Τα χαρούπια τα μεστά, κατά το Σετέμπρη που τα μαζώναμε, τα φουρνίζαμε κι τρώγονταν το χειμώνα κι ήτανε πολύ γλυκά, το ίδιο τσι σταφίδες, τα σύκα και τα τζίτζιφα… ακούς.! ακούω να λες.!
Εγώ χα ν΄ κουτσούρι για να κάθομαι κι ένα πιο ψηλό και τα κοπάνιζα.
Απλωνα μια παλέτσα έβανα τα στη μέση και καθόμνουν στο μικιό κι μ ένα ξύλινο σφυρί τα κοπάνιζα ψιλά-ψιλά όλη μέρα.
Αλεθα τα και στο χερόμυλο, νέσκες.!
Τα κοσκίνιζα να φύγουν οι χαρουπόσποροι τα ‘βανα σε να μσοβάρελο με νερό κι τ’ άφηνα τα δυο μέρες να μοσκέψουνε καλά, θέλουν προσοχή και τάραμα, να μη βράσουνε, γρύκα να μαθαινεις.!
Αμα δε τα προλάβεις και γινότανε ζύμωση έβανά τα με τα στράφυλα στα καζανέματα για ρακή, τα παλιά τα χρόνια από κεια έβγαινε μαζί με γλυκάνισο το ούζο.
Ε.! το παντέρμο κι αγαπώ το.!
Απόκειες τα σύρωνα με ένα κοφίνι στο καζάνι και τη ζύμη την έβανα σ΄ ενα καθαρό πανί και την νε προσφόνιαζα καλά-καλά με τα χέρια όσο μπόρουνα, μερικοί χανε και εργαλεία ειδικά για τούτη τη δουλειά, στίφτες τα λέγαν κι είχανε αρίδι.
Έστενα, που λες, το καζάνι στη παραστιά και έβραζα το ζουμί σε χαμηλή φωθειά μέχρι να μελώσει να γενεί χούμελη πηχτή σα το μέλι.
Ετσά κάναμε τη χούμελη και τη βάναμε στσοι ταγαρούλες, στσοι τηγανήτους, στο ζυμωτό ψωμί και στα βραστάρια ακόμη κι ήτανε ετσά τα χρόνια μας κι ετσά οι πέρασες μας.
Τα ποστίβια τω χαρουπιώ τα λιάζαμε και στους δύσκολους καιρούς τ΄ αλέθαμε και τα κάναμε μυγαδερό με τ αλεύρι για το ψωμί και για τσοι πίτες, αλλιώς ταΐζαμε τα βούγια κι κάνανε καλά τη δουλειά τους, νέσκες.!
(Ελεύθερη απόδοση από διήγηση της γιαγιάς μου
Χρυσό 22 Μαΐου 1895 – 1 Μαΐου 1981 αγράμματη)
Φωτ/φια από σύγχρονη βιοτεχνία στη Κύπρο
Πηγή: Χρύσανθος Αγγελάκης