πού δείχνουν ὄχι ἁπλῶς μιά θεολογική φτώχεια, ἀλλά καί μιά ἀφέλεια μεγίστου βαθμοῦ, μιά θεολογική ἀπαιδευσία, καί θά ἔλεγα μιά θεολογική γύμνια, γιά νά ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὅτι οἱ ἄνθρωποι «τεχνολογοῦσι καί οὐ θεολογοῦσι».
Ἁλιεύω συχνά φράσεις ἀπό κείμενα πού δημοσιεύονται, οἱ ὁποῖες δείχνουν τήν θεολογική σύγχυση πού ἐπικρατεῖ στήν ἐκκλησιαστική μας ζωή. Ἀκόμη καί θεολόγοι ἑνός «ὑψηλοῦ ἐπιπέδου» στοχάζονται προκλητικά πάνω στά πατερικά κείμενα καί αὐθαιρετοῦν στά συμπεράσματά τους. Δέν κάνουν κειμενική ἀνάλυση τῶν Πατέρων, ἀλλά στοχαστικές εἰσπηδήσεις μέσα στό νόημα τῶν πατερικῶν κειμένων.
Θά μποροῦσα νά παρουσιάσω τά «μαργαριτάρια» αὐτά, ἀλλά δέν θά τό κάνω, γιατί, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἀφήνουν τήν οὐσία τοῦ θέματος καί ἀσχολοῦνται «ἐπί προσωπικοῦ», καί μάλιστα προσβάλλονται αὐτοί πού προσβάλλουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία μας.
Πολλές τέτοιες φράσεις προέρχονται ἀπό τήν σχολαστική θεολογία, τίς ποικίλες προτεσταντικές ἀπόψεις, τήν ρωσική θεολογία, τόν Διαφωτισμό, τόν ἄθεο ὑπαρξισμό, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τίς ἀρχαῖες καί νεώτερες φιλοσοφίες, τήν μεταπατερική θεολογία, τήν σύγχρονη ὑπαρξιακή ψυχολογία κλπ. καί παρουσιάζονται ὡς ὀρθόδοξη θεολογία.
Καί ἀναστενάζω μέ πικρία: «Τόση ἄγνοια καί φτώχεια! Τόση σύγχυση καί ἀφέλεια! Πῶς εἶναι δυνατόν φράσεις πού ἐκφράζουν ἄλλες θεολογικές παραδόσεις νά χρησιμοποιοῦνται ἀπό λεγόμενους συντηρητικούς καί παραδοσιακούς Κληρικούς καί θεολόγους ὡς ὀρθόδοξες διδασκαλίες; Δέν ἔχουν συνείδηση τί λέγουν καί πράττουν; Δέν ἔχουν ἀνοίξει κάποια σοβαρά βιβλία γιά νά δοῦν τήν ἔννοια τοῦ λόγου πού χρησιμοποιοῦν;».
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπως προαναφέρθηκε, εἶναι σαφέστατη, ἐκφράζεται μέ καθαρό λόγο πού ἔχει καταγραφῆ στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί εἶναι διατυπωμένη στούς ὕμνους τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας. Καί εἶναι λυπηρό αὐτό πού γίνεται σήμερα, νά συμμετέχουμε στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία μοσχομυρίζει ἀπό ὀρθόδοξη δογματική θεολογία, καί τό κήρυγμα στόν ἴδιο χῶρο νά ἀποτελῆ παραφωνία, ἀφοῦ εἶναι σχολαστικό, προτεσταντικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό, μεταπατερικό καί τελικά μεταορθόδοξο.
Καί ἐπειδή δέν διδάσκεται ὁ καθαρός θεολογικός ὀρθόδοξος λόγος, γι’ αὐτό καί ἐπικρατεῖ σύγχυση καί ὡς πρός τά κριτήρια τῆς θεολογίας. Οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦν νά διακρίνουν τό ὀρθόδοξο ἀπό τό αἱρετικό, τό ἐκκλησιαστικό ἀπό τό παρεκκλησιαστικό, τό θεολογικό ἀπό τό ψυχολογικό.
Ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὅτι ἀκούει κανείς ἕναν λόγο ἀπό ὀρθόδοξο Κληρικό καί θεολόγο καί σκέπτεσαι: Ἀπό ποῦ κόλλησε αὐτόν τόν «παραθεολογικό ἰό»; Ἔπειτα ἰχνηλατεῖ τούς ἀνθρώπους μέ τούς ὁποίους συναναστρέφεται καί καταλαβαίνει ἀπό ποῦ κόλλησε αὐτόν τόν «παραθεολογικό ἰό». Τόν κόλλησε ἀπό κάποιον Καθηγητή θεολογίας, ἐκεῖνος ἀπό κάποιον Καθηγητή τοῦ ἐξωτερικοῦ ἤ τοῦ ἐσωτερικοῦ. Καί μεταφέρεται αὐτή ἡ παρεκκλησιαστική καί παραθεολογική πανδημία στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.