Μια φορά κι ένα καιρό, καθώς λένε, ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ ένα φτωχό ζωγράφο να τον ζωγραφίσειτην ώρα που φούρνιζε ψωμιά.
Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, και όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρι, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος.
Έπειτα, με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι.
Πέρασε ένας άνθρωπος και του είπε:
”Το ψωμί έτσι όπως το έβαλες, θα πέσει.”
Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι:
”Μόνο τα αληθινά ψωμιά πέφτουν. Τα ζωγραφισμένα στέκονται. Στη ζωγραφιά, πρέπει να φαίνονται όλα.”
Ο ζωγράφος του παραμυθιού είναι ο Μυτιληνιός Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ.
Ένας λαϊκός άνθρωπος, ένας τρελός στα μάτια του κόσμου που τον περιγελούσε.
Τόσο μας ενοχλούν οι άνθρωποι που δε μας μοιάζουν.
Όμως, ο περιπλανώμενος αυτός ζωγράφος καταναλώθηκε ολόκληρος, σαν ένας αυθεντικός τεχνίτης, στο δημιούργημά του.
Και το δημιούργημά του είναι ένα ζωγραφικό γεγονός για την Ελλάδα.
Ένα γεγονός που δε διδάσκει λαογραφικά, όπως θα είχαμε την τάση να φανταστούμε, αλλά είναι ένα γεγονός που διδάσκει ζωγραφικά.
Που βοηθεί και φωτίζει όποιον έχει μίαν επαρκή οπτική συνείδηση.
Ύστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο.
Αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δε μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών.
Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούριο μάτι.
Έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων,
ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου.
Μπορεί να μην είναι δεξιοτέχνης.
Μπορεί η αμάθειά του σε τέτοια πράγματα να είναι μεγάλη.
Όμως αυτό το τόσο σπάνιο, το ακατόρθωτο πριν απ’ αυτόν για το ελληνικό τοπίο:
μια στιγμή χρώματος και αέρα, σταματημένη εκεί μ’ όλη την εσωτερική ζωντάνια της και την ακτινοβολία της κίνησής της.
Αυτόν τον ποιητικό ρυθμό που συνδέει τα ασύνδετα, συγκρατεί τα σκορπισμένα και ανασταίνει τα φθαρτά.
Αυτή την ανθρώπινη ανάσα που έμεινε σ’ ένα ρωμαλέο δέντρο, σ’ ένα κρυμμένο άνθος ή στο χορό μιας φορεσιάς.
Αυτά τα πράγματα που τ’ αποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας έλειψαν τόσο πολύ.
Αυτή τη χάρη μας έδωσε ο Θεόφιλος και αυτό δεν είναι λαογραφία.
Ο ζωγραφικός κόσμος του Θεόφιλου, είναι ένας κόσμος χωρίς τεχνάσματα και χωρίς υπεκφυγές, όπου τα πράγματα δεν πέφτουν, όπως πέφτουν τα αληθινά ψωμιά.
Στέκονται και θρέφουν.
Γιώργος Σεφέρης
Πηγή: Πρόσωπα