Στις 20 Σεπτεμβρίου 1942, η Ιουλία Μπίμπα, μέλος της αντίστασης στην κατοχή, ανατινάζει το κτίριο όπου στεγάζονταν τα κεντρικά γραφεία της ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ (Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις) στο κέντρο της Αθήνας (γωνία Γλάδστωνος και Πατησίων) με δέκα κιλά δυναμίτη.
Σύμφωνα με επίσημη αναφορά της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, στην έκρηξη και την πυρκαγιά που ακολούθησε, σκοτώθηκαν 29 μέλη της ΕΣΠΟ –ο αρχηγός της, γιατρός Στεροδήμας, τραυματίστηκε σοβαρά και πέθανε λίγες μέρες αργότερα- καθώς και 43 Γερμανοί στρατιωτικοί στον τρίτο όροφο.
Η Μπίμπα έφερε εις πέρας το μεγαλύτερο σαμποτάζ μέχρι τότε στην κατεχόμενη Ευρώπη τη στιγμή που οι δυνάμεις του Άξονα προχωρούσαν ακάθεκτα στα μέτωπα της Βορείου Αφρικής και της Ρωσίας. Το χτύπημα ήταν καίριο.
Παραδουλεύτρα στην Αθήνα, λιγομίλητη, η Μπίμπα με καταγωγή από τη Σάμο δίδασκε στο κατηχητικό σχολείο του Αγίου Νικολάου στο Κουκάκι -το παρατσούκλι της “δασκαλίτσα” γεννήθηκε εδώ. Απόφοιτη δημοτικού και παντρεμένη με τον τυφλό εκ γενετής Κώστα, η Μπίμπα μυήθηκε στην ΠΕΑΝ τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς και μοίραζε παράνομα έντυπα ή έγραφε συνθήματα κατά των Ναζί και των δωσιλόγων φίλων τους στους τοίχους.
Τον Ιούλιο του 1942 ο Κώστας Περρίκος ιδρύει τον Ουλαμό Καταστροφών. Η Αικατερίνη Μπέση, η φίλη και γειτόνισσα της Μπίμπα που την έκανε κομμάτι της ηρωικής παρέας στρατολογήθηκαν. Στο σπίτι της πρώτης κρύψανε τις εκρηκτικές ύλες, στο σπίτι της δεύτερης κατασκεύασαν τη βόμβα που ισοπέδωσε το κτίριο της ΕΣΠΟ.
Η Μπίμπα κουβάλησε τη βόμβα των δέκα κιλών μέσα σε μια πάνινη τσάντα. Τα χόρτα έκρυβαν το περιεχόμενο στην επιφάνεια της τσάντας, το σαμποτάζ ήταν νοικοκυρεμένο, από το σπίτι της στο Κουκάκι μέχρι και το κέντρο της Αθήνας. Εκεί την περιμένουν ο Μυτιληναίος και ο Γαλάτης που πυροδοτούν τον μηχανισμό, η ανατίναξη της ΕΣΠΟ είναι μια νίκη της αντίστασης στον εχθρό, τον εσωτερικό και τον εξωτερικό.
Το νοικοκυριό της Μπίμπα μεταφέρεται στο καταφύγιο του Ουλαμού, σε μια μονοκατοικία στην Αγία Ελεούσα, Θησέως 259, όπου και η ομάδα των αγωνιστών ετοιμάζει τα επόμενα χτυπήματα ακόμη και αν οι Ναζί και οι Έλληνες που τους βοηθούσαν ήταν στο κατόπι. Η Ιουλία ήταν η ιδανική οικοδέσποινα της αντίστασης.
Στις 11 Νοεμβρίου 1942, ο χωροφύλακας Πολύκαρπος Νταλιάνης προδίδει τη δράση τους, ο Ουλαμός συλλαμβάνεται, τα βασανιστήρια ακολουθούν.
Η Μπίμπα ομολόγησε ότι εκείνη ανατίναξε την ΕΣΠΟ και δεν αποκάλυψε κανέναν άλλον, ήταν όλο το φταίξιμο δικό της.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1942 το Γερμανικό Στρατοδικείο Αθηνών καταδικάζει την Μπίμπα τρεις φορές σε θάνατο “διά πελέκεως”. Φυλακισμένη στο Εμπειρίκειο Άσυλο μέχρι να ετοιμαστεί η μεταγωγή της στο εξωτερικό για τον αποκεφαλισμό, η Μπίμπα γράφει στη μητέρα της και την Άννα Πατέρα, φίλη και γειτόνισσά της.
Γράφει:
Δεκέμβριος 1942
Αγαπητή Άννα, πολλές φορές με ρωτάνε εδώ στη φυλακή πώς βρήκα τη δύναμη εγώ, ένα άβγαλτο κορίτσι απ’ τη Σάμο ν’ ανακατευτώ στην Αντίσταση.
Ούτε κι εγώ ξέρω να σου πω. Κάτι μέσα μου μ’ έτρωγε. Κάτι μου ‘λεγε “Πρέπει να κάνεις κι εσύ κάτι. Το ζητάει η ώρα”.
Μπορεί να μ’ έβαλαν στα αίματα κι εκείνα τα παλικάρια που κατέβασαν τη γερμανική σημαία απ’ την Ακρόπολη τον Μάιο του ’41. Δεν μάθαμε ακόμα τ’ όνομά τους. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Θυμάμαι ότι εκείνη τη μέρα, εκείνο το σούρουπο, ανέβηκα πάνω στου Φιλοπάππου και κοίταζα τον βράχο απέναντι.
Κοίταζα τον Παρθενώνα και σκεφτόμουνα “Άραγε θα μπορέσω ποτέ να κάνω κι εγώ κάτι;”.
Ας είναι! Τώρα όλα αυτά είναι περασμένα. Τώρα έχω μπροστά μου τα κάγκελα. Απ’ την περασμένη βδομάδα μ’ έχουν στην απομόνωση. Θ’ αντέξω όμως.
Κουράγιο.
Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς από την Αθήνα στη Βιέννη και εκτελέστηκε στη γκιλοτίνα του Δικαστηρίου της 8ης Περιφερείας της Βιέννης (Vienna 8, Landesgerichtsstraße 11) στις 26 Φεβρουαρίου 1943.
Ήταν 32 ετών.
(από τον τοίχο του Loukas Karnis)